Πέρασα την πόρτα του Gazarte από περιέργεια. Είχα ακούσει για την παράσταση «Του Eρωτα», από την Κωνσταντίνα Βαρσάμη που είχε και την αρχική ιδέα. Ήξερα πως πρόκειται για ένα πάντρεμα αγαπημένων τραγουδιών, ελληνικών και ξένων, με αποσπάσματα από τη Μήδεια του Ευριπίδη. Το θέατρο ήταν γεμάτο, από γυναίκες κυρίως.
Στην πραγματικότητα δεν ήξερα τι να περιμένω. «Μεικτό θέαμα», γράφει η παρουσίαση στην ιστοσελίδα του Gazarte. Λίγες ώρες νωρίτερα, έτυχε να παρακολουθήσω κοινή συνέντευξη του σκηνοθέτη της παράστασης Λευτέρη Γιοβανίδη, αλλά και της Ρίτας Αντωνοπούλου κι ήταν αυτό ακριβώς το ομιχλώδες του πράγματος που με έπεισε πως αξίζει να δω περί τίνος πρόκειται.
Τα φώτα σβήνουν (αλήθεια, τι ωραία δουλειά έχει γίνει ΚΑΙ στα φώτα) και στη σκηνή, τρεις εξαιρετικοί μουσικοί κι η πρωταγωνίστρια. Δωρική, μεστή, ανεπιτήδευτη και συνειδητά απολύτως εκτεθειμένη σε όλους εκείνους που σπεύδουν να τη δουν ως Μήδεια του έρωτα. Στέκεται μπροστά σου για να σου πει την ιστορία της. Την ιστορία κάθε ανθρώπου που ερωτεύεται οριστικά και αμετάκλητα.
«Όταν γεννιέται ο άνθρωπος ένας καημός γεννιέται, όταν φουντώνει ο πόλεμος το αίμα δε μετριέται…» και η αφήγηση αρχίζει.
Δεν ξέρω τι με εξέπληξε περισσότερο.
Ίσως πως, από τη θέση του θεατή, ένιωσα από αυτόν ακόμη τον πρώτο στίχο να χάνομαι μέσα σ’ όσα συνέβαιναν μπροστά μου. Αν αφεθείς- που θα αφεθείς τελικά, όσες κι αν έχεις αντιστάσεις- στη μουσική, στην ποίηση και στις εικόνες «Του Έρωτα», σύντομα θα βρεθείς συνοδοιπόρος αυτής της γυναίκας που άπατρις περιπλανιέται με μια βαλίτσα, όσο μικρή κι όσο μεγάλη χρειάζεται για να χωρέσει το παρελθόν και το μέλλον της.
Ίσως πως δεν φανταζόμουν ποτέ πως μπορεί ένα παζλ που ταξιδεύει ποιητικά από τον Γκάτσο, τη Δημουλά, τον Χειμωνά και τον Screamin’ Jay Hawkins ως τον Ευριπίδη να εξελιχθεί σε μια συνεκτική αφήγηση που κυλά μπροστά στα μάτια σου σαν να ‘ναι αυτό το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Η αφήγηση έχει αρχή, μέση και τέλος. Κι έχει τόλμη. Έχει την τόλμη να βουτήξει στο βαθύ σκοτάδι της ερωτικής απόγνωσης, την οδύνη της διάψευσης, την απελπισία του τέλους. Κι έπειτα στα άγρια ένστικτα που ξυπνά η συνειδητοποίηση.
«Ήρθες μπροστά μου, ήρθες, ενώ είσαι ο χειρότερος εχθρός μου
Όμως έπραξες άριστα που ήρθες.
Γιατί και εγώ θα πω όσα σου καταμαρτυρώ
και η ψυχή μου θα ξαλαφρώσει,
και εσύ ακούγοντας τα θα πονέσεις».
Κι αφού σ’ έχει πάρει απ’ το χέρι και στο κρατά σφιχτά για μιάμιση ώρα, όσο κρατά αυτή η βουτιά στην άβυσσο, έρχεται το τέλος. Κι είναι λυτρωτικό που πριν υποκλιθεί μπροστά σου, φροντίζει να σου τραγουδήσει «οι ελπίδες όλες ζωντανές…».
Σ’ εκείνη τη συνέντευξη που είχα δει, η Ρίτα Αντωνοπούλου είχε σπεύσει -σχεδόν ενοχικά- αρκετές φορές να επαναλάβει πως δεν είναι ηθοποιός. Δεν ξέρω τι ακριβώς κάνει έναν ηθοποιό ηθοποιό. Ξέρω πως εμένα στη σκηνή με μάγεψε με τη φωνή, με την κίνηση, με το βλέμμα, με την πρόζα, ακόμη και με τις ανάσες της την ώρα της απαγγελίας.
Να πάτε στο Gazarte. Να πάτε όμως μόνοι ή με ανθρώπους που μπροστά τους δεν ντρέπεστε να νιώσετε. Αυτήν την παράσταση δεν αξίζει απλώς να τη δεις, είναι φτιαγμένη για να τη ζήσεις.