Ταξιδεύεις στην Ελλάδα για ένα συνέδριο που πραγματοποιείται κάθε δύο χρόνια: «EuroMaintenance 2016». Ολα τα μυστικά για τη συντήρηση επιχειρήσεων και την εξεύρεση πόρων ανταλλάσσονται ανάμεσα στους επιχειρηματίες σε αυτές τις συγκεντρώσεις. Φέτος (31 Μαΐου με 1 Ιουνίου) γίνεται στη «ζωντανή» Αθήνα, όπως γράφει ο υπεύθυνος στην πρόσκληση που δέχθηκες. Στην Αθήνα που γνωρίζεις τι έχει τραβήξει τα τελευταία επτά χρόνια, ξέρεις πόσες επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτο και πόσοι νέοι ή μεγάλοι έχουν φύγει για το εξωτερικό, ξέρεις ότι ειδικά αυτές τις μέρες η πόλη περιμένει πολλά από τον τουρισμό.
Θα κλείσεις δυο τρεις βραδιές παραπάνω να χαρείς τη «ζωντανή» πόλη. Τη βρίσκεις στα καλύτερά της. Είναι αστραφτερή, ευτυχώς τα μέσα μεταφοράς λειτουργούν κανονικά κι ο ήλιος καίει. Και το ξενοδοχείο; Αυτό είναι από τα καμάρια της Αθήνας. Κάποτε, τότε λεγόταν ακόμα Ledra Marriott, συναγωνιζόταν γι’ αυτόν τον ρόλο το άλλο κοσμικό στοιχείο της Συγγρού, το Intercontinental. Από το 2013, όταν ολοκληρώθηκε η τριακονταετής διαχείριση της μονάδας από την αμερικανική αλυσίδα, λέγεται Athens Ledra. Στη λεωφόρο Συγγρού, λοιπόν, δυο βήματα από την Ακρόπολη, με θέα τον βράχο από το μπαλκόνι και την πισίνα του όγδοου όροφο και μερικά χιλιόμετρα από την παραλιακή και το λιμάνι του Πειραιά.
Μέσα είναι λαμπερό. Γυαλιστερά πατώματα, φωτεινοί χώροι, ορχιδέες, ευρύχωρα δωμάτια -κάποια τόσο πολύ που φιλοξενούν δύο διπλά κρεβάτια- απαλά χρώματα με χρυσοκίτρινες πινελιές και κλαδιά μπαμπού στα μπάνια. Και ένα εστιατόριο για το οποίο όλοι σου λένε ότι κάπου ανάμεσα στα «meetings» και τις εξορμήσεις σου στο κέντρο πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθείς. Για την ακρίβεια αυτό ήταν κάποτε το καμάρι της Αθήνας. Το Kona Kai έφερε το σούσι και την πολυνησιακή κουζίνα στην ελληνική πρωτεύουσα τη δεκαετία του 1980, μαζί με τα Mai Tai, τις Pina Colada και τα ανατολίτικα διακοσμητικά.
Μπορεί να σου φανεί λίγο κιτς, στην αρχή τουλάχιστον. Πάντως θα χαμογελάσεις βλέποντας τις φωσφορίζουσες αφίσες με τους καταγάλανους ουρανούς και φοίνικες ή τα μπολ με τις χαβανέζικες φιγούρες, τα ποτήρια με τα ανάγλυφα τοτέμ και άνετες καρέκλες. Αυτό είναι το εστιατόριο των σταρ, των υπουργών των επιχειρηματιών και εκεί βρίσκεται η πρόσφατη ιστορία της κοσμικής Αθήνας των δεκαετιών του 1980 και 1990.
Και το προσωπικό του ξενοδοχείου είναι υπέροχο. Οχι μόνο γιατί οι άνθρωποι κάνουν τη δουλειά τους, αλλά γιατί έχουν εμπειρία και αυτό φαίνεται. Από τους 150 μόνιμους οι περισσότεροι εργάζονται εκεί από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας, το 1983. Παρότι πλέον είναι πολύ λιγότεροι από τους 350 που ήταν κάποτε, και αναγκαστικά ένας κάνει τη δουλειά τριών ατόμων, ξέρουν πολύ καλά πώς να λειτουργούν σε ένα ξενοδοχείο που κάνει συνέδρια συχνά και είναι πλήρες ακόμα συχνότερα. Κι όμως, κάτι δεν πάει καλά. Γιατί την πρώτη μέρα του συνεδρίου βλέπεις συγκεντρωμένους έξω από το ξενοδοχείο κάποιους από τους εργαζομένους. Κρατούν πανό. Ρωτάς τη ρεσεψιόν και σε πληροφορεί ότι «κάνουν απεργία», ότι «υπάρχει μία μικρή αναστάτωση» και «θα σας ενημερώσουμε για τις εξελίξεις». Λίγο αργότερα διαβάζεις μία ανακοίνωση που έρχεται σε χαρτί στο δωμάτιό σου: «Το ξενοδοχείο αναστέλλει τη λειτουργία του από την 1η Ιουνίου».
«Δεν πανικοβλήθηκα ιδιαίτερα», μας εξήγησε την επόμενη μέρα, Τετάρτη 1η Ιουνίου, ένας από τους συνέδρους που έχει ταξιδέψει με τη σύζυγό του από την Ισλανδία. Μπήκε στον ιστότοπο booking.com και βρήκε άλλο ξενοδοχείο για να περάσει τις δύο μέρες που του απέμειναν στην Αθήνα. Τον συναντήσαμε στην αίθουσα με το μπουφέ, γύρω στις 14:00, πριν αρχίσει η επόμενη ομιλία σε μία από τις πολλές ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες («Υδρα», «Πόρος», «Σπέτσες» κ.λπ.). Αυτός, γύρω στα 40, ήταν ο πιο ψύχραιμος από τους επισκέπτες που έτυχε να ζήσουν την «μαύρη» μέρα του ξενοδοχείου, την ημέρα που οι εργαζόμενοι έκαναν επίσχεση και η διεύθυνση αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του, να «διώξει» ευγενικά τους φιλοξενούμενούς του και να ανακοινώσει ότι αδυνατεί να δεχθεί άλλους.
«Δεν είναι ευχάριστη πρώτη εμπειρία στην Ελλάδα, γιατί πολλοί έρχονται από Κίνα ή Αυστραλία για πρώτη φορά», δήλωσε στο Protagon ένας άλλος σύνεδρος, Ελληνας, που εργάζεται στην πολυεθνική Schneider Electric και συζήτησε με πολλούς συναδέλφους του από το εξωτερικό. Ηρθαν στη χώρα ακούγοντας ότι η Ελλάδα αναμένει πολλά από τον τουρισμό αυτή τη χρονιά -την ίδια μέρα ανακοινώθηκε ότι θα σπάσει ένα ρεκόρ αφίξεων το 2016- και τελικά έζησαν τον ελληνικό τουρισμό στη χειρότερη μορφή του. Εμαθαν ότι περισσότεροι από 150 άνθρωποι εργάζονται τους τελευταίους δύο μήνες χωρίς να έχουν πληρωθεί. Ενα ιστορικό, πολυτελές ξενοδοχείο πνίγεται στα χρέη -περίπου 33 εκατ. ευρώ οφείλει μόνο στην Alpha Bank. Πιθανότατα αυτό θα ήταν και το τελευταίο του συνέδριο.
Οση ώρα πηγαινοέρχονταν στη ρεσεψιόν οι πελάτες ρωτώντας αν υπάρχουν εξελίξεις, κάποιοι εμφανώς εκνευρισμένοι, περίπου 20 από τους 150 εργαζόμενους που προχώρησαν σε επίσχεση -«ευτυχώς πριν ανακοινωθεί η διακοπή της λειτουργίας», όπως μας είπε ένας από αυτούς- βρίσκονταν συγκεντρωμένοι έξω από το ξενοδοχείο. Γνώριζαν εδώ και καιρό ότι υπήρχαν οικονομικά προβλήματα. Αλλωστε το 2015 είχαν αρχίσει κάποιες διαδικασίες πλειστηριασμού, αλλά τελικά το ξενοδοχείο παρέμεινε στην ιδιοκτησία του ομίλου Παρασκευαΐδη. «Παντού χρωστάγανε, το ξέραμε», τόνισε με θλιμμένο ύφος η 55χρονη Βάσω που εργάζεται στο ξενοδοχείο από το 1983, παρευρέθηκε ακόμα και στα εγκαίνια. «Αλλά δεν περιμέναμε να διακοπεί η λειτουργία τώρα, ξαφνικά», εξήγησε. Μάλιστα πριν από δύο εβδομάδες η διεύθυνση τους είχε ενημερώσει για ένα «σχέδιο σωτηρίας». Αλλά ούτε κάποιο πλάνο εφαρμόστηκε, ούτε καν πήραν οι εργαζόμενοι το δώρο του Πάσχα.
«Ας μας έδιναν τουλάχιστον αυτό (το δώρο του Πάσχα) για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να δουλεύουμε, γιατί εμείς αυτό θέλαμε», είπε ένας που εργάζεται 13 χρόνια στην επιχείρηση. Υστερα συσπειρώθηκαν γύρω από τον εκπρόσωπό τους τον «Μπάμπη» (Μπάμπης Ντότσικας), ο οποίος τους έδινε οδηγίες για τα επόμενα βήματά που πρέπει να κάνουνε, τη διαδήλωση διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Εργασίας και την ανάγκη να βρίσκονται συνεχώς κάποιοι εργαζόμενοι μέσα στο ξενοδοχείο. Αλλά μόνο ο «Μπάμπης» έδειχνε πεπεισμένος ότι θα πάρουν το επίδομα βοηθείας των 1.000 ευρώ που διεκδικούν ή ότι θα συνεχίσουν να εργάζονται στο ίδιο ξενοδοχείο, όποια κι αν είναι τελικά η μοίρα του.