«Ολοι εμείς είμαστε εδώ. Ισως στα χέρια σας για τελευταία φορά»… Με αυτές τις φράσεις κλείνουν το κεντρικό τους άρθρο τα «Νέα» της 8ης Φεβρουαρίου 2017. Την ημερομηνία δεν την αναφέρουμε πληθωριστικά. Ισως να είναι η τελευταία ημέρα κυκλοφορίας αυτής της ιστορικής εφημερίδας, γεγονός που σφραγίζει το τέλος του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη όπως τον ξέραμε (ειρωνεία; Το «Ελεύθερον Βήμα» πρωτοκυκλοφόρησε τέτοιες ημέρες, 6 Φεβρουαρίου 1922).
Τα σημερινά «Νέα» είναι αυτοαναφορικά. Δικαιολογημένα, καθώς μετά την απόφαση του πρωτοδικείου την Τρίτη κόβεται κάθε ενδιάμεση χρηματοδότηση, κόβεται το «οξυγόνο» όπως λένε οι εργαζόμενοι που με ηρωισμό και πίστη στη δημοσιογραφία -στα «Νέα», στο «Βήμα της Κυριακής», στους ιστότοπους του ΔΟΛ και στον ΒΗΜΑ FM- συνέχισαν να εργάζονται απλήρωτοι από το καλοκαίρι.
Ετσι το πρωτοσέλιδο των «Νέων» είναι τα πρόσωπα των δημοσιογράφων και των αρθρογράφων της εφημερίδας.
Γράφουν στο άρθρο τους με τίτλο «Μάσκες» που συνοδεύει αυτό το επικό πρωτοσέλιδο.
«Αν αυτός ο Οργανισμός ενημέρωσης και πολιτισμού στη μακρά ιστορία του επέζησε πολέμων, διχασμών, Εμφυλίου και δικτατοριών το οφείλει εκτός από τους ιδρυτές του και στους ανθρώπους που τον υπηρέτησαν διαχρονικά σε χαλεπούς και ευτυχείς καιρούς. Και τώρα που ο κόμπος σφίγγει απειλητικά, σχεδόν μοιραία, όσοι έχουμε το θλιβερό προνόμιο να βρισκόμαστε αυτές τις ώρες στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη ζούμε την ίδια αγωνία, πώς θα επιβιώσει το κοινό μας σπίτι κι εμείς μαζί του. Χωρίς ίχνος υπερβολής η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων σε όλα τα Μέσα του Συγκροτήματος βάζει ακόμη και πάνω από τον βιοπορισμό τις αξίες της ενημέρωσης και της ιστορικής του παρακαταθήκης.
» Δυστυχώς φαίνεται πως οι εξελίξεις μάς υπερβαίνουν και το τέλος μοιάζει να πλησιάζει. Η αξιοπρέπεια και το επαγγελματικό μας καθήκον όμως επιβάλλουν να σταθούμε όρθιοι ώς την υστάτη ώρα. Δεν ξέρουμε πόσο μπορούμε να αντέξουμε χωρίς οξυγόνο αλλά είμαστε αποφασισμένοι, αν πέσουμε, να πέσουμε όρθιοι χωρίς εξευτελισμούς, χωρίς κομισάριους ή έστω καλοπροαίρετους καθοδηγητές.
» Μια απόφαση ενός δικαστή μάς στερεί και την τελευταία ελπίδα να αποκτήσουμε τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα για να συνεχιστούν οι εκδόσεις και να μείνουν ανοικτά όλα τα Μέσα του ΔΟΛ. Ο δικαστής επέλεξε εν πολλοίς τον ρόλο του Πιλάτου καθώς απέφυγε να αναλάβει εκείνος το βάρος που αρνήθηκαν άλλοι και εν προκειμένω πρωτίστως οι τράπεζες, που διαλέγουν την απαξίωση από τη συνέχιση της λειτουργίας των Μέσων έστω ώς τις 3 Μαρτίου που θα εκδικαστεί η κύρια προσφυγή τους. Είναι προφανές πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το πρόσχημα καθώς δεν αντέχει σε κριτική μια επιλογή που οδηγεί καταφανώς σε λουκέτο έναν οργανισμό ενημέρωσης που ενοχλεί την εξουσία.
» Η κυβέρνηση και τα κόμματα, αν εννοούν τα όσα διακηρύσσουν για τον πλουραλισμό στην ενημέρωση, ξέρουν τι πρέπει να πράξουν. Δεν ζητάμε ελεημοσύνη ούτε ειδική μεταχείριση. Απλώς θεωρούμε ότι μπορεί και πρέπει να εισαχθεί τώρα στη Βουλή η νομοθετική ρύθμιση που ζητείται εφόσον τίθεται ως προϋπόθεση για τη λεγόμενη ενδιάμεση χρηματοδότηση. Αλλωστε πρόκειται να ψηφισθεί έτσι και αλλιώς, συνολικά, στο νομοσχέδιο για τα κόκκινα δάνεια. Σε κάθε περίπτωση ας πέσουν οι μάσκες».
Είναι προφανές ότι πίσω και δίπλα από τις λέξεις στο editorial ενυπάρχει η αληθινή αιτία του ξαφνικού θανάτου του ΔΟΛ. Αν και δεν γίνεται νύξη στις ευθύνες και την ατελή διοίκηση του εκδότη, επιρρίπτονται ευθύνες στις πιστώτριες τράπεζεσ που δεν δέχτηκαν ούτε μία παράταση λίγων εβδομάδων έως ότου στις 3 Μαρτίου εκδικαστεί η κύρια προσφυγή τους – απαξιώνουν έτσι ένα περιουσιακό τους στοιχείο. Και επισημαίνεται επίσης η στόχευση να κλείσει ένας οργανισμός ενημέρωσης που ενοχλεί την εξουσία.
Στο άρθρο τους «Τα Νέα» καλούν κυβέρνηση και κόμματα να λάβουν έστω και την τελευταία στιγμή την πρωτοβουλία για μια νομοθετική ρύθμιση ώστε να υπάρξει μια ενδιάμεση χρηματοδότηση (πιο απλά, να αφήσουν οι τράπεζες έναν λογαριασμό, αυτόν των εσόδων από τις πωλήσεις και τις διαφημίσεις, ώστε να χρηματοδοτείται η έκδοση).
Πιο ξεκάθαρα ωστόσο τα γράφει ο Γιάννης Πρετεντέρης στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας:
«Σύμφωνα με χθεσινή απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών κ. Ι. Βαλμαντώνη δεν συντρέχει κανένας λόγος ώστε να διασφαλιστεί, μέσα στα περιθώρια που παρέχει ο νόμος, η ομαλή λειτουργία των “ΝΕΩΝ” και των υπολοίπων Μέσων του ΔΟΛ. Κοινώς: κόψτε τον λαιμό σας!
Πράγμα που σημαίνει ότι κατά την απόφαση αυτή δεν θα έπρεπε κι εγώ να γράφω τα κάτωθι.
Παρά ταύτα θα τα γράψω όσο επιτρέπεται ακόμη να γράφουμε ελεύθερα σε μια δημοκρατική χώρα.
Διότι, λυπάμαι, αλλά τελικά αυτό είναι το επίδικο.
Δεν νομίζω να υπάρχει έστω και ένας πολίτης που να μην αντιλαμβάνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση τα επιχειρηματικά δεδομένα και τα τραπεζικά συμπαρομαρτούντα είναι θεμέλιο ενός προσχήματος.
Η ουσία βρίσκεται στην πολιτική ατζέντα.
Διότι αν η μεγαλύτερη καθημερινή εφημερίδα, μία μεγάλη κυριακάτικη και τα υπόλοιπα Μέσα ενός δημοσιογραφικού οργανισμού, που σχεδόν ταυτίζεται με την Ιστορία της χώρας, συνεχίσουν να δημοσιεύουν και να δημοσιοποιούν είναι ασφαλώς επιχειρηματικό ζήτημα.
Κυρίως όμως είναι ζήτημα δημοκρατίας.
Ακόμη κι αν επιχειρούσα να το ξεχάσω τα εκατοντάδες συγκινητικά μηνύματα που λαμβάνουμε καθημερινά από εσάς, τους αναγνώστες, θα με είχαν επαναφέρει στην τάξη.
Προς Θεού, δεν είμαι τρελός να ισχυριστώ ότι οι εφημερίδες δεν είναι εμπορικά προϊόντα. Ούτε να υποστηρίξω ότι οι εκδοτικοί όμιλοι είναι φιλανθρωπικά σωματεία που πρέπει να χαίρουν κάποιας σκανδαλώδους ευνοϊκής μεταχείρισης.
Σε μια οικονομία της αγοράς, η αγορά έχει τους κανόνες της.
Υπό μια προϋπόθεση: ότι οι κανόνες της αγοράς (και της απονομής δικαιοσύνης…) δρουν ελεύθερα και δεν υπηρετούν μια πολιτική ατζέντα.
Μετά τη χθεσινή ακατανόητη απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών, το θέμα επέστρεψε πάλι εκεί που βρισκόταν από την αρχή.
– Στις Τράπεζες που (για λόγους που πολλοί καταλαβαίνουν…) δεν δίνουν μια σαφή λύση υπέρ των αυτονόητων συμφερόντων τους – κι όχι υπέρ αμφιλεγόμενων ή ύποπτων ενδιαφερομένων του παρασκηνίου.
– Στην πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση κι αντιπολίτευση) που έχει τη βασική ευθύνη για τη λειτουργία της πολιτείας.
Μιλάμε για ένα διάστημα από σήμερα έως τις 3 Μαρτίου – ακριβώς 23 μέρες!
Είναι μια άποψη την οποία έχει ασπαστεί εγγράφως ο σημερινός Πρωθυπουργός όταν ως αρχηγός μικρού κόμματος ζητούσε από τις Τράπεζες να αντιμετωπίσουν τη λειτουργία μιας μικρής ιστορικής εφημερίδας της Αριστεράς με ευρύτερα κριτήρια.
Υποθέτω δεν εννοούσε χαριστικά. Τους έλεγε απλώς να λάβουν υπόψη ευρύτερες παραμέτρους στην αντιμετώπισή της.
Αν λοιπόν οι προαναφερθέντες θέλουν να ρυθμιστεί ένα πρόβλημα είκοσι τριών ημερών, είναι στο χέρι τους.
Αν δεν το ρυθμίσουν, σημαίνει ότι δεν ήθελαν.
Για τα υπόλοιπα, οψόμεθα εις Φιλίππους».
Πιο θεωρητικός -και πολιτικός- ο Ηλίας Κανέλλης:
«Η εποχή που η ανανεωτική Αριστερά διεκδίκησε τον πλουραλισμό είναι παρελθόν. Το σημερινό κομμάτι της Αριστεράς, που κατοικοεδρεύει στα παλαιά γραφεία του ΚΚΕ εσωτερικού, η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, ένα κράμα κουκκουεδογενών, αριστεριστών, πασοκογενών, κινηματικών, μαοϊκών και ολίγων πρώην ανανεωτών, αποστρεφόταν εξαρχής όχι μόνο τον πλουραλισμό αλλά και την ελευθερία του λόγου. Τη διαφωνία στον δημόσιο διάλογο τη βάφτισε διαπλοκή – και σιγά σιγά κατασκεύασε ένα σχήμα που βόλευε όσους εθελοτυφλούσαν: όσοι δεν ήταν με την Αριστερά (και τους συμμάχους της, όχι πάντα τους ίδιους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία) ήταν απέναντί της.
» Το σχήμα αυτό έθεσε στο στόχαστρο, πρωτίστως, λειτουργούς της πληροφόρησης – και ανάμεσά τους, κυρίως, τους έναρθρους, αυτούς που έχουν τα εφόδια, τις γνώσεις, τις πληροφορίες, τις υποδομές ή/και την εργατικότητα (κάποια απ’ αυτά τα προσόντα, τέλος πάντων) να ασκούν κριτική στις αφέλειες που, συχνά, ποζάρουν ως αριστερή άποψη. Αφέλειες που οδήγησαν σε διαρκή κοροϊδία των πολιτών, σε διεύρυνση της φτώχειας και σε κοινωνικό μίσος.
» Αυτό το μίσος η κυβέρνηση το υποδαύλισε με διάφορους τρόπους. Στον Τύπο, ανέχθηκε τις αφίσες με τις φωτογραφίες καταζητούμενων δημοσιογράφων, ενώ η πολιτική ένταση περιελάμβανε απαραιτήτως τους έναρθρους σχολιαστές ή αρθρογράφους που δεν άρεσαν στην κυβέρνηση. Το Mega και τα έντυπα του ΔΟΛ παρουσιάζονταν σαν διάβολοι με κέρατα, εχθροί του λαού, που εμπόδιζαν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να μεγαλουργήσουν. Οπως συνέβη συστηματικά με πολλά ΜΜΕ, όταν η κυβέρνηση με διάφορες μεθοδεύσεις δεν μπορούσε να ελέγξει κάποια ΜΜΕ (και ασφαλώς μερικούς δημοσιογράφους τους) τα έβαζε στη μαύρη λίστα των διαπλεκομένων.
» Στη λίστα αυτή έχουν βρεθεί πολύ καιρό “ΤΑ ΝΕΑ”. Σήμερα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ καταφέρνει, όπως φαίνεται, να κερδίσει τον συμβολισμό: και με τη δική της κύρια ευθύνη, συμβολική και πραγματική, οι εφημερίδες του ΔΟΛ σιωπούν. Νίκη; Πύρρειος. Στην Ελλάδα δεν ευδοκιμούν καθεστώτα τύπου Τσάβες ή Ερντογάν. Σας το εγγυώνται, μεταξύ άλλων, οι ελεύθεροι και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι. Σύντροφοι, τα λέμε».
Αυτά τα άρθρα αρκούν νομίζουμε για να καταλάβει κανείς τι συνέβη με τον ΔΟΛ το τελευταίο διάστημα. Α! Υπάρχει και η ΕΣΗΕΑ που έβγαλε ανακοίνωση:
Η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ
«Με μια δικαστική απόφαση στα μέτρα των τραπεζών επιχειρείται να κλείσει η ιστορία του ΔΟΛ.
» Τα πραγματικά θύματα όμως αυτής της εξέλιξης είναι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι, αν και επτά μήνες απλήρωτοι, με τη δική τους αυτοθυσία κρατούν ανοιχτά «Το Βήμα», «ΤΑ ΝΕΑ», τα περιοδικά, τον Βήμα FM και τα διαδικτυακά Μέσα του Ομίλου.
» Η ιδιοκτησία εξακολουθεί ύστερα από τόσους μήνες να έχει αιχμαλώτους τους εργαζομένους και να διαπραγματεύεται τα δικά της συμφέροντα, ώστε να μπορέσει να δραπετεύσει με τις λιγότερες απώλειες.
» Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν στο όνομα της πολυφωνίας και της δημοκρατίας να μην επιτρέψουν να κλείσουν δύο ιστορικές εφημερίδες και να βρεθούν στον δρόμο 550 εργαζόμενοι.
» Η κυβέρνηση, η οποία ανακοίνωσε στη Βουλή πρωτοβουλία για θεσμική αντιμετώπιση των προβλημάτων του Τύπου, οφείλει άμεσα να φέρει το θέμα στη Βουλή και να καλέσει τα πολιτικά κόμματα να πάρουν ξεκάθαρη θέση, ώστε να δώσουν λύση στο αδιέξοδο.
» Η ΕΣΗΕΑ αποσαφηνίζει για μια ακόμη φορά ότι τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι αδιαπραγμάτευτα.
» Είναι η ώρα που όλοι κρίνονται: οι τράπεζες, η ιδιοκτησία του ΔΟΛ, οι πολιτικοί. Δεν θα γλιτώσουν από τις ιστορικές τους ευθύνες».