O Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης έφτασε στην Αθήνα ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν ακόμα εδώ. Είδε τον Αλέξη Τσίπρα και εν συνεχεία τον Προκόπη Παυλόπουλο όταν ο αμερικανός αναχωρούσε για το Βερολίνο. Δεν συνηθίζεται τέτοιο στριμωγμένο πρόγραμμα επίσημων επισκέψεων.
Ομως, το Κυπριακό βρίσκεται σε κομβικό σημείο. Οι ενδείξεις είναι ότι η συμφωνία είναι κοντύτερα από ότι ένα πιθανό ναυάγιο. Οι δύο πλευρές, προτού επανέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, διέκοψαν για να ενημερώσουν τις Μητέρες Πατρίδες. Πλησιάζει η ώρα των εγγυητριών δυνάμεων, σε μία Πολυμερή Διάσκεψη. Οι πληροφορίες του Protagon την τοποθετούν μέσα στις γιορτές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Αλλες, νωρίτερα.
Το Σάββατο ο κύπριος ηγέτης επιστρέφει στην Ελβετία ελπίζοντας να ολοκληρώσει με τον Μουσταφά Ακιντζί τη διαπραγμάτευση για το εδαφικό. Ενα από τα πιο κρίσιμα κεφάλαια του κυπριακού προβλήματος – εκείνο της εδαφικής κατανομής μεταξύ των δύο συνιστωσών κρατιδίων που θα συναποτελούν το νέο ομόσπονδο κράτος, εφόσον υπάρξει τελική συμφωνία, και συνακόλουθη λαϊκή επικύρωση.
Εάν τα βρούνε εδώ, το αμέσως επόμενη βήμα, ταυτόχρονα με τη συνέχιση στη Κύπρο των διαπραγματεύσεων και για άλλα ζητήματα που έχουν μείνει εκκρεμή, είναι η προετοιμασία της Πολυμερούς Διάσκεψης. Σε αυτήν θα συμμετάσχουν: Οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο (Αναστασιάδης-Ακιντζί), οι ηγέτες των εκ της Συμφωνίας Ζυρίχης τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας, και ένας εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως οντότητα.
Το τελευταίο, δεν το επιθυμεί η Αγκυρα. Γι’ αυτό και μέχρι τώρα κάνει λόγο μόνο για πενταμερή.
Σε αυτήν τη Διάσκεψη, όποια μορφή και εάν αποφασιστεί να έχει, θα τεθεί προς συζήτηση το καθοριστικό για την τελική συμφωνία θέμα των εγγυήσεων.
Μέχρι στιγμής, Αθήνα και Λευκωσία δηλώνουν κατηγορηματικά ότι λύση με διατήρηση «του αναχρονιστικού θεσμού των εγγυητριών δυνάμεων» δεν γίνεται αποδεκτή με τίποτα. Η Άγκυρα, λέει ακριβώς το αντίθετο: Λύση, χωρίς τη δική μου, προστατευτική για τους αδελφούς Τουρκοκυπρίους, παρουσία στο νησί, δεν νοείται. Και το Λονδίνο, όπως δηλώνει και στο Protagon o Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα Τζον Κίτμερ, διαμηνύει ότι εάν τα βρουν μεταξύ τους οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, και πείσουν από κοινού τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις ότι μπορούν και μόνοι τους πλέον, τότε η Βρετανία θα το αποδεχτεί, αρκεί να μην πειραχτεί το ισχύον καθεστώς των Κυρίαρχων Βάσεων που διατηρεί στο νησί.
Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια Πολυμερή Διάσκεψη – όταν και εάν φτάσουμε σε αυτήν – θα δοθεί η μάχη των μαχών. Αν και, σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ήδη έχουν κυκλοφορήσει διάφορα σενάρια που προβλέπουν από πλήρη κατάργηση των «3 επιστατών», μέχρι και σταδιακή.
Ο πρόεδρος Αναστασιάδης, πάντως, και στην πρόσφατη ενημέρωση που παρείχε εδώ στην Αθήνα, φέρεται να επανέλαβε στους ηγέτες όλων των πολιτικών κομμάτων, ότι εάν η Τουρκία επιμείνει στην διατήρηση δικαιωμάτων εγγυήτριας δύναμης, υπό οποιαδήποτε μορφή, εκείνος δεν θα πάει ούτε σε δημοψήφισμα.
Ενα μεγάλο μέρος των Ελληνοκυπρίων εκτιμάται ότι εξαρτά το «ναι» ή το «όχι» του σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα, σε τρεις βασικούς παράγοντες:
1. Να μην υπάρχουν εγγυήτριες δυνάμεις, παρά μόνο ίσως η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέλος της οποίας θα είναι αυτομάτως από την επόμενη μέρα της λύσης ολόκληρο το νέο ομόσπονδο κράτος, ή/και ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.
2. Να αποχωρήσουν όλα τα ξένα στρατεύματα, πρωτίστως τα τουρκικά (40.000 άνδρες, η δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη). Και,
3. Κάποιοι έστω πρόσφυγες να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Το τελευταίο σημείο συναρτάται άμεσα με το εδαφικό – το κεφάλαιο που ξεκίνησε να συζητείται στο Μον Πελεράν πριν από περίπου 10 μέρες, και θα συνεχιστεί εκεί από αύριο, Σάββατο, με την ελπίδα οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία.
Το ζήτημα της Μόρφου
Ολη η προσοχή εστιάζεται στην εύφορη κωμόπολη της Μόρφου, απλωμένη στην δυτική κεντρική πεδιάδα της Κύπρου, υπό κατοχή από την τουρκική εισβολή του ’74, και με πληθυσμό τότε γύρω στους 8.000 κατοίκους που σκορπίστηκαν στα ελεύθερα μέρη του νησιού.
Οπως και η Αμμόχωστος, η Μόρφου έπεσε αμαχητί. Οι Τούρκοι την βρήκαν εγκαταλελειμμένη, αφού οι κάτοικοί της φοβήθηκαν και υποχώρησαν στον Νότο.
Με το Σχέδιο Ανάν του 2004, συμπεριλαμβανόταν στις περιοχές που θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση. Τώρα, οι Τούρκοι ξεκίνησαν τη διαπραγμάτευση με ένα ξερό «όχι». Το επιχείρημά τους είναι ότι οι Τουρκοκύπριοι που μετοίκησαν στον βορρά μετά την εισβολή και εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Ελληνοκυπρίων, έχουν ριζώσει εκεί, έφτιαξαν τη ζωή τους και δεν μπορούν να φύγουν. Τους τίτλους των σπιτιών που οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν στον Νότο, και που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει εποικίσει, δεσμευόμενη ότι με λύση του Κυπριακού θα τους επιστραφούν, τους πήρε το τότε καθεστώς Ντενκτάς, δίδοντάς τους ως αντάλλαγμα σπίτια Ελληνοκυπρίων προσφύγων, τα οποία βεβαίως δεν τους ανήκουν.
Επιπλέον, στις σκληρές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται, ο Μουσταφά Ακιντζί φέρεται να έχει πει στην ελληνοκυπριακή πλευρά «μη με πιέζετε για τη Μόρφου, αν σας την δώσω, με τίποτα δεν θα περάσει από τους Τουρκοκύπριους το δημοψήφισμα». Ισχυρίζεται επιπλέον, ότι έχει ανεγερθεί και λειτουργεί καινούργιο νοσοκομείο στη περιοχή, όπως και καινούργιο πανεπιστήμιο, ενώ πολλά σπίτια και οικόπεδα έχουν πουληθεί σε Τούρκους και άλλους ξένους πολίτες. «Εχουμε επενδύσει εκατομμύρια στη Μόρφου», ακούστηκε πολλές φορές να λέει.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, προτού μπει σε σκληρή διαπραγμάτευση για αυτό το θέμα, επιμένει ότι πρώτα πρέπει να αποτυπωθούν σε χάρτη τα κριτήρια για την επίλυση του εδαφικού, και μετά να πάμε σε Πολυμερή Διάσκεψη. Το σκεπτικό είναι ότι πρέπει να καθοριστεί πόσο ποσοστό γής θα πάρει η κάθε πλευρά ώστε, βάσει αυτού, να δούμε πως ακριβώς θα γίνει η συγκεκριμένη κατανομή εδαφών – ποιος θα πάρει τι.
Οι Τουρκοκύπριοι που αποτελούν περίπου το 20% του συνολικού πληθυσμού, μετά την εισβολή του ’74 κατέχουν το 36,8% των εδαφών του νησιού. Αρχίζοντας την διαπραγμάτευση, λέγεται ότι έθεσαν ως κατώτατο όριο που θα ήσαν διατεθειμένοι να δεχτούν να κρατήσουν, το 30%. Εκχωρούν, δηλαδή, μόνο το 6,8% αυτού που παρανόμως, βάσει όλων των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, κατέκτησαν.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά λέγεται πως συζητά ποσοστό κάτω του 25%, αλλά ίσως είναι δυνατόν να υποχωρήσει μέχρι και το 28%. Η ουσία, όπως δηλώνουν άνθρωποι που έχουν άριστη γνώση του περιεχομένου των διαπραγματεύσεων, είναι ότι σε όποιο ποσοστό και εάν καταλήξουν στην εδαφική κατανομή, χωρίς επιστροφή της Μόρφου στην Ε/Κ πλευρά, δεν βγαίνει στον χάρτη άλλη έκταση που να είναι αμέσως κατοικήσιμη.
Εάν δεν δοθεί η Μόρφου, και δεδομένου ότι η Αμμόχωστος, που πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα επιστραφεί, θα μπορέσει να εποικιστεί μετά από περίπου πέντε χρόνια, αφού λόγω της σχεδόν 40χρονης εγκατάλειψής της θα πρέπει να ξανακτιστεί απ’ την αρχή, σε ενδεχόμενη λύση δεν θα επιστρέψουν παρά ελάχιστοι Ελληνοκύπριοι στις εστίες τους – κυρίως στην ορεινή Καρπασία.
Και από μόνο του, ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι αρκετό για να μην εγκριθεί σε δημοψήφισμα σχέδιο λύσης. Αν φτάσει σε δημοψήφισμα…
Σημαντικό θεωρείται και οι δύο πλευρές να αισθανθούν ότι, με την όποια προτεινόμενη λύση, θα υπάρξει «μια μικρή δικαίωση, έστω και ενός τμήματος του πληθυσμού εκατέρωθεν», όπως ανέφερε στο Protagon διπλωματική πηγή μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας στην Αθήνα.
Εκείνο, επίσης, που διευκρινίζεται από ελληνοκυπριακής πλευράς, σε σχέση με την ανοικτή διαπραγμάτευση που τώρα διεξάγεται, είναι ότι η πολιτική ισότητα που είναι το ζητούμενο, δεν συνεπάγεται και αριθμητική ισότητα. Ηδη, όπως τονίζεται και σε ξένους παράγοντες που ακόμα και τώρα ασκούν πιέσεις στην Λευκωσία για περισσότερες υποχωρήσεις, το γεγονός και μόνο ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά, που είναι το θύμα της εισβολής, και που παρόλα αυτά, κατέχοντας πληθυσμιακή και εδαφική υπεροχή, δέχεται να μιλάει για πολιτική ισότητα, είναι κάτι που καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα αποδεχόταν για τον εαυτό της εάν βρισκόταν σε παρόμοια θέση.
Ακόμα, αποσαφηνίζεται από τους Ελληνοκύπριους, ότι στην επιδιωκόμενη λύση, οι εξουσίες της κεντρικής κυβέρνησης δεν επηρεάζουν αυτό που ονομάζουν «λειτουργία της καθημερινότητας των πολιτών», όπως πχ κοινωνικές ασφαλίσεις, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, κλπ. Αυτά, θα καθορίζονται μόνο από τις αρχές των δυο συνιστωσών κρατιδίων.
Εν κατακλείδι, η πολύμηνη και εντατική διαπραγμάτευση μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων, έχει φτάσει σε σημείο πλέον που τα ήδη συμφωνηθέντα αρχίζουν να καθαρογράφονται, και οι αποκλίσεις είναι κιόλας απλωμένες στο τραπέζι, με βούληση να κλείσει το θέμα. Κάτι που θα είχε ήδη επιτευχθεί, εάν η Αγκυρα, και συγκεκριμένα ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν, δεν έπαιζε ακόμα καταλυτικό ρόλο.
Πολλοί λένε ότι, τις επόμενες εβδομάδες στην Ελβετία, και εν συνεχεία στη Λευκωσία, θα παιχτεί όχι μόνο το μέλλον της Κύπρου, αλλά και εκείνο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.