Εννοείται ότι θα πιστέψω τον κ. Βαρώτσο αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το δράμα είναι η βαθιά αμορφωσιά με επικάλυψη υπουργίας. Η αμετροέπεια, η βαρβατίλα, το άξεστον, σε όλη του την σιχαμένη του δυσοσμία. Προσέξτε, όχι τη βλαχιά, γιατί υπάρχουν και οι αρχοντόβλαχοι, οι αριστοκράτες των ορέων (όπως τους ονομάζει ο Γιάννης Μετζικώφ) που έχουν γνώση μέτρου και εαυτού και λένε: «εγώ, παιδάκιμ, δεν νογάω απ΄ αυτά…». Εδώ έχουμε να κάνουμε με μπουρτζοβλαχιά, που νογάει τα πάντα και σηματοδοτείται από τη φράση: «Μπράβου, γιατί όχι;».
Τι είναι τα έργα τέχνης μαντάμ υπουργού; Σεμεδάκια να τα αλλάζεις θέση από την τηλεόραση στον μπουφέ; Βεβαίως υπάρχουν ανταλλαγές. Ετσι προκύπτουν εκθέσεις και ρουφάει ο ένας «πολιτισμός» από τον άλλον. Αν δεν συνέβαινε η έκθεση των Ιαπώνων στο Παρίσι θα είχαμε στερηθεί τον μισό Βαν Γκονγκ. Βεβαίως και έχουν δοθεί έργα τέχνης και γλυπτά ως δώρα κρατών…Μια βόλτα στην Place Concord και έρχεσαι σε επαφή με την Αίγυπτο ή στους Δελφούς για πιο κοντά. Αλλά πίσω από αυτές τις κινήσεις κρατών υπάρχει η σκέψη, ο σεβασμός στην τέχνη, το ήθος. Στερείστε ήθους.
Ο «Δρομέας» είναι ένα έργο για μένα συγκλονιστικό, μα πάνω από αυτό, εμ-βλη-μα-τι-κό. Στο δικό μου «συγκλονιστικό», μπορώ να αντέξω και όσους διαφωνούν. Και για τον Πύργο του Αϊφελ σφάχτηκαν άνθρωποι και έγιναν μέχρι διαδηλώσεις για να γκρεμιστεί. Ο καλλιτέχνης είναι για να αφήνει το στίγμα του και τις εκκρίσεις του (Μεγάλε Τσόκλη!) και όχι το βολικό «στρογγύλεμα» για να «περάσει» σε όσο πιο πολύ κόσμο. Ο «Δρομέας» είναι από τα ελάχιστα έργα που αφήνουν στίγμα Σύγχρονης Μοντέρνας τέχνης, σε ετούτον τον έρμο τόπο που «Ακροπολιάζεται» εκ γεννετής, έχοντας ως επί το πλείστον ανέβει στην Ακρόπολη «κάποτε με το σχολείο» και έχοντας τόσο ελάχιστη γνώση (μη σου πω παρεξήγηση) του Αρχαίου πολιτισμού, ώστε θα γελάσει μαζί σου αν του πεις ότι η Ακρόπολη δεν «δόξαζε» το μάρμαρο αλλά και το χρώμα.
Ο «Δρομέας» του εμπνευσμένου Κώστα Βαρώτσου δημιουργήθηκε για την πλατεία Ομονοίας. Σκέφτηκε, μελέτησε, εμπνεύστηκε, παιδεύτηκε, πάσχισε, δούλεψε, παραδόθηκε «γυμνός» σε αγέλη, άντεξε. Πίσω από το έργο υπάρχει η ιερότητα της σκέψης του καλλιτέχνη. Οταν τότε, το 1988 ο Βαρώτσος ανέλυε τις σκέψεις του, είχα μαγευτεί. Ηθελε να αποτυπώσει την κίνηση, τη συνεχή δράση. Ενωνε στο υλικό του, το γυαλί δηλαδή, το παρελθόν και το μέλλον. Την μικροϊστορία της καθημερινότητας, πέρα και από το αύριο, στο διηνεκές. Ενωνε τον έλληνα επαρχιώτη που έβαζε σημάδι απελπισίας «στου Μπακάκου», με τον πρώτο Αλβανό που έσκασε μύτη μετά το άνοιγμα των συνόρων και αργότερα με όλες τις ράτσες που κατέφθασαν, αυτούς που κατά την κυρά-Τασία «λιάζονταν» και ούτω καθεξής. Κίνηση, δράση σε ογκωδέστατο γλυπτό. Δεν είναι μαγικό; «Σγά του πράμα!» αν είσαι μπουρτζόβλαχος! Και το υπουργείο διοικήθηκε από τέτοια ράτσα, ως επί το πλείστον. Και μη σας ξεγελάνε κουστούμια και γυαλάκια κουλτούρας.
Στην ψυχή μου ακόμα η πληρωμένη καταχώρηση της Ελίζας Γουλανδρή (επί υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου) που ήθελε, όχι μόνο να χαρίσει την τεράστια συλλογή της στην Ελλάδα αλλά να αναθέσει την ανέγερση Μουσείου στον φημισμένο κινέζο αρχιτέκτονα Μινγκ Πέι και οι κάτοικοι, με συμπαραστάτη τον υπουργό και με τη «βοήθεια» πολιτικών, αναστήματος Νικήτα Κακλαμάνη, διαδήλωναν εναντίον. Και έγραφε η Γουλανδρή: «Φαίνεται οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δεν είναι ικανές, ούτε δωρεάς να λαμβάνουν».
Μια ωραία μέρα λοιπόν ξήλωσαν το γλυπτό και το έκαναν νοητά περιφορά επιταφίου. Μέχρι που το ακούμπησαν σε λάθος μέρος, κατά την ταπεινή μου γνώμη ήτοι στο «Χίλτον» και ας διαφωνήσει μαζί μου ο δημιουργός του, Βαρώτσος. Γιατί το «φόντο» του πλέον δεν είναι οι γύρω πολυκατοικίες (Ομονοίας) και το ασφυκτικό περιβάλλον αλλά το παραδίπλα πράσινο παρκάκι. Αρα χάνεται η μισή του κίνηση. Και ακυρώνεται η έννοια της φυγής-διαφυγής. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για ετούτα τα αμόρφωτα μέρη, με τους φρικτά αμόρφωτους άρχοντες. Κάπου το ακούμπησαν τέλος πάντων, να πάει στην ευχή!
Και ήρθε η Ζορμπά. Νέα «σειρά» μπουρτζοβλαχιάς. Και ξαναλέω, μη σας ξεγελάει η επικάλυψη κουλτούρας. Οι πράξεις μας είναι η κουλτούρα μας. Και με υπεραπλούστευση νηπίου ή άγνοια ενήλικα στο γελοίο, προτείνει κάτι σαν «δίνουμε καφέ, μας δίνουν ζάχαρη κάνουμε καφεδάκι»… Ομοειδή! Γλυπτό το ένα – γλυπτό και το άλλο, το κάναμε το πολιτικό νταραβέρι. Και άμα λάχει τραβάμε κι ένα συρτάκι αγκαλιασμένοι! Πού πας μωρή μπουρτζοβλαχάρα; Και φτάνουμε και στο τελευταίο σημείο της φαρσοκωμωδίας του δράματος. Οταν όλα αυτά γίνονται γνωστά, η κυρία υπουργός διαψεύδει στα μουλωχτά τον καλλιτέχνη. Και καλείσαι η χρονογράφος να σχολιάσεις γραπτώς τα συμβάντα… Και το μόνο που έρχεται στη σκέψη σου είναι ένα, λατρεμένο λαϊκό περιπαιχτικό «Αϊ μαρί! Που μ’ θες να είσι κι υπουργός Πουλιτισμού…». Αϊ μαρί!
Υ.Γ. Να είναι καλά η εξαιρετική Εύη Κυριακοπουλου που μας έκανε γνωστό το συμβάν και μάλιστα με τον ευφυή τίτλο «Απίστευτο και όμως… απίστευτο». Λατρεμένη Εύη, εσύ χρειάστηκες τέσσερις λέξεις, εγώ ολόκληρο χρονογράφημα.