«Ο χειρότερός μου φόβος είναι να έχουμε χρήματα και να μην τα χρησιμοποιήσουμε σωστά». Αυτό δήλωνε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης στο πλαίσιο του συνεδρίου Regional Growth Conference για το αγαπημένο θέμα όλων των συνεδρίων, των road shows, κυβέρνησης, αντιπολίτευσης, οίκων και αγοράς: Την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στη μετά Covid εποχή.
Το να κάνει μια τέτοια δήλωση ο αρχηγός πχ της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα ήταν αναμενόμενο. Το να την κάνει όμως ο «μπαμπάς» του σχεδίου αξιοποίησης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ένα (πολιτικό) ζήτημα – που κρύβει μια πραγματική αγωνία αλλά και μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση: Το ότι δηλαδή όλοι, κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, τράπεζες και επιχειρήσεις θα πρέπει να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, μέσα στα επόμενα έξι χρόνια για να πετύχουμε το στοίχημα που δεν είναι άλλο από μια ανάπτυξη σε στέρεες βάσεις, ικανή να εγγυηθεί διάρκεια. Ανάπτυξη δηλαδή όχι σε «πήλινα πόδια», όπως γινόταν σε καιρούς αλλοτινούς και παρά τα δισεκατομμύρια των κοινοτικών πλαισίων στήριξης που έρεαν στη χώρα – κατ’ άλλους πολλά σε λίγες οικογένειες, περιορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, σε λογαριασμούς στα εξωτερικά, σε βίλες, καγέν και κότερα….
Ακόμη όμως και εάν, τώρα, στην αξιοποίηση δηλαδή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης η «μοιρασιά» γίνει πιο σωστά, με ορθή ιεράρχση, ελέγχους, αξιοκρατία, γρήγορα και αποτελεσματικά, η διάθλαση των κονδυλίων αυτών στους μικρότερους παίκτες θα παραμείνει ένα δύσκολο εγχείρημα.
Πόσο δε εάν συνεκτιμηθεί το ότι οι μικρομεσαίες, οι μικρές και ακόμη χειρότερα οι πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι μια κρίσιμη μάζα στην Ελλάδα. Είναι πολλές και σε μεγέθη που δεν μας κολακεύουν στους πανευρωπαϊκούς δείκτες. Η αντιστροφή μάλιστα της τάσης αυτής, ούτε εύκολη είναι, ούτε αυτόματη θα είναι, ούτε όμως και αναίμακτη.
Ο δανεισμός… μετά
Για παράδειγμα, έχεις μια μικρή επιχείρηση. Σε κλάδο που δεν προσφέρεται για συνεργασίες, συγχωνεύσεις, επιδοτήσεις ή/και για άνετο τραπεζικό δανεισμό. Ούτως ή άλλως η χρηματοδότηση δεν είναι μια εύκολη άσκηση, τη σήμερον ημέρα, ειδικά εάν μιλάει κανείς για τους μικρούς παίκτες στην αγορά που βγαίνουν από μια μακρά κρίση με… κερασάκι την τρέχουσα πανδημική κρίση, η οποία δεν χαρίζεται ούτε στους μεγάλους. Η νέα κρίση μάλιστα βρήκε το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα σε φάση ανασυγκρότησης, με κεντρικό ζητούμενο την εξυγίανση των ισολογισμών από την βαριά κληρονομιά των κόκκινων δανείων της προηγούμενης, την βελτίωση των δεικτών του και την δημιουργία όσο το δυνατόν λιγότερων νέων κόκκινων δανείων εξαιτίας της πανδημίας.
Υπό αυτό τον φόβο, που είναι πανευρωπαϊκός αλλά στην δική μας περίπτωση ίσως και να είναι πιο έντονος ελέω και της προηγούμενης πολυετούς κρίσης, οι τράπεζες ενδεχομένως να διστάζουν εν αναμονή της επόμενης μέρας και του τι τους επιφυλάσσει η μοίρα στο μέτωπο των νέων κόκκινων δανείων όταν θα αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης.
Παρά τις έως τώρα ενθαρρυντικές ενδείξεις, τις οποίες αναφέρουν πολλά τραπεζικά στελέχη, είναι δεδομένο πως το κόσκινο στις νέες χρηματοδοτήσεις θα είναι μεγάλο, ίσως και πιο «πυκνό» σε σχέση με άλλες εποχές, γνωρίζοντας ειδικά πως ο Ευρωπαίος επόπτης παρακολουθεί, φοβούμενος μην επικρατήσει μια νέα γενιά επιχειρήσεων ζόμπι.
Την ίδια στιγμή μιλώντας ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, η βελτίωση των μεγεθών τους είναι καθοριστικός παράγοντας για να μπορέσει να περάσει η Ελλάδα μια ώρα αρχύτερα στην επενδυτική κατηγορία από τους διεθνείς οίκους. Ενα πραγματικά μεγάλο στοίχημα το οποίο είναι απαραίτητο για μια σειρά από λόγους αλλά και για να μπορούν να δανείζονται φθηνά δημόσιο και επιχειρήσεις την επόμενη μέρα. Κάτι που αυξάνει εκ των πραγμάτων την βαρύτητα της βιωσιμότητας των νέων χρηματοδοτήσεων…
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με δημοσιεύματα προ ημερών σχετικά με έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε συνθήκες βελτιωμένης ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες, το 22% των αιτήσεων για δάνειο που υποβάλλουν στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις απορρίπτεται, έναντι ποσοστού μόλις 8% στην ΕΕ. Σε έρευνα της ΕΚΤ, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020 στην Ε.Ε., κατά μέσον όρο, το 12% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι χρειαζόταν περισσότερα δάνεια. Στην Ελλάδα το ποσοστό των επιχειρήσεων που θα ήθελαν περισσότερα δάνεια φτάνει το 33% (από 38% στο πρώτο εξάμηνο του 2021), μακράν το υψηλότερο στην Ε.Ε.
Δύσκολη εξίσωση
Στην επόμενη μέρα λοιπόν, η εικόνα και η τύχη πολλών μικρών αλλά και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ειδικά όταν επιταχυνθεί η απόσυρση των μέτρων στήριξης δεν θα είναι μια εύκολη εξίσωση. Τα κεφάλαια του Ταμείου θα έχουν συγκεκριμένη στόχευση, πέραν των μεγάλων, σε συγκεκριμένες κατηγορίες μικρών, τα κίνητρα για εξαγορές, συγχωνεύσεις, συνεργασίες θα είναι επίσης στοχευμένα και κλιμακωτά και μένει να φανεί στην πράξη εάν όλα αυτά τα κεφάλαια που θα πέσουν στην οικονομία θα καταφέρουν να διαχυθούν γρήγορα για να διασώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους από την επιχειρηματική «μαρίδα».
Η μάχη με τον χρόνο θα είναι σίγουρα δύσκολη εν αναμονή φυσικά και των αποφάσεων που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στους επόμενους – πολλούς – μήνες για τα κριτήρια των βιώσιμων επιχειρήσεων και για το πώς θα αντιμετωπιστούν τα χρέη της πανδημίας.
Βέβαια σε γενικές γραμμές, για μια μικρή οικονομία όπως είναι η δική μας, με ένα τεράστιο πακέτο δωρεάν πόρων όπως είναι εκείνοι του Ταμείου Ανάκαμψης – που κανείς δεν τους περίμενε προ πανδημίας – με σωστό προγραμματισμό, διορατικό σχεδιασμό και με λίγη καλή τύχη, οι απώλειες μπορούν να περιοριστούν.
Οχι φυσικά πως δεν θα υπάρξουν… Η επίτευξη νέου σημείου ισορροπίας τους επόμενους 12 – 24 μήνες θα είναι κρίσιμη από πολλές απόψεις. Και από την πολιτική, φυσικά.