«Και πώς ξέρεις κύριε Γιάννη τι έχει μέσα κάθε σακούλα;» Μέσα της δεκαετίας του ’90, στο γραφείο του Γιάννη Κυριακίδη στην Τσιμισκή. Γύρω μου υπάρχουν δεκάδες πλαστικοί σάκοι γεμάτοι φωτογραφίες και αρνητικά. Χιλιάδες εικόνες πάνω σε χαρτί, μέσα σε φιλμ. Να βάζεις το χέρι μέσα και να βγάζεις μαργαριτάρια, σαν βουτηχτής της ιστορίας. Να πιάσεις την άφιξη του Ντε Γκολ;. Τη δολοφονία του Λαμπράκη ή την εκτέλεση του Παγκρατίδη; Και εγώ να επιμένω: «πώς ξέρεις κύριε Γιάννη τι έχει μέσα κάθε σακούλα;» Ελεγε ότι ήξερε. Τον πίστευα. Δικά του κλικ ήταν. «Και αν πιάσει μία φωτιά; Πρέπει να ψηφιοποιήσεις το αρχείο» του είπα. «Σκάσε γρουσούζη, σκάσε. Ασχολείται η κόρη μου…» Τότε ο Κυριακίδης είχε περάσει τα 70, ηλικία που σε βάζει σε μαύρες σκέψεις, ειδικά όταν ο άνθρωπος κάθεται πάνω σε ένα φωτογραφικό αρχείο ανεκτίμητης αξίας. Εζησε άλλα είκοσι χρόνια.
Πέθανε το πρωί της Δευτέρας σε ηλικία 92 ετών (γεννήθηκε το 1924). Είναι αλήθεια, δεν είναι πλάκα. Πριν από μερικά χρόνια θα ρωτούσα αν είναι κάτι που έστησε ο Δημήτρης Γουσίδης με τον Παναγιώτη Σπύρου – ο δημοσιογράφος και ο καρδιοχειρουργός. Οι δυο τους, μαζί με τον επιχειρηματία Αντώνη Δούδο είχαν σκαρώσει στον Κυριακίδη φάρσες για τις οποίες μιλούσε όλη η πόλη. Του έχτισαν την πόρτα του γραφείου. Δημοσίευαν ελκυστικές αγγελίες με το τηλέφωνο του. Τύπωσαν φύλλο της «Μακεδονίας» με νικητήριο αριθμό του λαχείου εκείνον που είχε αγοράσει ο Κυριακίδης. Όμως ο Γουσίδης και ο Σπύρου είναι εδώ και χρόνια μακαρίτες. Τώρα πάει και η Αρκούδα (το παρατσκούκλι του) κάτω από το νοτισμένο χώμα της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχει Θεσσαλονικιός δημοσιογράφος που να μην έχει αναμνήσεις από τον Γιάννη Κυριακίδη. Αν υπάρχει, είτε δεν είναι δημοσιογράφος, είτε δεν είναι Σαλονικιός. Θυμάμαι να με σέρνει, όπως κυρία το σκυλάκι της, στη Μοδιάνο, στο πρώτο μου ρεπορτάζ δρόμου –ήταν για την πασχαλινή αγορά. Εννοείται ότι το έκανε ο Κυριακίδης. Σταμάτησε πέντε ανθρώπους, έβγαλε «κεφαλάκια», πήγαμε σε δύο-τρεις εμπόρους, τελειώσαμε σε λίγα λεπτά. Αν ήθελα να ήμουν δημοσιογραφική συνεπής, θα αγνοούσα τη δυσθυμία για τις τιμές ή την αγωνία του κρεοπώλη. Η είδηση ήταν, απλώς, ο Κυριακίδης στη Μοδιάνο. Ηταν ο ηλεκτρισμός, η ευθυμία, η φασαρία που προκαλούσε η παρουσία του.
Οι περισσότεροι από σας έχετε συνδέσει τον Κυριακίδη με τη σκάλα που κουβαλούσε πάντα μαζί του, ειδικά στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης. Η πρακτική που εκνεύριζε τους συναδέρφους του, όμως έκανε τους πρωθυπουργούς να σταθούν υπομονετικά. Η βραχνή φωνή της Αρκούδας έδινε παραγγέλματα. Από ένα σημείο και μετά όλο αυτά ταυτίστηκε τόσο πολύ με τη Θεσσαλονίκη που ήταν σαν να σου μιλάει ο Λευκός Πύργος. Για αυτό και δεν τον ένοιαζε και τόσο αν αργούσε ή αν έχανε το θέμα. Ο Κυριακίδης δεν είχε πρόβλημα, εν ανάγκη θα το έστηνε. Τον έχω δει σε νεκροταφείο να μετακινεί γιαγιά να κλάψει σε άλλο τάφο για να του κάτσει καλύτερα το κάδρο. Εχει βάλει υπουργό να ξανακόψει την κορδέλα των εγκαινίων. Κατέβασε τον βασιλιά Κωνσταντίνο από το άλογο για μία αποκλειστική φωτογράφιση.
Δεν αλλοίωνε την αλήθεια, την υποχρέωνε, όμως, να κάνει μικρούς συμβιβασμούς μαζί του. Δεν μπορούσε να γίνει και αλλιώς. Φωτογράφισε μία εποχή χωρίς τηλεόραση, τότε που οι εφημερίδες είχαν να πουν και να δείξουν όλη την ιστορία. Σήμερα οι φωτορεπόρτερ μπορούν να έχουν καλλιτεχνική άποψη πάνω στο θέμα. Τότε έπρεπε πρώτα να έχουν το θέμα. Γρήγορα. Και μετά να τυπώσουν τις εικόνες και να τις αφήσουν στις εφημερίδες ή να τρέξουν στο αεροδρόμιο να προλάβουν το αεροπλάνο. Υπάρχουν, λοιπόν, φωτογραφίες του Κυριακίδη που είναι τόσο «ωμές», ώστε γίνονται τέχνη. Και από ένα σημείο και μετά, με όπλο το θράσος και την αναγνωρισιμότητα του, κατάφερε να έχει λήψεις που οι άλλοι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν. Ολοι έστηναν τον φακό τους κάτω από το βήμα της ΔΕΘ. Ο Κυριακίδης θα έφτανε ως τη μύτη του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ηταν πεισματάρης, συχνά στριφνός. Με ένα πούρο στο στόμα. Το «Αρκούδα», λένε, του το έδωσαν στη Μακρόνησο. Ποιος ξέρει… Χαρακτηριστικός Σαλονικός, αγαπούσε την πόλη του με εκείνο το σωβινισμό που εκπορεύεται από το παράπονο του αδικημένου. Ο Μπουτάρης πρέπει να του δώσει ένα δρόμο στο όνομά του. Εστω ένα σοκάκι. Αλλιώς η μουρμούρα του θα πέφτει στην πόλη σαν την υγρασία που πιάνει μετά του Αι Δημήτρη.