Το «Top Chef» είναι ένας από τους πλέον επιτυχημένους διαγωνισμούς μαγειρικής. Ξεκίνησε το 2006 στην Αμερική και μετράει πια περισσότερους από είκοσι κύκλους προβολής, ενώ έχει βραβευτεί και με δεκαπέντε βραβεία Emmy. Τον παρουσιάζει από την αρχή έως και τώρα η Πάντμα Λάκσμι, ενώ κριτές του είναι οι Τομ Κολίχιο και Γκάιλ Σίμονς. Το φορμάτ, γνωστό. Δεκαπέντε διαγωνιζόμενοι παίρνουν μέρος σε μαγειρικές δοκιμασίες, προσπαθώντας να κατακτήσουν το μεγάλο έπαθλο.
Δεν είναι, όμως, ερασιτέχνες, είναι όλοι τους επαγγελματίες σεφ με ταλέντο, γνώσεις και ικανότητες. Το οποίο, τουλάχιστον στην αμερικανική εκδοχή του σόου, μεταφέρεται από την οθόνη στον τηλεθεατή. Πράγματι, βλέπεις ένα πρόγραμμα αξιώσεων, στο οποίο το υψηλό επίπεδο των παικτών αποτελεί ένα από τα ισχυρά χαρτιά, που η σκηνοθεσία αξιοποιεί στο έπακρο και αναδεικνύει.
Το φορμάτ του διάσημου τηλεοπτικού σόου έχει περάσει στα κανάλια όλων, σχεδόν, των χωρών του κόσμου και φέτος πέρασε και στη χώρα μας. Ξαναπέρασε, δηλαδή. Η πρώτη προβολή του είχε γίνει το 2010, από τον ANT1. Στην παρουσίαση τότε ήταν η Νάντια Μπουλέ και κριτές υπήρξαν ο Ηλίας Μαμαλάκης, ο Χριστόφορος Πέσκιας, ο Απόστολος Τραστέλης και ο Ερβέ Προνζάτο.
Φέτος, το παρακολουθούμε από τη συχνότητα του ΣΚΑΪ. Σε ρόλο παρουσιαστών και κριτών μαζί, ο Γιώργος Βενιέρης, ο Αστέριος Κουστούδης και ο Γκίκας Ξενάκης. Είναι και οι τρεις καταξιωμένοι έλληνες σεφ, ο καθένας με τη δική του πορεία. Βέβαια, ο ρόλος τον οποίο κλήθηκαν να παίξουν τώρα, μπροστά στις κάμερες, έχει τους δικούς του κανόνες – και έχει και παγίδες. Για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα μέσα από την κουζίνα, μπορεί να σε απογειώσει, αλλά μπορεί και να σε κάψει.
Ελπίζω να μη συμβεί στους τρεις έμπειρους μεν σεφ, άπειρους δε παρουσιαστές. Προς το παρόν, όμως, μοιάζει να είναι εντελώς έξω από τα νερά τους. Είναι εμφανές ότι αναζητούν τα πατήματά τους, όπως και τη χημεία μεταξύ τους, αλλά η σύγκριση, που γίνεται με τη δεμένη και τηλεοπτικά πετυχημένη τριάδα παρουσιαστών του δημοφιλούς «MasterChef», είναι αναπόφευκτη και μέχρι στιγμής τούς αφήνει πίσω.
Ούτε το υπόλοιπο πλαίσιο, όμως, βοηθά, ώστε να δούμε έναν διαγωνισμό υψηλού επιπέδου στην ελληνική εκδοχή του «Top Chef». Γιατί δεν μεταφέρει στον τηλεθεατή τον βασικό πυλώνα του πρωτότυπου φορμάτ: ικανοί επαγγελματίες διαγωνίζονται σε απαιτητικές μαγειρικές. Αυτό είναι το ζητούμενο. Η εκδοχή που βλέπουμε στις δικές μας οθόνες μοιάζει να έχει κάνει εκπτώσεις, ξεκινώντας από το καστ των παικτών.
Καταρχάς, εδώ έχουμε μια μίξη ερασιτεχνών και επαγγελματιών, μεταξύ των οποίων υπάρχουν άτομα που έχουμε δει παλαιότερα και σε άλλα ριάλιτι. Θα περίμενε κανείς, αν μη τι άλλο, το «Top Chef» να έχει παίκτες που δεν έχουν πάρει σβάρνα τα τηλεοπτικά ριάλιτι μαγειρικής. Γιατί, κακά τα ψέματα, η περιοδεία από το ένα ριάλιτι στο άλλο δημιουργεί ένα αρνητικό προφίλ. Ναι μεν αυτά τα παιδιά αναζητούν την τύχη τους και μια ευκαιρία, αλλά στο τέλος επωμίζονται τον τίτλο του τηλεοπτικού μαϊντανού και μια ταυτότητα ενώπιον του κοινού, που, συνήθως, δεν τους οδηγεί πουθενά. Παρά μόνο, ίσως, σ’ ένα ακόμα πλατό ριάλιτι.
Και μετά, είναι οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Τα φτωχά σκηνικά, το γεγονός ότι ακόμα και ο πιο άπειρος μαγειρικά τηλεθεατής μπορεί να καταλάβει ότι κάποια πιάτα που παρουσιάζονται είναι κατώτερα των απαιτήσεων που η συγκεκριμένη εκπομπή (υποτίθεται) ότι επιδιώκει.
Ακόμα και η αμφίεση των παικτών σε κάνει να απορείς. Γιατί δεν φοράνε στολή σεφ οι παίκτες στο ελληνικό «Top Chef»; Είναι κάπως γελοίο να τους βλέπεις να μαγειρεύουν με κάζουαλ ρούχα, ενώ (υποτίθεται και πάλι) πρεσβεύουν έναν επαγγελματισμό. Η στολή στην επαγγελματική κουζίνα δεν είναι θέμα αισθητικής, είναι για λόγους υγιεινής και ασφάλειας.
Σε γενικές γραμμές, ο μαγειρικός διαγωνισμός, που εδώ και λίγο καιρό παρακολουθούμε στην οθόνη μας, είναι μια στραπατσαρισμένη εκδοχή του «Top Chef». Σαν να πήραμε το φορμάτ και του αλλάξαμε τα φώτα. Να πω ότι δεν έχει ξαναγίνει αυτό στην ελληνική τηλεόραση; Ψέματα θα πω.
ΥΓ. Εκανε τα σχόλιά του και ο Ηλίας Μαμαλάκης. Ενα δίκιο το έχει.