Τα πρωτοβρόχια… Μωρέ, είχε σταθερά στοιχεία ο καιρός τότε και, μάλιστα, τώρα που το καλοσκέφτομαι, γενικώς η ζωή είχε πιο πολλά σταθερά από ό,τι απρόβλεπτα. Τα πρωτοβρόχια, λοιπόν, εγκαινίαζαν τον Σεπτέμβριο, αλλά και τα ψιλοδάκρυά μας, ότι τελείωνε το καλοκαίρι και άρχιζε το σχολείο. Το μόνο που ισορροπούσε κάπως τη μελαγχολία μας ήταν η χαρά της απόκτησης καινούργιας σάκας, καινούργιας κασετίνας (αυτή με το μαγνητάκι στο κούμπωμα), γομολάστιχας, ξύστρας, τα καθαρά, αμουντζούρωτα τετράδια (για να δίνω υποσχέσεις ότι θα γίνω καλή μαθήτρια, που ποτέ δεν κρατούσα στη συνέχεια) και ότι θα βλέπαμε κάποιους φίλους.
Ωστόσο, αμέσως μετά τον αγιασμό, αυτόματα προσβλέπαμε στην ευεργεσία των αργιών, ως δρομείς το τέρμα του Μαραθωνίου. Πόσες μέρες έχουμε για την 28η Οκτωβρίου; Πόσες για τα Χριστούγεννα; Πόσες για την 25η Μαρτίου; Για τους Τρεις Ιεράρχες και πάει λέγοντας. Και αν τύχαινε και κανένα εξ ουρανού τυχερό, όπως για παράδειγμα «Η άφιξις του συμπατριώτη μας Σπύρου Αγκνιου εις τας Αθήνας» (ελληνοαμερικανός αντιπρόεδρος του προέδρου Νίξον, με καταγωγή από τους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας) τότε έσπαγε το κοντέρ της ευτυχίας μας, ότι δεν θα είχαμε σχολείο.
Εν ολίγοις, αγαπητοί μου αναγνώστες, όσο θυμάμαι τη μαθητική μου ζωή, με θυμάμαι να μην έχω απολύτως καμία χαρά για το σχολείο. Εκείνη δε η άτιμη Κυριακή με το μελαγχολικό της απόγευμα, κρατάει μέσα μου ως γκρίζα ατμόσφαιρα με τα δικά της «γκρι» στίγματα υπενθύμισης της Δευτέρας όπως τα ξεσέρνει η μνήμη μου, δηλαδή, «Τα τραγούδια της Μίνως Μάτσας και Υιός» στο ραδιόφωνο και τη μουσική της «Αθλητικής Κυριακής» με τον Γιάννη Διακογιάννη. Πώς να το περιγράψω; Ηταν η επιτομή μιας θλίψης πάνω στην θλίψη ότι «από αύριο, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», όπως υπερτόνιζαν οι μάνες «τού τότε», με μια χαιρεκακία στον τόνο της φωνής τους. Ετσι κι αλλιώς, οι παροιμίες ήταν τότε στην ημερησία διάταξη. «Τα αγαθά κόποις κτώνται», «Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν», «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει».
Τη Δευτέρα άνοιξαν και πάλι τα Νηπιαγωγεία και τα Δημοτικά. Τα εγγόνια μου χάλασαν τον κόσμο από τη χαρά! Κατέβαιναν δυο δυο τα σκαλιά. Δεν τα προλάβαινες. Με χαιρετούσαν περιμένοντας το σχολικό με τόσο λαμπερά μάτια που δεν το πίστευα. Ο έφηβος γιος μου αντίστοιχα ρωτάει και ξαναρωτάει «Πού πάει, ρε μάνα, αυτό; Είπαν τίποτα για μας; Πότε θα πάμε εμείς σχολείο;».
Ξέρω, ξέρω πολύ καλά πόσο θα κρατήσουν όλα αυτά τα «ένδοξα» όταν εν τέλει ανοίξουν τα σχολεία κανονικά. Αλλά δεν μπορούσα να μην καταγράψω την ατμόσφαιρα μιας ολόφωτης χαράς και μιας άκρατης ανυπομονησίας ως ένα ακόμα αξιομνημόνευτο αυτής της μακροχρόνιας καραντίνας. Ή της διατάραξης μιας κανονικότητας, που δεν τη θεωρούσαμε ως αρκούντως ικανοποιητική κανονικότητα όσο την είχαμε, αλλά την κλάψαμε και την κλαίμε πικρά, όσο, όλο και πιο πολύ, τη χάνουμε.
Αξιώθηκα να ζήσω για να δω παιδιά να καταχαίρονται ότι άνοιξαν τα σχολεία! Και άλλα να περιμένουν ανυπόμονα τη σειρά ανοίγματος των δικών τους σχολείων. Εχει εκπλήξεις η ζωή μας και η άτιμη η πανδημία μάς δίνει ευκαιρίες για επαναξιολόγηση πολλών, μέχρι πρότινος αυτονόητων και δεδομένων. Πόσο ρόλο, τελικά, παίζει το σχολείο στη ζωή των παιδιών πέραν της γνώσης…