Ρομάντζο σε ντο μείζονα. Αγρια ερωτικό ή ερωτικά άγριο. Κυκλοθυμικό, τολμηρό, τόσο γερά κρατημένο από την απομυθοποιητική οπτική του σκηνοθέτη του. Ο Αντρέι Ζουλάφσκι, την Τετάρτη, μας άφησε την τελευταία σεκάνς της πολυτάραχης ζωής του ως παρακαταθήκη. Χτυπημένος από τον καρκίνο, πέθανε στα 75 του, αλλά πώς μπορεί να χαθεί ένας σκηνοθέτης που γύρισε (μεταξύ άλλων) την ταινία-σταθμό «Σημασία έχει να αγαπάς»;
Εκεί, στα 1975, ο Πολωνός γυρίζει τη συγκεκριμένη ταινία που δεν είναι τίποτα άλλο από μια ερωτική φούγκα με την Ρόμι Σνάιντερ να παίζει το ρόλο της ζωής της. Ισως γι’ αυτό ο Βασίλης Ραφαηλίδης, αναφερόμενος στον Ζουλάφσκι, του προσέδωσε τον χαρακτηρισμό του «ερωτικού, απόλυτα ερωτικού». Το magnum opus του πολωνού είναι ένα σχόλιο για τις σχέσεις, αλλά και για την αξία της τέχνης στις ζωές των ανθρώπων.
Γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1940 στην πόλη Λβοβ που τώρα βρίσκεται στα ουκρανικά σύνορα, τότε όμως ανήκε στην Πολωνία. Η καλλιτεχνική φύση του ήταν αποτέλεσμα της οικογενειακής παράδοσης. Ο πατέρας του ήταν διπλωμάτης και για χρόνια ήταν αναγκασμένος να γυρνάει από χώρα σε χώρα. Από πέντε χρονών, ο Αντρέι θα βρεθεί στο Παρίσι και θα σπουδάσει στη Σορβόννη. Στα χρόνια του πολέμου, η οικογένειά του περνάει άσχημα, ενώ ο μικρός Αντρέι σώθηκε από θαύμα όταν μια βόμβα έσκασε πολύ κοντά του. Η μεγάλη επανάσταση του Αντρέι γίνεται στην εφηβεία του όταν αποφασίσει να φύγει για τη Γαλλία με σκοπό να σπουδάσει κινηματογράφο και φιλοσοφία. Εκεί θα γνωρίσει το άλλο σπουδαίο τέκνο της Πολωνίας, τον σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα με τον οποίο θα συνδεθεί φιλικά, να γίνει ο βοηθός σκηνοθέτη του και θα επηρεαστεί καταλυτικά από την παρουσία του.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ξεκινάει η λεγόμενη πολωνική περίοδος της φιλμογραφίας του με τις ταινίες «Pavoncello», «The Story of a Triumphant Love» και το «Τρίτο μέρος της νύχτας». Το 1972 θα γυρίσει την ταινία «Diabel» που θα δημιουργήσει ουκ ολίγα προβλήματα στη χώρα του και τελικά θα απαγορευτεί η προβολή της.
Δεν ήταν, όμως, η μόνη που του προκάλεσε έντονη αναστάτωση. Το 1978 θα προσπαθήσει να γυρίσει το «On the Silver Globe», μια ταινία υψηλών απαιτήσεων που όμως δεν είχε την απαιτούμενη χρηματοδότηση, ενώ το σενάριο ήταν λαβυρινθώδες. Τελικά, έπειτα από τιτάνιες προσπάθειες, ξεκίνησε να την γυρίζει, αλλά το υπουργείο Πολιτισμού της χώρας του επενέβη για να του την πετσοκόψει. Για μεγάλο διάστημα άφησε την ταινία εν υπνώσει και την έπιασε ξανά δέκα χρόνια μετά, στα χρόνια της Περεστρόικα, και τότε πείστηκε να την ολοκληρώσει. Και πάλι, όμως, τεχνικά αυτό δεν γινόταν όπως ακριβώς θα ήθελε. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε το 1988 στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά η υποδοχή της από τους κριτικούς ήταν «παγωμένη».
Εκείνη την περίοδο, όμως, ο Ζουλάφσκι είχε διάφορα προσωπικά ζητήματα να τον απασχολούν – πολύ σοβαρότερα από τον κινηματογράφο. Ο γάμος του με την πανέμορφη ηθοποιό Μαλγκορζάτα Μπράουνεκ έφτανε στο τέλος του (το 1971 είχαν αποκτήσει έναν γιο, τον Ξαβερί), καθώς του είχε κλέψει την καρδιά η Σοφί Μαρσό, με την οποία επίσης είχε μια θυελλώδη σχέση.
Τη δεκαετία του ’80 θα δουλέψει εξ ολοκλήρου στη Γαλλία και θα γυρίσει τις ταινίες «Μια γυναίκα δαιμονισμένη» με πρωταγωνίστρια στην Ιζαμπέλ Ατζανί, τη «Δημόσια Γυναίκα» με την Βαλερί Καπρίσκι και την «Ερωτική Τρέλα» με την αγαπημένη του Σοφί Μαρσό. Ολες οι πρωταγωνίστριες του απέκτησαν άλλη υφή μέσα από τις ταινίες του – οι ρόλοι που τους έδωσε αποτέλεσαν και αποτελούν σημαντικό κομμάτι στην καριέρα τους.
Με την Σοφί Μαρσό, ο Ζουλάφσκι θα γυρίσει άλλες τρεις ταινίες: «Οι Νύχτες μου είναι πιο όμορφες από τις μέρες σας», «La Note Bleue» και «La Fidelite» που ήταν και το κύκνειο άσμα του με τον κινηματογράφο, αλλά και τη Μαρσό (απέκτησαν ένα γιο και χώρισαν το 2001 έπειτα από 17 χρόνια σχέσης).
Πέραν του κινηματογράφου, ο Ζουλάφσκι έγραψε ουκ ολίγα βιβλία (23 τον αριθμό), ενώ οι κινηματογραφικές διακρίσεις του ήταν η υποψηφιότητα για το Χρυσό Φοίνικα των Καννών με το «Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη» το 1981, η υποψηφιότητα για το βραβείο του τμήματος Un Certain Regard για το «On the Silver Globe» το 1988, δυο βραβεία (Επιτροπής και κοινού) στο Φεστιβάλ του Μοντρεάλ για το «Η Δημόσια Γυναίκα» το 1984 και κάποιες δευτερεύουσες ακόμη σε Fantasporto, Camerimage και Σάο Πάουλο.
Στη συνέχεια τον βρήκε ο καρκίνος και ανέστειλε όποια σχέδια είχε στο μυαλό του. Τον θάνατό του επιβεβαίωσε συνεργάτης του, ενώ προ ημερών υπήρχε μια ανάρτηση του γιου του, Ξαβερί, στο Facebook που δεν άφηνε περιθώρια για αισιοδοξία. Ο πολωνός κριτικός κινηματογράφου, Γιάνους Βρομπρέφσκι, είπε για την απώλεια του Ζουλάφσκι: «Ηταν ένας επιδραστικός και πρωτοπόρος σκηνοθέτης των καιρών μας. Ανέπτυξε τη δική του γλώσσα – εντελώς προσωπική και αυθεντική. Ηταν προκλητικός και έσπασε πολλούς πολωνικούς μύθους. Ηταν από τους ανθρώπους που έφεραν τον ερωτισμό στις ταινίες του. Αυτή τη στιγμή οι ταινίες του είναι κλασικές, αν και πολλές από αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αβάντ γκαρντ».
Από την μεριά του, ο πρόεδρος της Εταιρείας Πολωνών Σκηνοθετών, Γιάτσεκ Μπρόμσκι, επισήμανε: «Ηταν ένας αυθεντικός καλλιτέχνης, ορισμένες φορές αμφιλεγόμενος, αλλά πάντα αληθινός με τον εαυτό του».