Όταν βλέπεις να ξεκινά να αναπαράγεται στον ξένο Tύπο η αγωνία αναλυτών και επενδυτών για την επόμενη μέρα των υπερχρεωμένων χωρών της ευρωζώνης μόλις καταλαγιάσει το τσουνάμι της πανδημίας, κουμπώνεσαι. Ειδικά όταν είσαι η Ελλάδα με ένα δημόσιο χρέος-μαμούθ για τα δεδομένα της ή – ακόμη χειρότερα – η Ιταλία με ένα τιτάνιο χρέος για…. τα δεδομένα όλων.
Ενδεικτικό είναι πρόσφατο δημοσίευμα της βρετανικής Telegraph με αναλυτές να προειδοποιούν πως Ιταλία, Ελλάδα και άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν δυνητικά κίνδυνο νέας οικονομικής κρίσης, μεταπανδημικά, εξαιτίας του κόστους που επωμίστηκαν στην μάχη ενάντια στην Covid. Η συσσώρευση χρέους απειλεί να τρομάξει τους επενδυτές και να αυξήσει το κόστος δανεισμού μόλις επιστρέψουμε στην κανονικότητα, ειδικά εάν η λιτότητα, μεταπανδημικά, πυροδοτήσει νέο κύμα πολιτικού λαϊκισμού, σύμφωνα με τον διευθυντή κεφαλαίων M&G Eric Lonergan και δηλώσεις του στο εν λόγω δημοσίευμα. «Η Ευρώπη είναι ευάλωτη ως προς την ανάκαμψη καθώς φαίνεται πως είναι προσωρινή η εξάλειψη του πιστωτικού κινδύνου για τα ευρωπαϊκά κράτη μόνο σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, οπότε η ΕΚΤ αναλαμβάνει την αγορά ομολόγων» αναφέρει. Για να προσθέσει πως «το πρόβλημα είναι πως όταν βγαίνεις από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επιστρέφεις στην αγορά ομολόγων και κάποια από τα νούμερα δείχνουν πράγματι πολύ άσχημα».
Η σύνδεση της Ελλάδας με την Ιταλία είναι – παραδοσιακά – ένας συνηθισμένος «πειρασμός» για αναλυτές και δημοσιογράφους. Ωστόσο, όπως τονίζουν κατά καιρούς τεχνοκράτες, τον τελευταίο καιρό ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της ελληνικής αγοράς ομολόγων είναι η σχετική «αποσύνδεση» της από τα τεκταινόμενα στην Ιταλία. Αυτή η τάση φυσικά δεν συνεπάγεται ανοσία για την ελληνική οικονομία καθώς σε δύσκολες συνθήκες, μεταπανδημικά, χώρες με προβληματικά θεμελιώδη όπως είναι η δική μας δεν θα μείνουν στο απυρόβλητο σε περίπτωση που θα ξεσπάσει μια – αγελαία – έξοδος επενδυτών από το χρέος του Νότου. Ουσιαστικές διαφορές όμως μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας υπάρχουν.
Το ελληνικό χρέος σε πολύ μεγάλο βαθμό ανήκει σε έναν πιστωτή, τους Ευρωπαίους, ενώ παράλληλα υπάρχει ενεργό πλαίσιο μέτρων ελάφρυνσης του και διακανονισμών με τους Ευρωπαίους σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τι σημαίνει αυτό; Αφενός ότι με διαρκείς διαχειριστικές πράξεις η Ελλάδα έχει καταφέρει να κλειδώσει τις χρηματοδοτικές της δαπάνες σε χαμηλά επίπεδα και να δημιουργήσει μαξιλάρια ασφαλείας έναντι μελλοντικών αυξήσεων κόστους δανεισμού. Αφετέρου όταν χρωστάς στους εταίρους είσαι πρακτικά καταδικασμένος σε εποπτεία διαρκείας, κάτι που – είτε αρέσει είτε όχι – συνιστά μια μορφή εγγύησης για τις αγορές.
Αυτό όμως σημαίνει πως μεταπανδημικά και στην Ελλάδα τίποτε δεν θα είναι δωρεάν, ούτε θα μπορεί να συντηρηθεί η λογική των επιδομάτων, καθώς τα δημοσιονομικά περιθώρια θα ξεκινήσουν να στενεύουν και οι αγορές να μας κοιτούν με άλλο μάτι. Αυτό είναι ένα πλαίσιο που θα ξεκινήσει να μπαίνει στο τραπέζι με πιο δυναμικό τρόπο, από το φθινόπωρο και μετά, με την προϋπόθεση πάντα να εξασθενήσει η υγειονομική απειλή, όταν θα ξεκινήσει να ζεσταίνεται σιγά – σιγά, μετά τις γερμανικές εκλογές ίσως και τις γαλλικές, η κουβέντα για την αναμόρφωση των δημοσιονομικών κανόνων.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίες οι επισημάνσεις κορυφαίων θεσμικών φορέων όπως είναι η Τράπεζα της Ελλάδας με τον Γιάννη Στουρνάρα να προειδοποιεί προ ημερών: «Πρωτίστως όμως η κρίση της πανδημίας αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρύθμισης του υπό αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης γύρω από δύο κεντρικούς άξονες: α) την απλοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι, ρεαλιστικοί και εύχρηστοι, και β) την ενίσχυση της εφαρμογής αξιόπιστων αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και με μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων δεν θα είναι εύκολη. Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να είναι αξιόπιστοι, ώστε να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών, και να μη χρειάζονται πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών, παρά μόνο πολιτική στήριξη σε επίπεδο ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης»….
Ποιος θα «πουλήσει» προοπτική στους επενδυτές;
Οι χώρες έχουν καταφέρει να δανείζονται φθηνά κατά την διάρκεια της πανδημίας εξαιτίας του προγράμματος PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme) της ΕΚΤ με τις αγορές να δρουν υποστηρικτικά παρέχοντας, φθηνή, αθρόα ρευστότητα. Με τους δημοσιονομικούς κανόνες σε αναστολή στην ευρωζώνη και τις χώρες ελεύθερες να δημιουργήσουν ελλείμματα προκειμένου να δαπανήσουν για να στηρίξουν τις οικονομίες τους και να αντιμετωπίσουν τα κόστη της υγειονομικής κρίσης, τα δημοσιονομικά ισοζύγια έχουν διαταραχθεί για τα καλά. Ωστόσο, είναι δεδομένο πως η κατάσταση αυτή είναι προσωρινή μόνο και αργά ή γρήγορα η επιστροφή στο δημοσιονομικό «μαντρί» θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και το μόνο ερώτημα είναι με ποιους όρους αυτή θα γίνει.
Ειδικά για την περίπτωση της Ιταλίας που είναι ο μεγάλος, δημοσιονομικός ελέφαντας στο δωμάτιο της ευρωζώνης προπανδημικά και μεταπανδημικά, οι τελευταίες προβλέψεις του ΔΝΤ κάνουν λόγο για χρέος στο 156% του ιταλικού ΑΕΠ μετά την πανδημία, από 135% πριν την πανδημία και παραμονή του άνω του 150% για αρκετό καιρό.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Telegraph και τις δηλώσεις του κ. Lonergan η Ιταλία είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη. Ωστόσο είναι και άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν κίνδυνο καθώς ανεβαίνουν τα επιτόκια στις ΗΠΑ ωθώντας τους επενδυτές να μεταφέρουν κεφάλαια από την Ευρώπη στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Σύμφωνα με τον αναλυτή, το ρίσκο μιας κρίσης χρέους θα ενισχυθεί εάν τα μέτρα λιτότητας, μεταπανδημικά, ενισχύσουν τον λαϊκισμό. «Σε δύο χρόνια, εκτός εάν κάτι αλλάξει, είναι πολύ δύσκολο να δούμε κάτι άλλο εκτός από δημοσιονομική λιτότητα. Αυτό θα σημάνει μεγάλη εξάρτηση από την νομισματική πολιτική ξανά και εάν σε αυτό το πλαίσιο προστεθεί και ο λαϊκισμός, υπάρχει ουσιαστική πιθανότητα να επανακάμψουν κρίσεις σε κράτη» εκτιμά.
Στο ίδιο μήκος κύματος, άλλη αναλύτρια, η Althea Spinozzi, στην Saxo Bank, με δηλώσεις της που φιλοξενούνται στο δημοσίευμα εκτιμά πως μια απόσυρση τοποθετήσεων επενδυτών από κρατικά χρέη θα ξεκινήσει με έξοδο από την Ελλάδα για να ακολουθήσουν Ισπανία και Πορτογαλία.
Το μελανό αυτό τοπίο ωστόσο συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από την στάση της ΕΚΤ, με τους αναλυτές να ελπίζουν πως θα διατηρήσει την χαλαρή και υποστηρικτική στάση καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει ασθενής και ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα.
Πολύ νωρίς για εκτιμήσεις
Πολλοί πάντως εκτιμούν πως είναι ακόμη νωρίς για…εκτιμήσεις. Το PEPP λήγει την άνοιξη του 2022. Μέχρι τότε κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τίποτα. Ούτε μια νέα επέκταση του PEPP, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο οι πολιτικοί στην Ευρώπη να εφεύρουν μια λύση, αμοιβαία αποδεκτή και φιλική προς τις αγορές για την διαχείριση του μεταπανδημικού χρέους των χωρών της ευρωζώνης, που είναι και το πραγματικά μεγάλο στοίχημα στο τραπέζι.
Κάτι που γνωρίζει άριστα ο Μάριο Ντράγκι που δεν μασά τα λόγια του και ξέρει καλά, όχι μόνο τη Φρανκφούρτη αλλά κυρίως το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες.
Για εμάς, ως Ελλάδα, κακά τα ψέματα, ο μεγάλος στόχος είναι να διατηρηθεί, με κάθε κόστος, σταθερό το status των ελληνικών ομολόγων. Ακόμη και εάν αυτό θα σήμαινε – σε ένα ακραίο σενάριο – μια νέα επίσκεψη στον ESM… Πρωτίστως για να συνεχίσει να δανείζεται φθηνά η ελληνική οικονομία με πρώτες τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δευτερευόντως και πολύ δευτερευόντως, για λόγους ταμειακούς.
Μέχρι τότε βέβαια έχουμε καιρό. Εμείς.
Και οι Γερμανοί, εκλογές…