Η φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου | Εκδόσεις Πατάκη
Επικαιρότητα

Ο καλός γιος Πασκάλ Μπρυκνέρ

Ο Μπρυκνέρ γράφει για τον πατέρα του. Τον κατηγορεί, το σταυρώνει, τον μαθαίνει ξανά, ανεξαρτητοποιείται από εκείνον και το παρελθόν του, δίνοντάς του στο τέλος άφεση, νιώθοντας κατανόηση.
Γιώτα Παναγιώτου

Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που τους ξέρεις καλύτερα από όσο γνωρίζεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Γιατί  έχoυν αγγίξει το μυαλό και την ψυχή σου, όπως εσύ δεν τόλμησες ποτέ, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους. Σε έχουν αγκαλιάσει με τις σκέψεις τους. Απλά δεν το ξέρουν. Για αυτό και την πρώτη φορά που συναντάς κάποιον από αυτούς, συμβαίνει κάτι πραγματικά  συγκλονιστικό. Σε κοιτούν μα δε βλέπουν την οικειότητα που έχει αναπτυχθεί ανάμεσά σας, αγνοούν παντελώς το δέσιμό τους μαζί σου. Αλλά δε σε νοιάζει καθώς ζεις ένα ανομολόγητο  και καθόλου  αμφίδρομο έρωτα που θα κρατήσει για πάντα.

Πρωτοχρονιά βράδυ, όπως κάνω χρόνια τώρα βούλιαξα στην πολυθρόνα έχοντας στα χέρια μου, αυτή τη φορά, το νέο βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ «Ενας καλός γιος» (εκδόσεις Πατάκη). Στο μυαλό μου νωπή ακόμη η ανάμνηση της συζήτησης με προσκεκλημένο αυτόν τον μεγάλο γάλλο διανοητή. Τον είχε φιλοξενήσει με επιτυχία το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης,  λίγα μόλις 24ωρα μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Ήταν μια κουβέντα που ενώ ξεκίνησε με αφορμή τα τραγικά γεγονότα, δεν εξελίχτηκε (ευτυχώς) αποκλειστικά και μόνο γύρω από αυτά. Ο Μπρυκνέρ, εμφανώς πιο χαλαρός και μιλώντας στη μητρική του γλώσσα (με ρυθμούς πολυβόλου, τόσο που χρειάστηκα μεταφραστικά ακουστικά) αφέθηκε να ξετυλίξει πιο βαθιές σκέψεις και προβληματισμούς, χωρίς αισθανθεί ούτε λεπτό πως ανακρίνεται ή ότι περιορίζεται από την αμείλικτη επικαιρότητα.

Για μένα ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Μισό λεπτό. Λάθος ρήμα. Αυτό για το οποίο διψούσα. Είχα έντονη την αίσθηση, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ότι όλα όσα σκεφτόμουν και ήθελα να πω, βούλιαζαν βασανιστικά και μπλόκαραν στο στόμα μου, στριμώχνονταν και σπρώχνονταν, ποιο θα ξεπεταχτεί πρώτο από μέσα μου. Τον άκουγα, λοιπόν, να μιλά και ένιωθα να ξεκλειδώνομαι αργά, να γαληνεύω. Κάποιες φορές με έπιασα να κουνώ συγκαταβατικά το κεφάλι, σαν να τα είχα σκεφτεί μόνη μου όλα όσα  έλεγε,  όπως συχνά γίνεται με ανθρώπους που τους ξέρεις από πάντα. Χρωμάτισε, με ευκολία που τρόμαξε και μένα, τον προβληματισμό μου ότι θα γίνω ίδια με τους γονείς μου, αντί να τους ξεπεράσω. Ξεσκέπασε τις μεταμεσονύχτιες αναζητήσεις μου γύρω από το ποιους ερωτευόμαστε. Κάρφωσε στον τοίχο τους στοχασμούς μου περί ελευθερίας, ξεστομίζοντας ότι για κάποιους η αυταρχικότητα έχει κάτι ανακουφιστικό. Σου αφαιρεί τη δυνατότητα της επιλογής, αλλά σου προσφέρει τη σωτηρία. Και τότε, σε εκείνο ακριβώς το σημείο, άστραψε μπροστά στα μάτια μου σα βεγγαλικό, μα δεν με ξένισε ο πηγαίος και τολμηρός του παραλληλισμός της θρησκείας, με πρακτορείο ταξιδίου.

Απόλαυσα με άγρια χαρά, κάθε στιγμή της απότομης βουτιάς του στα φιλοσοφικά συστήματα της σκέψης,  εκείνα τα οποία δίνουν σάρκα και οστά στο ασήμαντο

Αυτή την έντονη φόρτιση, την υπερβατική συγκίνηση που ένιωσα εκείνο το βράδυ στην αίθουσα- καταφύγιο του Μουσείου, αναζήτησα στο «Ένας καλός γιος». Και τη βρήκα. Με χτύπησαν κατάμουτρα οι πρώτες λέξεις. Ανακάλυψα απότομα  πόσο επώδυνο και ντροπιαστικό ήταν για εκείνον να περιμένει να πεθάνει ο πατέρας του (σε μικρότερη ηλικία, μάλιστα,  το ευχόταν ολόψυχα) για να ξεφορτώσει όλο του το φορτίο. Κατόπιν, απλά χαμογέλασα όταν μου διηγήθηκε τον τρόπο που η πίστη για εκείνον μετουσιώθηκε σε «αισθητική συγκίνηση, σε νοσταλγία της παιδικής ηλικίας». Τον ζήλεψα μετά, αφόρητα, διαβάζοντας για την ομορφιά των λυρικών χρόνων της νεότητάς του, μιας εποχής ανήκουστης αφθονίας, ξέφρενης ερωτικής ελευθερίας και απίστευτης καλλιτεχνικής γονιμότητας που έχει χαθεί πια. Τον «ένιωσα» όταν ομολόγησε πως για εκείνον η βιβλιοθήκη έγινε έπαλξη και όπλο μαζί, το οποίο τον προστάτευε από τον κόσμο και του έδινε τα εφόδια να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.  Και απόλαυσα με άγρια χαρά, κάθε στιγμή της απότομης βουτιάς του στα φιλοσοφικά συστήματα της σκέψης,  εκείνα τα οποία δίνουν σάρκα και οστά στο ασήμαντο, στα κείμενα που τον έσωσαν από την απελπισία, τη βλακεία, τη δειλία και την πλήξη.

Την ώρα που ο Μπρυκνέρ αναρωτιόταν, μέσα από τις λέξεις, «τι μας επιτρέπεται να ελπίζουμε» και «γιατί υπάρχει κάτι, αντί για το τίποτα»,  την ίδια στιγμή μιλούσε για το φευγαλέο ερωτικό άγγιγμα μιας γυναίκας σε ένα τρένο και ταυτόχρονα παραδεχόταν -σα δισταχτικός έφηβος- πως δεν έχει κατορθώσει να διαβάσει όλα τα βιβλία, τα οποία έχει αγοράσει και κατακλύζουν τα ράφια του σπιτιού του. Ανθρώπινος, προσιτός. Όπως ο τρόπος που γράφει. Σκέφτηκα τότε πως, πιθανότατα, η μόνη ιδιότητα που δεν του έχει αποδοθεί (με λίγη διασταλτική διάθεση) είναι εκείνη του ιστορικού, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο  Έντουαρτ  Χάλετ  Καρ : «..αποστολή του ιστορικού δεν είναι ούτε να αγαπήσει το παρελθόν ούτε να χειραφετηθεί από αυτό, αλλά να το γνωρίσει σε βάθος και να το αξιοποιήσει σαν κλειδί για την κατανόηση του παρόντος.»

Διότι, αυτό κάνει ο Μπρυκνέρ στην τελευταία δουλειά του, με αφορμή τη σχέση με τον πατέρα του. Μέσα από τη λεπτομερή περιγραφή συγκεκριμένων στιγμών μαζί του, ένα ανεπανάληπτο μπρος- πίσω στο χρόνο, τον κατηγορεί, το σταυρώνει, τον μαθαίνει ξανά, ανεξαρτητοποιείται από εκείνον και το παρελθόν του, δίνοντάς του στο τέλος άφεση, νιώθοντας  κατανόηση. Είναι ο μόνος που μπορεί, άλλωστε. Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, ένα αριστοτεχνικό τρόπο, σχολιάζοντας ταυτόχρονα το πάθος, την οικογένεια, την Ευρώπη, το ναζισμό και την ιστορία.

Ο καλός γιος του Μπρυκνέρ δεν στάθηκε μόνο στους συγκλονιστικούς προσωπικούς προβληματισμούς, όπως τους είχε καταθέσει  ο συγγραφέας στο προηγούμενο βιβλίο του «Το παράδοξο του έρωτα». Ούτε αποκλειστικά στους δρόμους της πολιτικής αναζήτησης της θέλησης και της ανόρθωσης της  «Μελαγχολικής δημοκρατίας» ή στο μέλλον μιας Ευρώπης, που αναμασά τα παλιά της προβλήματα, όπως την παρουσίασε στην «Τυραννία της μεταμέλειας». Γράφει για όλα αυτά, μα και για κάτι καινούριο, πιο προσωπικό. Μέσα από τούτο το έργο ανακαλύπτει το ανεκτίμητο τίμημα της ύπαρξης.

Θυμάμαι πως όταν είχα διαβάσει για πρώτη φορά τα «Μαύρα φεγγάρια του έρωτα» είχα βρει μια συνταρακτική σκηνή με την οποία ο Μπρυκνέρ καθαγίασε το ερωτικό πάθος. Ο ήρωας του έργου Οσκαρ ούρλιαξε εκστατικά, με θυμό, οδύνη σχεδόν απελπισμένα, στο σοκαρισμένο Νάιτζελ, προσπαθώντας να εξυψώσει τον έρωτά του: «Για μένα Εκείνη ήταν ο Νείλος, ο Ιορδάνης, ο Γάγγης μου. Η βάπτισή μου». Κι ήταν κάθε του κουβέντα και μια Όστια.  Έτσι κι εδώ, στο «Ένας καλός γιος», ο Γάλλος με την κοφτερή πένα, αφού ξεμπροστιάζει  -χωρίς αιδώ-  όλα του τα συναισθήματα για τον πατέρα του, στο τέλος καταλήγει  ήρεμος και εξιλεωμένος: «Υπάρχουν πολλά που μπορεί να ποθήσει κανείς, πολλά που μπορεί να μάθει και πολλές σελίδες που μπορεί να γράψει. Όσο δημιουργούμε, όσο αγαπάμε, παραμένουμε ζωντανοί. Ελπίζω να μείνω αθάνατος, ως τη στερνή μου ανάσα», γράφει. Μετά αποσύρεται απότομα. Κι η στιγμή γίνεται απολαυστική. Σαν να είναι η τελευταία.