Το φόντο είναι θολό, η κοπέλα μοιάζει να έχει «πιαστεί» από το φακό την ώρα που κινείται, τα μαλλιά της σχηματίζουν όμορφες μπούκλες που μοιάζουν κάπως απεριποίητες και η ίδια χαμογελάει, τόσο πλατιά που σχεδόν δεν φαίνονται τα μάτια της. Και αν τα προσέξεις θα δεις ότι αυτά δεν κοιτάνε την κάμερα, ούτε καν τον φωτογράφο. Το μοντέλο χαζεύει το υπερπέραν. Ή μπορεί και να μην βλέπει τίποτα, απλώς γελάει.
Αυτή η φωτογραφία, σήμερα, δεν «λέει» τίποτε ιδιαίτερο. Το 1988, όμως, προκάλεσε ένα μικρό σοκ στον χώρο της μόδας. Θεωρήθηκε από κάποιους ως μεγάλο λάθος ή άτυχη στιγμή του, άγνωστου ακόμα, γερμανού φωτογράφου Πέτερ Λίντμπεργκ. Ευτυχώς, βρέθηκε στον δρόμο του η νέα τότε αρχισυντάκτρια της αμερικανικής Vogue, Αννα Γουίντουρ, η οποία έπιασε το νόημα και κατάλαβε ότι αυτό ήταν το μέλλον της μόδας.
Κι έτσι δημιουργήθηκε σταδιακά το φαινόμενο των supermodel, η εποχή της Ναόμι Κάμπελ, της Λίντα Εβανγκελίστα, της Τατιάνα Πάτιτζ και της Σίντι Κρόφορντ, τα ασπρόμαυρα πορτρέτα γυναικών με έντονο κοντράστ, οι σκηνοθετημένες και εμπνευσμένες από τον σύγχρονο χορό πόζες καλλιτεχνών και τα απολύτως ρεαλιστικά πρόσωπα στα εξώφυλλα περιοδικών μόδας. Και αυτή η περίοδος των 30 χρόνων δημιουργίας του Λίντμπεργκ, του ανθρώπου που ονομάστηκε «ποιητής του γκλάμουρ», αναδεικνύεται στην έκθεση φωτογραφίας που ανοίγει τις πύλες της στην Αθήνα, στην γκαλερί Gagosian.
Το πρωτοποριακό εξώφυλλο του Vogue, με την υπογραφή του Λίντμπεργκ, το 1988 (Peter Lindbergh/Facebook)
«Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα με αυτά τα πλούσια, υπερτέλεια μοντέλα που εξαρτώνταν από το στάτους τους», έχει δηλώσει για τα πρώτα βήματά του ο Λίντμπεργκ. Ο ίδιος αρνούνταν να υποκλιθεί στην «τελειότητα», όπως αυτή οριζόταν από τα περιοδικά μόδας, αναζητούσε στα πρόσωπα των αντικειμένων του την ειλικρίνεια και βρήκε έναν τρόπο που βοήθησε τον ίδιο να εμπνευστεί και το μοντέλο του να απελευθερωθεί: την αφήγηση.
«Οι περισσότεροι φωτογραφίζουν το μοντέλο μπροστά από ένα αντικείμενο, αλλά ποτέ δεν εξηγούν γιατί βρίσκεται αυτό εκεί. Εγώ, πολύ απλά, σκέφτηκα ότι θα κάνω μία ιστορία με έναν Αρειανό!», έχει δηλώσει ο ίδιος περιγράφοντας μία από τις πρώτες φωτογραφήσεις μόδας που είχαν ως άξονα μία ιστορία: «Η Ελενα (Κρίστενσεν) φτάνει στην έρημο και βλέπει ένα συντετριμμένο UFO. Ο Αρειανός είναι ακόμη εκεί με το όπλο του και προσπαθεί να συνέλθει. Εκείνη τον σηκώνει και τον μεταφέρει στο σπίτι της, σε ένα τροχόσπιτο», έχει περιγράψει για τις φωτογραφίες που έβγαλε το 1990.
Το ίδιο στιλ, και την ίδια μάρκα κάμερας (Nikon), έχει διατηρήσει ο γερμανός φωτογράφος, από τα πρώτα βήματά του στη Vogue, και κατά τη μετέπειτα συνεργασία του με τα μεγάλα περιοδικά, όπως το The New Yorker, το Vanity Fair, το Allure, το Rolling Stone. Με αυτό το σκεπτικό φωτογράφισε και τη βρετανίδα σταρ της πασαρέλας, Κέιτ Μος ως αγοροκόριτσο – παιδί της εξοχής για το Harper’s Bazaar, ενώ για τη φωτογράφηση της ηθοποιού του Χόλιγουντ, Αντζελίνα Ζολί, στη Wall Street Journal, επέλεξε πουέντ της Repetto.
Ηταν ο πρώτος που φωτογράφισε ηθοποιούς αντί για μοντέλα, στο ημερολόγιο της Pirelli, το 1996 και το 2002, με το δεύτερο να έχει χαρακτηριστεί από τη συγγραφέα-φεμινίστρια, Ζερμέν Γκριρ, ως «το πιο προκλητικό ημερολόγιο έως σήμερα», ενώ έχει βραβευτεί με το Lucie Award for Outstanding Achievement in Fashion Photography και χαρακτηριστεί, δύο φορές, ως Καλύτερος Φωτογράφος στα Διεθνή Βραβεία Μόδας του Παρισιού, το 1995 και 1997.
Σε αυτά τα λίγα, ή πολλά, λεπτά της διαδικασίας της φωτογράφισης, ο γερμανός καλλιτέχνης αναπτύσσει αισθήματα για το εκάστοτε αντικείμενο του – ακούγεται περίεργο, αλλά δεν είναι ο μόνος, το ίδιο έχουν παραδεχτεί και άλλα μεγάλα ονόματα του χώρου. Εκείνος, όμως, το εξηγεί πιο αναλυτικά: το αντικείμενό κατά τη διάρκεια της συνδιαλλαγής, αντιλαμβάνεται αυτά τα αισθήματα. Τότε νιώθει ότι ο φωτογράφος απέναντί του τον καταλαβαίνει. Ετσι δίνει λίγο περισσότερο απ’ όσο θα έδινε σε άλλους. Και αυτήν ακριβώς τη στιγμή φωτογραφίζει ο καλλιτέχνης, όχι το ίδιο το πρόσωπο.
«Μου αρέσει αυτή η ειλικρίνεια, αυτή η στιγμή, ο τρόπος που με κοιτάς και ο τρόπος που σε κοιτώ, μου αρέσει που υπάρχει κάτι κάπως τρελό ανάμεσα στα δύο πρόσωπα». Αυτή είναι η έννοια της φωτογράφισης για τον Λίντμπεργκ, ο οποίος έχει δηλώσει εμπνευσμένος από τη φωτογραφία-ντοκιμαντέρ της Ντοροθέα Λανγκ, τη φωτογραφία δρόμου του Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν, το φωτογρεπορτάζ του Γκάρι Γουίνογκραντ και, κατά κύριο λόγο την τέχνη του Βαν Γκογκ.
Η έμπνευση προέρχεται από διαφορετικές πηγές και μεταμορφώνεται μέσα από διαφορετικές αισθήσεις. Οταν, όμως, η πηγή είναι η μία φωτογραφία ή μία ταινία, είναι δύσκολο για τον καλλιτέχνη να διαμορφώσει τη δική του εικόνα, γιατί κάποιος το έχει ήδη κάνει. Γι’ αυτό και ο Λίντμπεργκ προτιμά τις λέξεις, τις ιστορίες, ένα αρχαίο άγαλμα, ακόμη και μία χορογραφία της Πίνα Μπάους, για να σκηνοθετήσει μία φωτογραφία.
Στην κλασική ερώτηση «ποια είναι η αγαπημένη σου;», ο 72χρονος φωτογράφος δηλώνει ότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει γυναίκες με βάση την ομορφιά, «παρότι οι άνθρωποι το συνηθίζουν». Αλλά είναι εμφανώς συγκινημένος από ένα πρόσωπο. «Τη φωτογραφίζω σχεδόν 38 χρόνια, και δεν αρκεί κανένα επίθετο για να την περιγράψω», εξηγεί για την αγγλίδια ηθοποιό και μοντέλο, Σαρλότ Ράμπλινγκ. «Μεταμορφώθηκε από τη νεανική ομορφιά που σου έκοβε την ανάσα σε μία υπέροχη εικόνα γιαγιάς. Αυτή είναι η φωτογραφία μίας γιαγιάς. Είναι υπέροχη. Κανένας δεν μπορεί να δείχνει έτσι στα 25 του χρόνια», δηλώνει για τη διάσημη φωτογραφία της Ράμπλινγκ, την οποία τράβηξε, φυσικά, ο ίδιος.
Αντίστοιχα, υπάρχουν πολλά πρόσωπα που τον μαγεύουν. Αλλά, σύμφωνα με τον ίδιο, το φαινόμενο του «supermodel» είναι πια παρελθόν, απλώς και μόνο επειδή έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Η μόνη επανάσταση που συντελείται σήμερα στον κόσμο της φωτογραφίας της μόδας είναι η τεχνολογική επανάσταση, δηλαδή, το photoshop. «Το απεχθάνομαι, με κάνει να νομίζω ότι η φωτογραφία δεν είναι πια μία ερωτική σχέση με την ομορφιά της πραγματικότητας», έχει δηλώσει ο ίδιος.
«Και οι φωτογράφοι δεν αισθάνονται πλέον ευθύνη. Απλώς βγάζουν πορτρέτα και ξέρουν ότι έχουν το εργαλείο για να κάνουν τη γυναίκα τέλεια. Αλλά το ίδιο που αυτοί αποκαλούν τέλειο, εγώ το αποκαλώ απαίσιο. Ξαφνικά έχεις μία γυναίκα-ρομπότ. Ολα είναι τραβηγμένα, δεν υπάρχει καν δέρμα, όλα είναι ξεπλυμένα, κάθε εμπειρία, κάθε κύτταρο του παρελθόντος της έχει εξαφανιστεί, απλώς επειδή είναι εύκολο», είπε πρόσφατα στο Glamourai. Και, τελικά, ποια είναι η ευθύνη του φωτογράφου σήμερα; «Να απελευθερώσει τις γυναίκες, και τους ανθρώπους γενικότερα, από την τρομοκρατία της νεότητας και της τελειότητας», απαντά ο φωτογράφος.
* Η έκθεση «Peter Linbergh» εγκαινιάζεται στην γκαλερί Γκαγκοσιάν στις 4 Φεβρουαρίου και θα ολοκληρωθεί στις 23 Απριλίου.