Βαυκαλιζόμασταν, κάποτε, πως «έχουμε το καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης». Αλλά, όταν αυτό ακούστηκε από επίσημα χείλη -του προέδρου του τότε ΕΣΑΚ (που το διοργάνωνε), Θεόδωρου Καρατζά- μας φάνηκε τόσο αστείο… Ολοι βλέπαμε, τι κρυβόταν πίσω από τη βιτρίνα με τους διάσημους και ακριβοπληρωμένους άσους που πατούσαν τα παρκέ μας: γήπεδα – κοτέτσια, σύλλογοι που ζούσαν με δανεικά, πρόεδροι από τη λέσχη του υπόκοσμου, χούλιγκανς που έκαναν κουμάντο στις ομάδες, γεωγραφικός υδροκεφαλισμός.
Τον καιρό εκείνον, του «λεφτά υπάρχουν», διεκδικητές του τίτλου ήταν -εκτός από τα παραδοσιακά φαβορί της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας- ο Ηρακλής, ο Πανιώνιος, το Περιστέρι, το Μαρούσι, ο Μακεδονικός. Στη θεωρία. Διότι, στην πράξη, όχι μόνο δεν πήραν Πρωτάθλημα αλλά και πλήρωσαν ακριβά τον νεοπλουτισμό τους. Σχεδόν διαλύθηκαν. Κανείς τους δεν παίζει, καν, στην εφετινή Α1.
Ο νόμος Φούρα, που με τις ευλογίες των «μεγάλων» κατάργησε την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, ήρθε να εξαφανίσει -δια παντός- κάθε υποψία ισχυρού ανταγωνισμού. Μετά τον Φούρα, ήρθε η κρίση για να μονιμοποιήσει το Πρωτάθλημα των δυο -άντε, τριών- ταχυτήτων και να κάνει ακόμα πιο ταξική την κοινωνία του ελληνικού μπάσκετ.
Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός ολοκλήρωσαν -το 2016- την κανονική περίοδο με 25-1 νίκες, έχοντας χάσει μόνον ο ένας από τον άλλον. Από το 1993, που ο Ολυμπιακός έσπασε την κυριαρχία του Αρη -και της μπασκετομάνας Θεσσαλονίκης- έχει μοιραστεί με τον Παναθηναϊκό 23 από τα 24 Πρωταθλήματα. Οι «Πράσινοι» 15, οι «Κόκκινοι» 8. Μόνον η ΑΕΚ, το 2002, έσπασε τη μονοτονία κάνοντας μια εκκωφαντική έκπληξη.
Ακόμη και στην Τουρκία, η δέκατη ομάδα της βαθμολογίας μπορεί -στην καλή της βραδιά- να νικήσει την πρώτη. Στην Ελλάδα των 18 ευρωπαϊκών τίτλων, των δυο Διηπειρωτικών Κυπέλλων και των 14 χρυσών μεταλλίων σε εθνικό επίπεδο, αυτό «απαγορεύεται». Είναι ζήτημα, αν θα βρεθεί έστω μια ομάδα σε ολόκληρη την κανονική περίοδο να «ενοχλήσει» τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Οι «αιώνιοι» έχουν μετατρέψει τους αγώνες της Α1 σε δυνατές προπονήσεις εν όψει Εuroleague. Κι αν κάπου την πατήσουν, θα φταίει το νέο, εξοντωτικό ευρωπαϊκό καλεντάρι.
Αλλά, ακόμη κι αν… έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του, και ένας τρίτος κατάφερνε να τους αρπάξει την πρώτη ή τη δεύτερη θέση, θα ήταν ένας κενός θρίαμβος. Για την Ευρωλίγκα των εγγυημένων συμβολαίων -που αναβαθμίζεται και τάζει στα μέλη της όλο και περισσότερο χρήμα- πάλι ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός θα ήταν οι περιούσιοι πρωταθλητές. Είναι μια αναπηρία του μπάσκετ, την οποία -δυστυχώς- οι ισχυροί του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου βλέπουν με συμπάθεια.
Τα μυστήρια της σεζόν, λοιπόν, είναι μετρημένα κουκιά: Ποιος από τους δυο θα κατακτήσει τον τίτλο, ποιος θα τερματίσει τρίτος (η ΑΕΚ ή ο Αρης), και ποιοί θα υποβιβαστούν. Μόνο στην «ουρά» της βαθμολογίας περιμένουμε κάποιες συγκινήσεις, αν οι «αδύναμοι κρίκοι» της εφετινής Α1 αντέξουν ώς το τέλος. Και, το χειρότερο; Τα πάντα θα κριθούν, πάλι, μέσα σε ένα μήνα. Ο τίτλος, αλλά και η τρίτη θέση, θα καταλήξει σε όποιον βρεθεί -τότε- σε καλό φεγγάρι. Νωρίτερα θα παιχτεί μόνον το πλεονέκτημα έδρας. Ε, και; Πριν από πέντε μήνες, στους Τελικούς της περασμένης σεζόν, στα τρία από τα τέσσερα ματς έχασε ο γηπεδούχος.
Ενα πρωτάθλημα για «δυο», το οποίο -στην ουσία- έχει ενδιαφέρον μόνο στις τελευταίες του εβδομάδες. Γιατί, άραγε, προσελκύει τόσους φιλάθλους, οι οποίοι πληρώνουν από το υστέρημά τους για να (μισο)γεμίσουν τα Κλειστά του; Ενας λόγος είναι οτι το μπάσκετ κυλάει στο αίμα μας. Είναι μια αγαπημένη συνήθεια. Ενας άλλος, οτι -αντιθέτως με το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα- προσφέρει θέαμα. Δεν χρειάζεται να παίζουν δυο πολύ καλές ομάδες – αρκούν δυο τρεις εξαιρετικοί παίκτες. Ο κυριότερος, όμως, είναι οτι αυτό το πρωτάθλημα δεν έχει χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία.
Στο μπάσκετ, δεν υπάρχει η αμαρτωλή ΕΠΟ, δεν έχουμε «σκιές» προσυμφωνημένων αγώνων, εγκληματικές οργανώσεις και ποινικές δίκες, τα λάθη των διαιτητών αντιμετωπίζονται με μικρότερη καχυποψία, ο χουλιγκανισμός είναι η εξαίρεση, οι παράγοντές του έχουν άλλο επίπεδο. Ακόμη και οι ρεπόρτερς, σε σύγκριση με τους ποδοσφαιρικούς συναδέλφους τους. Ο -γνωστός για τις εκρήξεις κυκλοθυμίας του- Δημήτρης Γιαννακόπουλος πήγε στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού, να συγχαρεί τους Αγγελόπουλους για την κατάκτηση του τίτλου. Θα το έκανε, ποτέ, ο Γιάννης Αλαφούζος; Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι συμφώνησαν να μην ισχύσει η απαγόρευση εισόδου του Γιαννακόπουλου στα γήπεδα. Θα το έκανε, ποτέ, ο Βαγγέλης Μαρινάκης;
Στην αξιοπιστία του μπάσκετ βοηθάει και η απουσία μεγάλων οικονομικών πειρασμών. Ακόμη και ο ιδιοκτήτης της ομάδας που θα κατακτήσει τον τίτλο, θα ξοδέψει -από την τσέπη του- πολύ περισσότερα απ’ όσα θα εισπράξει. Αν και επαγγελματική, η Basket League διατηρεί τον ρομαντισμό του ερασιτέχνη παράγοντα που πληρώνει το χόμπι του, την αγαπημένη του ομάδα. Είτε πρόκειται για πλούσιες οικογένειες όπως οι Γιαννακόπουλοι και οι Αγγελόπουλοι, είτε για «απλούς» ξενοδόχους, βιοτέχνες ή ιδιοκτήτες αλυσίδας καφέ.
Στην Ελλάδα της συνωμοσιολογίας, η Basket League έχει καταφέρει να παραμείνει -όσο το δυνατόν- «καθαρή». Αποκεντρωμένη, με ομάδες από τέσσερα διαφορετικά νησιά και εννέα στις 14 από την περιφέρεια (μαζί με το Λαύριο). Ελληνική, με 13 στους 14 προπονητές και το 58% των παικτών να είναι «δικοί μας». Για να γίνει και ανταγωνιστική, χρειάζεται και λίγος αλτρουισμός. Να «πουλήσουν» όλοι μαζί. Εφέτος, που πάλι δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν, θα εισπράξουν από τους κεντρικούς χορηγούς (δυο στοιχηματικές εταιρείες) μόλις τέσσερα εκατομμύρια, για ένα προϊόν το οποίο -σε όρους συνολικού μπάτζετ- κοστίζει σχεδόν 40 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.