Σε μια ταινία του 1966, τον «Φόβο» του Μανουσάκη, περιγράφονται ποια είναι τα σχήματα που κυβερνούν την ψυχή ενός νεαρού, του Αγγελου, τον οποίο υποδύεται ο Αγγελος Βλάχος: η παράδοση που τον πνίγει, η οικογένεια που τον συνθλίβει και η «γραμμικότητα» του κάμπου που τον ισοπεδώνει. Η ταινία ήταν η τελευταία του Μανουσάκη –έκτοτε δεν γύρισε άλλη– γιατί αποκαλύπτοντας ποιο στοιχείο φωλιάζει σε μια εθνική ψυχή, δείχνοντας με τρόπο απαράμιλλα πρωτοποριακό τον φόβο και τους μηχανισμούς εξουσίας, κατέστη αυτόματα ένας παρίας.
Εννιά χρόνια μετά, στα 1975, ένας άλλος αποσυνάγωγος της διανόησης, ο Γεράσιμος Κακλαμάνης (1940-2003), ταλαιπωρημένος από τις παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας, στο βιβλίο του «Ανάλυση της νεοελληνικής αστικής ιδεολογίας» περιέγραψε με κλινική ακρίβεια, απαράμιλλη οξύνοια και σοκαριστική αιχμηρότητα το σχήμα του φόβου που κυβερνά την ψυχή της ελληνικής εκπαίδευσης. Το σύστημα εξουσίας, λέει, ελέγχει τη νεότερη γενιά μέσα από τον εξής απλό φοβικό μηχανισμό: φροντίζει η ύλη να είναι πάρα πολύ μεγάλη, μαξιμαλιστική, για να τρέχει ασθμαίνοντας ο μαθητής να την καλύψει. Αδυνατώντας να το πετύχει, καταφεύγει στις έτοιμες απαντήσεις, στα λυσάρια, στον αναμηρυκασμό, στη φροντιστηριοποίηση της σκέψης.
Ευρισκόμενος σε μια συνεχή σύγχυση λόγω του μαξιμαλισμού της ύλης, ολοκληρώνει στη σχολική εκπαίδευση, το πρώτο στάδιο του εξανδραποδισμού του. Οταν πάει στο Πανεπιστήμιο, ο πρωτοετής βλέπει ότι η γνώση της δευτεροβάθμιας τού είναι άχρηστη, έχει άλλα να διαβάσει, αυτά που ο ex cathedra καθηγητής λέει και ορίζει ως επιστήμη, χωρίς όμως να πείθεται. Ετσι, λέει ο Κακλαμάνης, ο φοιτητής ανέχεται τον καθηγητή, ο καθηγητής τον φοιτητή με δόλωμα το πτυχίο και την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Σε αυτή την τετραετή ή πενταετή πορεία, ο εξανδραποδισμός του νέου ολοκληρώνεται με τη διαμόρφωση μιας μυθολογικής ψυχής που «μπορεί να απορροφήσει οτιδήποτε», εφόσον το «ειδέναι» που σημαίνει «ερωτώ» απαιτεί χρόνο και βίωμα.
Η σύγχυση ως κανονικότητα
Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο Αλέξης Δημαράς στο βιβλίο του «Νεοελληνική εκπαίδευση, η μεταρρύθμιση που δεν έγινε – Τεκμήρια ιστορίας: 1821-1894», έδειξε και δύο άλλα χαρακτηριστικά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης: την αποσπασματικότητα και την επίκληση στην ανώτερη επιστήμη. Η αποσπασματικότητα οφείλεται στα συνεχή μπρος-πίσω των ανολοκλήρωτων πολιτικών κύκλων, πράγμα που εμπεδώνει τη σύγχυση ως μια κανονικότητα. Η επίκληση στην ανώτερη επιστήμη ανάγεται στο γεγονός, λέει ο Δημαράς, ότι οι δάσκαλοι του Δημοτικού, από την αρχή ίδρυσης του κράτους, για να πετύχουν οι μαθητές την πρόσβαση μέσω εξετάσεων στο Γυμνάσιο και για να επιβεβαιώσουν ότι είναι καλοί, ώστε να συνεχίσουν να αμείβονται από το δημοτικό ταμείο, αναγκάζονταν να κάνουν την ύλη του Γυμνασίου. Αποκτούσαν κύρος εξ αντανακλάσεως, αυθυπαρξία δανειζόμενη. Αυτή η παράδοση φτάνει ως σήμερα που οι καθηγητές στο Λύκειο (ειδικά αν έχουν διδακτορικό) θεωρούν ότι πρέπει να διδάξουν επιστήμη, ωσάν να υπάρχει Πανεπιστημιακό Λύκειο.
Αυτά είναι, λοιπόν, τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοελληνικής εκπαίδευσης: η πνευματική σύγχυση που προκαλείται από τον μαξιμαλισμό και που θεραπεύεται με τη φροντιστηριοποίηση της σκέψης, η αποσπασματικότητα καλυμμένη πίσω από έναν μανδύα επίκλησης στην επιστήμη (Κλασικές Σπουδές, επιστήμη της Ιστορίας, Γλωσσολογία κ.τ.λ.). Δημιουργούνται έτσι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να παραχθεί μια κουλτούρα εκπαίδευσης φοβική και εσωστρεφής.
Τα βασικά αυτά προβληματικά γνωρίσματα αποτυπώνονται και στα νέα προγράμματα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στα οποία προστίθεται και ένα ακόμα: η αναντιστοιχία ανάμεσα στη μέθοδο, το περιεχόμενο και την αξιολόγηση, με την τελευταία να καταργεί τα δύο πρώτα, όπως αυτό εμπεδώθηκε μεταπολιτευτικά με τις πανελλαδικές εξετάσεις. Στη Γλώσσα του Λυκείου, επί παραδείγματι, ζητείται η συγγραφή επιχειρηματολογικού κειμένου, χωρίς όμως να δίνεται μία μέθοδος ή να προτείνονται κάποια βήματα της διδασκαλίας στα περιεχόμενα. Δημιουργείται έτσι το κατάλληλο αγοραίο πλαίσιο για πνευματική σύγχυση.
Ο λαβύρινθος της Ιστορίας
Την ίδια σύγχυση προάγει και το ένα από τα δύο μαθήματα των αναπαραστάσεων, η Ιστορία. Η θεματική προσέγγιση στο μάθημα της Ιστορίας στον άξονα του χρόνου (από την αρχαία εποχή ως τη σύγχρονη), όπως καθιερώθηκε από τον Παπαρρηγόπουλο, μαζί με έναν πρωτοφανή μαξιμαλισμό στόχων και περιεχομένου δημιουργεί ακόμη και σε ενότητες που θα μπορούσαν να φέρουν μια δυναμική σοβαρά προβλήματα στοχοθεσίας: η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη –που είχε εξοβελιστεί δεκαετίες τώρα από την εκπαίδευσή μας, κάνοντας τον Γεωργουσόπουλο να μιλήσει για μέγα σκάνδαλο– συντρίβεται κάτω από την επιστημονική ορθότητα, εξοβελίζοντας από τη μεταρρύθμιση και απαλείφοντας τις μέγιστες κατακτήσεις της, την κατεδάφιση του φατριασμού και των μικροσυμφερόντων για χάρη μιας υγιούς πολιτείας μέσα από ένα διττό σύστημα αξιοσύνης και κλήρωσης. Τι πιο επίκαιρο!
Ούτε με το πρόγραμμα αυτό λύνεται το σοβαρό πρόβλημα των ιστορικών αναπαραστάσεων, καθώς σχετίζονται τόσο με την αυτοεικόνα των Ελλήνων που εδώ και διακόσια χρόνια βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ μεγάλης ιστορικής αφήγησης (ή πιο πρόσφατα των μικροαφηγήσεων) και μύθου, όσο και με την ίδια την ιστορική επιστήμη που έχει ξανοιχτεί σε τόσα πολλά υποπεδία και έχει δώσει επιμέρους μελέτες, πολλές και ενδιαφέρουσες, όχι όμως βιβλία αναφοράς, για την Ιστορία της Ελλάδας, π.χ. της Οθωμανικής περιόδου, από όπου προήλθαμε, ή της Φραγκοκρατίας πιο πριν.
Γλώσσα και δημιουργική γραφή
Και στη Λογοτεχνία παρατηρείται κάτι ανάλογο. Το μείζον στην εκπαίδευσή μας είναι η εισαγωγή ολόκληρου βιβλίου, για το οποίο όμως δεν δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο αγοράς του, ούτε προβλέπεται να εξετάζεται στην τελική αξιολόγηση. Αυτό που εξετάζεται όμως συστηματικά είναι η δημιουργική γραφή, ωσάν αυτό να είναι το μείζον! Tο ίδιο το αντικείμενο, της δημιουργικής γραφής, ξεκίνησε ως πανεπιστημιακό μάθημα σε αγγλόφωνα πανεπιστήμια για επίδοξους λογοτέχνες. Η μεταφορά στην εκπαίδευση έχει πάρει τις εξής μορφές: είτε κυρίως εισαγωγή στην αγγλόσφαιρα (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία όπου εξετάζεται κατά 25%) ή μερική εισαγωγή στην Ιταλία ως τις τάξεις του Γυμνασίου ή μερική εισαγωγή αρχικά και απόσυρση στη συνέχεια στη Γαλλία ή καθόλου εισαγωγή, όπως στην Ισπανία ή την Πολωνία.
Η υποχρεωτικότητα της δημιουργικής γραφής στο Λύκειο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που φιλοδοξεί να λύσει, αφού υπάρχει σοβαρή πιθανότητα έως βεβαιότητα να κατακλυστεί, όπως έγινε στο πρόσφατο παρελθόν, το μάθημα από χειμάρρους εξομολογήσεων ή ποιημάτων ή αφηγημάτων, εντελώς αδιάφορων και εντελώς άσχετων με το γραπτό λογοτεχνικό κείμενο, με την καθαυτό λογοτεχνική αναπαράσταση ή να βλέπουμε άλλες αυτοσχέδιες και ναΐφ αναπαραστάσεις (θεατρικές ή κινηματογραφικές) επιπέδου βιντεοταινιών δεκαετίας του 1980. Φαίνεται ότι θα επιβεβαιωθεί μια οξεία παρατήρηση του Αξελού που έγινε στα 1954, ότι η χώρα «κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγμένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προσφέρει ένα χείμαρρο από λόγια ή σωπαίνει».
Το πιο σοβαρό πρόβλημα, ωστόσο, υπάρχει στη Γλώσσα, την Αρχαία και Νέα Ελληνική. Μάταια προσπαθούσε ο Συκουτρής, ένας άλλος παρίας, να πει στο εναρκτήριο μάθημα του ως υφηγητή στο Αθήνησι Πανεπιστήμιο το Γενάρη του 1931 ότι «διά τον γλωσσολόγον υπάρχουν οι συγγραφείς χάριν των λέξεων, των τύπων και των προτάσεων, δια τον φιλόλογον η μελέτη των λέξεων και των προτάσεων και των τύπων γίνεται χάριν των συγγραφέων». Η αυταξία της γλώσσας, των διαλέκτων και των τύπων προτάσσεται εμφατικά. Θαρρώ ότι όσο δεν λύνεται το πώς διδάσκουμε τα Αρχαία Ελληνικά, δεν θα λυθεί και το πρόβλημα με τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής.
Ιδεολογικά παιχνίδια εξουσίας
Μπορεί να φαίνεται θέση αξιωματική, αλλά στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα μιας ιστορικής πορείας. Οπως έχει δείξει ο Mackridge στο βιβλίο του «Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα 1776-1976», γύρω από τη γλώσσα έχουν εκτυλιχθεί πνευματικά και ιδεολογικά παιχνίδια εξουσίας: ένα από αυτά, η ίδια ακριβώς γλώσσα από την εποχή του Ομήρου ως σήμερα, εγκλωβίζει τη σκέψη του μαθητή, που αδυνατεί να μεταφράσει διαφορετικά τη λέξη δίκη ή πόλις ή καιρός, επειδή έχει διαπαιδαγωγηθεί με το αξίωμα αυτό, τη λατρεία των αναλλοίωτων σημασιών.
Στο μάθημα της Αντιγόνης, η οποία όλο πεθαίνει η κακόμοιρη, αλλά δεν το βλέπουμε ούτε το διαβάζουμε ποτέ, εδώ και σαράντα χρόνια, η εγελιανή ή διαλεκτική σύγκρουση μεταξύ δύο απολύτων αληθειών (Αντιγόνης και Κρέοντα), η καταστροφή τους και η ανάδυση μιας τρίτης αλήθειας με το τέλος της τραγωδίας στο μυαλό και στην ψυχή του θεατή ή του μαθητή δεν καταγράφεται πουθενά, ενώ αυτή είναι μια από τις πιο κύριες όψεις της τραγωδίας. Μεταπολιτευτικά επικράτησε η μία πλευρά, η επαναστατικότητα per se, ενώ αποσιωπήθηκε η αυτοκαταστροφικότητα της επαναστατικότητας και του απόλυτου κρατισμού.
Δεν φαίνεται ή δεν στρώνεται το έδαφος για μια προγραμματική μετάβαση σε διαφορετική αντίληψη. Ισως αυτό να γίνεται, γιατί το πρόγραμμα σπουδών δεν πιστεύει στη διαλεκτική αλλά στη μονολογική χρήση του πολιτισμού, μιας ιδέας, μιας νοοτροπίας, και κατ᾽ επέκταση στην επιβολή της αρχαίας Ελλάδας στη νεότερη. Ισως, πάλι, η μονόδρομη κατεύθυνση προς τον γραπτό λόγο υποδηλώνει μια διαρκή άρνηση στην ίδια τη θεατρικότητα και παραστασιμότητα του κειμένου, γιατί κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε την παντοδυναμία του γραπτού λόγου και την αυταξία της γλώσσας που έχει επικαθίσει μετεπαναστατικά. Το αξιοπερίεργο είναι ότι όλα αυτά γίνονται στο όνομα της επιστήμης, η οποία εγκρίνει και πιστοποιεί.
Οι φύλακες της εξουσίας
Γιατί γίνεται αυτό; Νομίζω ότι η σύνθεση τέτοιων προγραμμάτων σπουδών είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο εξουσίας ενός τύπου σκέψης που παράγεται στα πανεπιστήμια και ελέγχει καθυποτάσσοντας την αυτενέργεια και τη σκέψη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως ο Κακλαμάνης κατέδειξε επιτυχώς στα 1975. Για αυτό και διατηρείται και ανανεώνεται μέσα από έναν μηχανισμό που δεν ελέγχεται από τους εκπαιδευτικούς, λες και σκοπός είναι να μην αποκτήσει αυθυπαρξία ποτέ και να βρίσκεται σε σύγχυση η κοινότητα. Επιβεβαιωτικό αυτού είναι ότι η εμπλεκόμενη επιστημονική κοινότητα συναινεί και επαυξάνει, αν και δεν τηρούνται βασικά βήματα επιστημονικότητας: έρευνα προβλήματος, πειραματική εφαρμογή, ανάλυση αποτελεσμάτων, επανεξέταση. Με αυτά τα προγράμματα θα γίνει η προκήρυξη βιβλίων, χωρίς να έχει καν ξεκινήσει η εφαρμογή!
Πώς να μην αναφωνεί η Λίζα Παπασταύρου (Αλίκη Βουγιουκλάκη) στη σπαρταριστή σκηνή από το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», όταν μπερδεμένη με αυτά που ακούει από τις καθηγητές της –ο ένας της Φυσικής περί εξελικτικής θεωρίας, ο άλλος της Θεολογίας περί Αδάμ– ξεστομίζει ενώπιον των σεβαστών καθηγητών της: «Μη μου τα γυρίζετε τώρα, να έχετε το θάρρος της γνώμης, όπως το έχω εγώ και σας το λέω κατάμουτρα· γιατί και εμείς, τι να κάνουμε, παιδιά είμαστε! Ο ένας μας τα λέει έτσι, ο άλλος μας τα λέει αλλιώς, ε, μπερδευόμαστε». Σαν να μην έχει περάσει ένας χρόνος από το 1959.
ΥΓ. Η απόσυρση του εκπαιδευτικού προγράμματος για τον προγεννητικό έλεγχο αποδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος που έχουμε σε θεσμικό επίπεδο. Oταν φτάνει η πολιτική και εκπαιδευτική ηγεσία να παίρνουν θέση και να αναλαμβάνουν την ευθύνη, σημαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό ότι δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου αξιόπιστοι και ανεξάρτητοι κάτω από αυτή. Είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που επιστημονικά και διδακτικά ενέκριναν τα μαξιμαλιστικά προγράμματα σπουδών.
* Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο