Εξι χρόνια, τέσσερις μήνες και 14 ημέρες. Τόσος χρόνος πέρασε για να ξεκινήσει η δίκη για τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της Marfin στην οδό Σταδίου που εκείνη τη «μαύρη» 5η Μαΐου του 2010 είχε κοστίσει τη ζωή τριών νέων ανθρώπων.
Η έναρξη της δίκης ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προγραμματίστηκε για σήμερα, Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016. Οι ημερομηνίες δεν χρησιμοποιούνται πληθωριστικά. Εχουν τη σημασία τους. Για το πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, για το πόσο γρήγορα κινούνται οι διωκτικές αρχές, για το πόσο μνήμη έχουμε πια ως λαός. Πέρασαν 2.329 ημέρες μέχρι να καθήσουν στο εδώλιο οι κατηγορούμενοι για τον εμπρησμό του υποκαταστήματος της Marfin, αλλά και για την βομβιστική επίθεση στο βιβλιοπωλείο Ιανός – ήταν δύο επιθέσεις που είχαν γίνει κατά την διάρκεια συλλαλητηρίου για το πρώτο Μνημόνιο, τον Μάιο του 2010. Τόσες μέρες χωρίς δικαίωση για τα θύματα, χωρίς να έχουμε βγει από τα Μνημόνια ως χώρα, ακόμα και η Marfin δεν υπάρχει πια ως τραπεζική φίρμα…
Στο εδώλιο του Πρωτοβάθμιου Κακουργιοδικείου κάθονται ο Θ.Σ., 34 ετών, που σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών είναι, μαζί με άλλους δύο άγνωστους, δράστης της επίθεσης με μολότοφ κατά του υποκαταστήματος της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, και ο 34χρονος Π.Α., που φέρεται υπαίτιος για την επίθεση στον «Ιανό» μαζί με άλλους τρεις άγνωστους δράστες.
Εξι και πλέον χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα που είχαν σημαδέψει το συλλαλητήριο για την εισαγωγή της χώρας σε καθεστώς μηχανισμού στήριξης, και έπειτα από αρκετές αναβολές της δίκης, οι συγγενείς των θυμάτων βρίσκονται στο δικαστήριο αναμένοντας να αποδοθεί Δικαιοσύνη για τον φρικτό θάνατο της εγκύου Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, της Παρασκευής Ζούλια και του Επαμεινώνδα Τσάκαλη, εντός του φλεγόμενου καταστήματος της τράπεζας.
Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν, κατά περίσταση, αδικήματα για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, έκρηξη, κατασκευή και κατοχή εκρηκτικής βόμβας και απρόκλητη φθοράς ξένης περιουσίας.
Και οι δύο κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.
Τι λέει το παραπεμπτικό βούλευμα
Το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δέχεται ότι: «Στην Αθήνα στις 5/5/2010 ο Θ.Σ, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ενεργώντας εκ προθέσεως και από κοινού με έτερους δύο άγνωστους… ενεργώντας κατόπιν συναποφάσεως με κοινή δράση και κοινό ανθρωποκτόνο δόλο και γνωρίζοντας ότι εντός του επί της οδού Σταδίου αριθ.23 στην Αθήνα κείμενου διώροφου κτιρίου ευρίσκοντο άνθρωποι, αφού εις εκ των δύο αυτών άγνωστων δραστών έθραυσε τους υαλοπίνακες της προσόψεως του εν λόγω διώροφου κτιρίου, στο ισόγειο του οποίου στεγαζόταν το υποκατάστημα της ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “MARFIN-EGNATIA BANK”, και ο έτερος δράστης περιέβρεξε με εύφλεκτο υγρό εσωτερικά, τμήμα της αριστερής πλευράς του ισόγειου χώρου του εν λόγω κτιρίου, ο Θ. Σίψας εκσφενδόνισε εντός του κτιρίου αυτού ενεργοποιημένο αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό-βόμβα μολότοφ, προξενώντας έκρηξη και εντεύθεν πυρκαγιά εντός του ως άνω κτιρίου, εξαιτίας της οποίας ως μοναδικής ενεργούς αιτίας επήλθε ο θάνατος της εγκύου Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, της Παρασκευής Ζούλια και του Επαμεινώνδα Τσάκαλη» και ο τραυματισμός πολλών άλλων.
«Στοχοποίηση»
Ο κατηγορούμενος για την υπόθεση της Marfin από την αρχή της δίωξης του αρνείται τις κατηγορίες και αμφισβητεί τα στοιχεία της Αστυνομίας βάσει των οποίων παραπέμφθηκε για τον εμπρησμό. Σύμφωνα με την υπεράσπιση του, ο κατηγορούμενος ουσιαστικά «στοχοποιήθηκε» από τις διωκτικές αρχές λόγω των πολιτικών απόψεων του, με «μοναδικό στοιχείο σε βάρος του» μία ανώνυμη επιστολή, ενώ επισημαίνονται «σοβαρότατες παρατυπίες» και αγνόηση καταθέσεων, φωτογραφιών και βίντεο που εμφανίζουν τον κατηγορούμενο να βρίσκεται πολύ μακρύτερα από την τράπεζα την επίμαχη στιγμή της βομβιστικής επίθεσης.
Μετά την απολογία του στον ανακριτή είχε προκύψει διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα για την προφυλάκισή ή μη, με την εισαγγελική λειτουργό να τάσσεται υπέρ της κράτησης του και τον ανακριτή να θεωρεί πως δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί η προφυλάκιση.
Τη θέση του ανακριτή είχε υιοθετήσει και το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που είχε κληθεί να άρει τη διαφωνία ανακριτή-εισαγγελέα, και έτσι ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί ελεύθερος.