O Βαγγέλης Βενιζέλος επισημαίνει τις παθογένεις των ευρωπαϊκών μηχανισμών | Menelaos Myrillas / SOOC
Επικαιρότητα

Γιατί το Μνημόνιο ήταν η μόνη λύση

Με μία εκτενή μελέτη, ο Βαγγέλης Βενιζέλος επισημαίνει ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης πέραν του Μνημονίου. Αλλωστε και οι θεσμοί της Ευρώπης αλλά και η νομολογία των κρατών-μελών δεν είχαν προετοιμαστεί για μια κρίση αυτής της κλίμακας
Protagon Team

Το τρίτο Μνημόνιο επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρχε άλλη λύση για την ελληνική κρίση χρέους, πέρα από την πολιτική που υιοθετήθηκε και τα προηγούμενα χρόνια, από το 2010 ως το 2015. Ωστόσο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν κατάφερε να διατυπώσει πρόταση για την υπέρβαση της κρίσης καθώς τα κόμματα που την αντιπροσωπεύουν είχαν να διαχειριστούν και να υπερασπιστούν εθνικά συμφέροντα.

Πρόκειται για τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης του Βαγγέλη Βενιζέλου με θέμα «Μετασχηματισμοί του κράτους και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης. Η ελληνική περίπτωση». Η μελέτη δημοσιεύεται από το Center for European Policy Studies των Βρυξελλών.

Σύμφωνα με τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης, η δημιουργία της ευρωζώνης «κλείδωσε» πολλές από τις ανισότητες των κρατών-μελών. Οι ανισότητες αυτές μεταφέρθηκαν στο νέο περιβάλλον του ευρώ, με κορυφαία, βέβαια τη διάκριση μεταξύ «ενάρετων» και «άσωτων κρατών». «Η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε ως κρίση δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική από το 2008 και μετά, οδήγησε αρχικά στην εφαρμογή ad hoc προγραμμάτων στήριξης και στη συνέχεια στην εισαγωγή νέων μηχανισμών  οικονομικής διακυβέρνησης που προφανώς ενισχύουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ιδίως την ενοποίηση της ευρωζώνης, παραλλήλως όμως αναδεικνύουν νέες σημαντικές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών με κορυφαία τη διάκριση μεταξύ “δημοσιονομικά ενάρετων” κρατών που δανείζουν και “δημοσιονομικά άσωτων” κρατών που δανείζονται», σημειώνεται χαρακτηριστικά.

«Ολες αυτές οι εξελίξεις από το 2008 έως σήμερα επηρέασαν βαθύτατα και τη σχέση των εθνικών συνταγμάτων των κρατών-μελών με το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο, όπως φαίνεται στην εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ αλλά και των συνταγματικών ή ανωτάτων δικαστηρίων των κρατών – μελών. Αυτών που υπήχθησαν σε προγράμματα (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία), αλλά και αυτών που λόγω μεγέθους κλήθηκαν να διαχειριστούν την ευρύτερη κρίση της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο της» επισημαίνεται στη μελέτη.

Ο μελετητής αναγνωρίζει ως την «πιο σημαντική ιδεολογικοπολιτική εξέλιξη» την «αδυναμία της ευρωπαϊκής “κυβερνητικής” σοσιαλδημοκρατίας να διατυπώσει μια συνεκτική προοδευτική πρόταση»

Το αποτέλεσμα ήταν η σχετική νομολογία να αντιμετωπίσει τα θέματα αυτά «συμβατικά και αμήχανα», καθώς, όπως εξηγεί ο μελετητής, «τα εθνικά συντάγματα δεν περιλαμβάνουν ειδικές ρυθμίσεις για τις έκτακτες οικονομικές περιστάσεις», ενώ ο δικαστής δεν έχει την πλήρη εικόνα των διλημμάτων και των κινδύνων που κλήθηκαν να σταθμίσουν κυβερνήσεις και κοινοβούλια. «Ως εκ τούτου η νομολογία δεν απάντησε ποτέ ευθέως στο τι θα συνέβαινε σε περίπτωση ασύντακτης χρεοκοπίας, αντί πχ. της περικοπής μισθών και συντάξεων ή της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης» υπογραμμίζεται.

Αυτό που ο κ. Βενιζέλος ονομάζει «συνταγματικό δίκαιο της ασύντακτης χρεοκοπίας» και δεν φαίνεται να απασχολεί τη νομολογία, ήταν όμως η μόνη εναλλακτική επιλογή στα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις ασυγκρίτως βαρύτερες από την υπαγωγή σε προγράμματα στήριξης.

«Υπό την έννοια αυτή η ελληνική εμπειρία του τρίτου Μνημονίου του Ιουλίου-Αυγούστου 2015 λειτουργεί ως απόδειξη του ότι δεν υπήρχε πραγματικά άλλη λύση και φωτίζει αναδρομικά την περίοδο 2010-2014» υπογραμμίζεται.

Κεντρικό σημείο της μελέτης είναι και το πώς η κρίση επηρέασε και τους πολιτικούς συσχετισμούς τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο «με την ενίσχυση αφενός μεν των  ακροδεξιών αφετέρου δε των αριστερών ριζοσπαστικών ευρωσκεπτικιστικών ρευμάτων», όπως αναφέρεται.

Ο μελετητής αναγνωρίζει ως την «πιο σημαντική ιδεολογικοπολιτική εξέλιξη» την «αδυναμία της ευρωπαϊκής “κυβερνητικής” σοσιαλδημοκρατίας να διατυπώσει μια συνεκτική προοδευτική πρόταση που υπερβαίνει την κρίση διατηρώντας αλώβητο το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, το ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής αλλά και το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης».

«Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που μετέχουν σε αυτοδύναμες ή συμμαχικές κυβέρνησης διαχειρίζονται πρωτίστως εθνικές στρατηγικές προτεραιότητες και όχι ιδεολογικές προτιμήσεις ή ευαισθησίες» επισημαίνει.

«Για τον ίδιο λόγο, αντίστροφα τη φορά αυτή, στο επίπεδο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας δεν φαίνεται να επηρεάζονται οι συσχετισμοί λόγω κρίσης καθώς κυριαρχούν βαθύτερες εθνικές στρατηγικές που ακολουθούν το μακρύ ιστορικό χρόνο. Την περίοδο συνεπώς από το 2008 έως σήμερα δεν μεταβλήθηκε η ευρωπαϊκή στρατηγική στάση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Ο ρόλος της ΕΕ στο πεδίο αυτό ούτε αναβαθμίστηκε αλλά ούτε και υποβαθμίστηκε» συμπεραίνει.

Στη μελέτη του, ο κ. Βενιζέλος θέτει και το κομβικό ερώτημα: αν το εθνικό κράτος λειτουργεί ως φρένο ή ως κινητήρας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και απαντά, υποστηρίζοντας ότι και η Ευρωπαϊκή Ενωση αρχίζει να λειτουργεί ως κράτος που διεθνοποιείται, ιδιωτικοποιείται και αποπολιτικοποιείται. Πώς θα ξεπεραστεί αυτό; Μα μόνο αν τα ίδια τα κράτα αναλάβουν μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες.

Διαβάστε τη μελέτη (στα αγγλικά) σε μορφή pdf.

*Σύντομα αναμένεται να κυκλοφορήσει με τη μορφή βιβλίου η ελληνική έκδοση της μελέτης.