Μια νέα δημόσια παρέμβαση για την ελληνική κρίση, με θέσεις που θα συζητηθούν, επιχειρεί ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος με συνέντευξή του, διατυπώνει, μεταξύ άλλων, την άποψη ότι «το πρώτο Μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος» – μια ευθεία αμφισβήτηση των χειρισμών του διαδόχου του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και πρώην Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.
«Πιστεύω ότι το πρώτο μνημόνιο, υπό την εξαιρετικά αυστηρή μορφή που είχε, δεν ήταν μονόδρομος», ανέφερε ο κ. Σημίτης στη συνέντευξή του στον Χρήστο Χωμενίδη που δημοσιεύεται στο capital.gr. Και εξήγησε: «Εκείνο το οποίο έπρεπε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση και δεν έκανε τότε, ήταν ένας έγκαιρος σοβαρός σχεδιασμός για το πώς θα αντιμετωπίσει την κατάσταση. Να τον καταρτίσει και να τον συζητήσει τόσο με την ΕΕ, όσο και με το ΔΝΤ. Δεν έγινε κανένας σχεδιασμός. Επαναλαμβάνω όμως ότι και το μνημόνιο αποτελούσε μία σειρά αποφάσεων που πήρε η ΕΕ, χωρίς να είναι έτοιμη. Να φέρω ένα παράδειγμα. Μίλησα πριν για τις ιδιωτικοποιήσεις. Ολη η Ελλάδα ξέρει ότι η ΕΕ ζήτησε ιδιωτικοποιήσεις. Όλη η Ελλάδα έχει ξεχάσει ότι στο πρώτο μνημόνιο, δεν αναφέρονταν οι ιδιωτικοποιήσεις και ότι η ίδια η Ελλάδα πρότεινε να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις. Η Ελλάδα, μάλιστα, τότε στις συζητήσεις, είχε διαβεβαιώσει ότι διαθέτει ρευστοποιήσιμη περιουσία 50 δισεκατομμυρίων, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο αριθμός ήταν τελείως φανταστικός. Δεν ανταποκρινόταν σε καμιά πραγματικότητα. Οταν είσαι στον βαθμό αυτό ανέτοιμος και λες τέτοιες σαχλαμάρες, το μνημόνιο έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα…»
Στη συνέντευξή του ο κ. Σημίτης επιχειρεί μια ανάλυση για τα αίτια της κρίσης και στέκεται στην έλευση του Κώστα Καραμανλή το 2004. Στο ερώτημα του Χρ. Χωμενίδη πότε η χώρα πήρε την «κάτω βόλτα», ο πρώην Πρωθυπουργός απάντησε:
«Το ερώτημα αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι κάποτε ήταν όλα καλά και μετά ξαφνικά, πήγαν όλα στραβά. Δεν ήταν κάποτε όλα καλά. Απλώς η Ελλάδα είχε κάνει -πάρα την υστέρηση της- θέλω να το υπογραμμίσω αυτό- ένα σημαντικό βήμα κατά τη δεκαετία 1994-2004. Αυτή βελτίωση της επέτρεψε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, την 01/01/2001 και να εισαγάγει το ευρώ ως νόμισμα, τον Ιανουάριο του 2002. Αναφέρω ενδεικτικά, ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ, ήταν την τετραετία 1996 – 1999, 3,2% όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν 2,5%. Τη δεύτερη τετραετία 2000 – 2003, ο ρυθμός της ανάπτυξης της Ελλάδος αυξήθηκε στο 4,2%, ενώ στην ΕΕ των 15 ήταν μόνο 1,6%. Εκείνη η οκταετία αποτελούσε μία πρωτόγνωρη εξέλιξη στην Ελλάδα. Ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα, δεν υπήρχε επί τόσο καιρό, ένας τόσο θετικός υψηλός ρυθμός ανάπτυξης.
» Τι συνέβη μετά; Τι έγινε το 2004; Το 2004, η κυβέρνηση που ανέλαβε θεώρησε ότι θα πρέπει να ακολουθήσει μία διαφορετική πολιτική για να κερδίσει το εκλογικό σώμα. Να δίνει συνεχώς παροχές, να προβαίνει σε διορισμούς, να σπαταλά και να προχωρεί ακόμη και σε μέτρα τα οποία ήταν πρωτοφανή για την Ε.Ε.. Παραδείγματος χάρη, στην Ελλάδα καταργήθηκε τότε ο φόρος κληρονομίας. Αυτό δεν έγινε πουθενά αλλού.
» Το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Θυμόμαστε όλοι ότι το 2009, η Ελλάδα παρουσίασε ένα έλλειμμα γύρω στο 15,4% του ΑΕΠ, δηλαδή ένα πρωτόγνωρο έλλειμμα, το μεγαλύτερο έλλειμμα που είχε παρουσιάσει ποτέ. Και το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε πρωτόγνωρα ύψη. Με αποτέλεσμα να συμφωνηθεί, για τη διάσωση της Ελλάδος, το μνημόνιο του 2010».
Ο ίδιος στέκεται επίσης στο γεγονός ότι η πολιτική συμμαχία του Μανουέλ Μπαρόζο με τον κ. Καραμανλή έκανε τις Βρυξέλλες να σιωπήσουν όταν ήδη τα πράγματα στην Ελλάδα δεν πήγαιναν καλά. «Η ΕΕ δεν έκρουσε τον κώδωνα στην Ελλάδα! Η Ενωση και ο επίτροπος Αλμούνια, όπως και ο πρόεδρος Μπαρόζο, υπέδειξαν στην Ελλάδα, το 2007, ότι δεν πάει καλά. Ομως το 2008 και το 2009 δέχτηκαν να μην στείλει η Ελλάδα τα στοιχεία, τα οποία έδειχναν τον εκτροχιασμό της και να μην ληφθούν μέτρα. Διότι δεν ήθελαν να δημιουργήσουν μια αρνητική εντύπωση για τη συντηρητική κυβέρνηση της Ελλάδος, την οποία ο κ. Μπαρόζο – συντηρητικός και αυτός – υποστήριζε. Δηλαδή, η ΕΕ έχει και αυτή μεγάλη ευθύνη για αυτό που συνέβη» σχολίασε ο κ. Σημίτης.
Για όλα φταίει ο Μπαρόζο
Ο πρώην Πρωθυπουργός εμφανίζεται να θεωρεί τον κ. Μπαρόζο κομβικό παράγοντα όχι μόνο για τη κρίση στην Ελλάδα αλλά και για τα όσα συνέβησαν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
«Η αντίληψη ότι όλα κύλησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ομαλά από τότε που ιδρύθηκε είναι εντελώς εσφαλμένη. Η Ευρώπη γνώρισε αρκετές και πολύ έντονες κρίσεις, καθώς και μεγάλες αντιπαραθέσεις. Οι αντιπαραθέσεις εκείνες ξεπεράστηκαν γιατί υπήρχε η θέληση μιας κοινής πορείας. Η θέληση αυτή ήταν ισχυρότερη από τις εθνικές επιδιώξεις που προκαλούσαν τις κρίσεις.
Θέλω να αναφέρω την περίοδο μετά το 1996 ως παράδειγμα. Από το 1996 μέχρι το 2004 περίπου, προωθήθηκαν εντατικά η οικονομική και νομισματική ενοποίηση, η κυκλοφορία του ευρώ, η οργάνωση και αποτελεσματική λειτουργία της Ευρωζώνης και η διεύρυνση της Ένωσης με νέα μέλη. Κύριοι πρωταγωνιστές εκείνη την περίοδο ήταν ο γάλλος πρόεδρος Σιράκ και οι γερμανοί καγκελάριοι Κολ και Σρέντερ. Ήταν και οι τρεις, όπως διαπίστωσα ο ίδιος, οπαδοί μιας κοινής ευρωπαϊκής πορείας.
» Από το 2004 και μετά, όταν ανέλαβε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο πρώην πορτογάλος πρωθυπουργός, κ. Μπαρόζο, άλλαξε η νοοτροπία. Εγινε αποδεκτή η άποψη της Μεγάλης Βρετανίας ότι η Ένωση είχε προχωρήσει αρκετά βήματα και δεν θα έπρεπε να γίνουν νέες αλλαγές. Τα χρόνια μετά το 2004 ήταν η περίοδος όπου κυριάρχησε η αρχή “όχι άλλες αλλαγές”. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν ξέσπασε η κρίση του 2008 στην Ένωση -ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ-, η ΕΕ βρέθηκε ανέτοιμη να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Βρέθηκε επίσης ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα το οποίο έθεσε η υπερχρέωση της Ελλάδας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η στάση “όχι άλλες αλλαγές, περιμένουμε να δούμε” είναι μια στάση η οποία δεν βοηθάει την πρόοδο της ευρωζώνης. Δεν είναι δυνατόν σε έναν κόσμο συνεχών αλλαγών που θέτουν νέα προβλήματα να επιδιώκεται η ανάπαυση και η στασιμότητα».
Η περίπτωση Βαρουφάκη και ο Παπαδήμος
Ο κ. Σημίτης μιλάει και για το περίφημο έλλειμμα ηγεσίας και βρίσκει την ευκαιρία να αφήσει αιχμές τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, όσο εμμέσως πλην σαφώς και για τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
«Υπάρχουν άλλοτε άξιοι ηγέτες και άλλοτε ανάξιοι ηγέτες. Ανάξιοι ηγέτες ήταν παραδείγματος χάριν οι ηγέτες της χούντας. Ανάξιοι ηγέτες ήταν εκείνοι που το ’36 έκαναν τη δικτατορία στην Ελλάδα. Αξιοι ηγέτες ήταν εκείνοι που από το 1974 και μετά πέτυχαν τη Μεταπολίτευση. Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι υπάρχει έλλειμμα ηγεσίας. Κάθε χώρα έχει την ηγεσία την οποίαν διαμορφώνουν οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν. Αν η κυρίαρχη επιδίωξη της πολιτικής είναι η κατάληψη θέσεων ή η εξυπηρέτηση των κομματικών φίλων, ο έλεγχος της εξουσίας για προσωπικά και κομματικά οφέλη, η προσωπική ανάδειξη και η υποστήριξη θέσεων ανάλογα με το τι ωφελεί το κόμμα, δεν θα προκύψει στην Ελλάδα μια σωστή ηγεσία» είπε για να συμπληρώσει, αναφερόμενος και στην περίπτωση του κ. Τσίπρα με τον Γιάνη Βαρουφάκη (χωρίς πάντως να τους κατονομάζει:
«Ποια ηγεσία, ας πούμε, προετοιμάζει η σημερινή κυβέρνηση όταν το κύριο μέλημά της είναι πως θα καταφέρει να ελέγξει την εξουσία διορίζοντας και χρησιμοποιώντας αποκλειστικά σχεδόν πρόσωπα τα οποία την συμπαθούν ή ανήκουν σε αυτήν χωρίς να έχουν καμιά σχετική γνώση. Θυμάστε τον πρώην υπουργό οικονομικών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ του 2015; Έναν άνθρωπο επί της ουσίας άσχετο, ακατάλληλο, ο οποίος όταν εκπροσώπησε τα συμφέροντα της χώρας έστρεψε όλους τους υπουργούς οικονομικών της Ευρωζώνης εναντίον του και εναντίον της Ελλάδας; Το 2012, ο τότε πρωθυπουργός, ο κ. Παπαδήμος, αναγκάστηκε να συμμετάσχει στο Eurogroup, δηλαδή στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε.. Δεν είχε πάει ποτέ άλλος πρωθυπουργός χώρας της Ευρωζώνης στο Eurogroup, διότι οι Υπουργοί Οικονομικών μπορούσαν να συνεννοούνται. Εκτίμησαν όμως τότε οι εταίροι μας ότι οι Έλληνες δεν είχαν κοινές κατευθύνσεις και θα έπρεπε συνεπώς να βρίσκεται και ο πρωθυπουργός εκεί, ως εκπρόσωπος κάποιας κοινής -τέλος πάντων- συνισταμένης…»