Μια αίσθηση απροσδιόριστης ευφορίας. Μια ανατριχίλα εκ των έσω. Δύο τσάντες στο πορτμπαγκάζ, καφές δίπλα στις ταχύτητες, μουσική. Η αίσθηση ότι φεύγεις για να βιώσεις ξανά κάτι που σου ανήκει και το στερήθηκες. Πάσχα στο χωριό. Πάσχα στην κωμόπολη. Πάσχα στη μικρή πόλη της επαρχίας. Δεν έχει σημασία.
Τα προηγούμενα δύο χρόνια, κατάλαβες την αξία του. Τότε που από το διαμέρισμα της τσιμεντούπολης ατένιζες τους ακάλυπτους των απέναντι και φαντασιωνόσουν εξοχές, βουνά και θάλασσες. Κόντευες να σκάσεις, καθώς στρίμωχνες τη σούβλα στο στενό μπαλκόνι. Οι πιο ασυγκράτητοι πήραν το αμάξι και στάθηκαν στα διόδια, έχοντας στις αποσκευές τους από μια δικαιολογία. Και τι δεν άκουσαν εκείνοι που πραγματοποιούσαν ελέγχους, πέρυσι. «Πάω για ιατρικές εξετάσεις», «Είναι έγκυος η πεθερά μου», «Χάλασαν τα υδραυλικά στο εξοχικό». Ολο το ελληνικό ταμπεραμέντο στην υπηρεσία ενός σκοπού: το πέρασμα στον άλλο νομό, εκεί όπου βρίσκεται ο απαγορευμένος προορισμός του ονείρου.
Πόσο μακρινά μοιάζουν τώρα όλα εκείνα. Σαν να ανήκουν σε μια ταινία, στην οποία υπήρξες πρωταγωνιστής, χωρίς καλά καλά να το θυμάσαι. Δύο Πάσχα που τα έσβησες από τη μνήμη, γιατί άλλωστε δεν είχαν όσα χρειάζεται για να μείνουν στη μνήμη. Μυρωδιές, συναντήσεις, εικόνες, αισθήσεις. Στρωμένα τραπέζια στο ύπαιθρο, πλαισιωμένα με ανθρώπινη αγάπη. Μαγειρίτσα φτιαγμένη από γιαγιάδες, αυγά που βγήκαν στο τραπέζι κατευθείαν από κοτέτσια, τσίπουρα σε αυλές, βόλτες σε πλατείες με βρύσες και πλατάνια, Ανάσταση στην εκκλησία, που εκείνη την ημέρα μαζεύει όλο το παρελθόν γύρω της, ανθρώπους που στελεχώνουν τις αναμνήσεις της νιότης και της αθωότητας.
Αν μου ζητούσαν να περιγράψω με μια λέξη το ελληνικό Πάσχα στο χωριό, θα έλεγα μυσταγωγία. Δεν είναι εκδρομή, δεν είναι απόδραση, δεν είναι απλή διασκέδαση. Είναι τελετουργικό. Από τη στιγμή που φτιάχνεις τα πράγματά σου και ξεκινάς, μέχρι την τελευταία μέρα που κάνεις τη στερνή βόλτα και λες αντίο, είσαι ο μύστης ενός μύθου που κάθε χρόνο αναζητά να τον ζήσεις. Και δύο χρόνια τώρα, που δεν τον έζησες, φούσκωσε το κενό και έκανε την επιθυμία, εμμονή.
Βούλιαξαν φέτος τα πλοία, γέμισαν τα ΚΤΕΛ, γίνεται το σώσε στα διόδια. Φύγαμε για Πάσχα στο χωριό τρέχοντας, σαν να μην υπάρχει αύριο. Γιατί, αν μας δίδαξαν κάτι τα δύο προηγούμενα χρόνια, είναι ότι μπορεί να μην υπάρχει αύριο. Τουλάχιστον έτσι όπως το έχουμε συνηθίσει.
Λυσσασμένοι ταξιδιώτες, στερημένοι μύστες του πασχαλιάτικου μύθου, που σου λέει ότι το χωριό είναι αλλιώς το Πάσχα – είναι το χωριό σε μια ιδιαίτερη έκδοση, που μόνο τότε απολαμβάνεις. Φτάνεις εκεί και είναι σαν να συντονίζεσαι με τους ρυθμούς του Σύμπαντος σε έναν αρχέγονο χορό ανάτασης τού μέσα σου. Σβήνουν όλα, ανασαίνεις. Για να επιστρέψεις λίγο πιο ελαφρύς στα τσιμέντα, να αντέξεις την μπόχα τους. Πώς την άντεξες δύο χρόνια κλεισμένος; Πώς το κατάφερες;
Λένε ότι την Πρωτοχρονιά καταστρώνεις σχέδια. Στην Ελλάδα τα καταστρώνεις το Πάσχα. Εκεί που κάθεσαι στο καφενείο της μικρής πλατείας, εκεί που περπατάς στα σοκάκια με τις αυλές, εκεί που μυρίζεις τις τριανταφυλλιές της γειτόνισσας, εκεί που συναντάς τον παλιό φίλο και τον ακριβοθώρητο συγγενή, εκεί που ξαναγίνεσαι για λίγο αυτός που κάποτε ήσουν. Ενα παιδί που έτρεχε στη μικρή πλατεία και έπαιζε κρυφτό, ένα παιδί που το περίμεναν η γιαγιά και ο παππούς με ανοιχτές αγκάλες, ένα παιδί που μετρούσε τα άστρα σε κάποια γωνιά της Ελλάδας.
Ποιο Πάσχα στο χωριό ήταν, άραγε, εκείνο;.. Ποιο απ’ όλα;
ΥΓ. Καλό Πάσχα, φίλοι μου. Ζήστε τον μύθο σας στο χωριό, τώρα που μπορείτε.