Για όσους δεν την γνωρίζουν, η Μόνικα είναι τραγουδίστρια. Ξύπνησε νωρίς την περασμένη Πέμπτη, για να παρακολουθήσει την παρέλαση της 25ης Μαρτίου, την κορύφωση των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Από εκείνη εμπνεύστηκε και έγραψε ένα τραγούδι, που αργότερα το ανέβασε στο YouTube. Το αποτέλεσμα κρίνεται από τους ακροατές –για μένα, ας πούμε, είναι μάλλον αδιάφορο.
Αν όμως ρίξει κανείς μια ματιά στα σχόλια κάτω από το τραγούδι, θα διαπιστώσει πως το πρόβλημα με τους περισσότερους ακροατές δεν είναι καλλιτεχνικό. «Το YouTube της Μόνικας έχει γίνει σαν τα σόσιαλ του Κούλη», λέει ένας χρήστης. «Αμα το βάλεις να παίξει ανάποδα, εμφανίζεται στον ύπνο σου ο Άδωνις ντυμένος Παπαφλέσσας», λέει άλλος. «Αυτό ξέρουμε όλοι τι είδους ακροδεξιό τρακ θυμίζει. Μάλλον στο LA σε χτύπησε ακραία εθνικιστική παράκρουση της ξενιτεμένης», λέει ένας τρίτος. Το πρόβλημα δεν είναι οι νότες ή οι στίχοι, είναι το γεγονός ότι η τραγουδοποιός εμπνεύστηκε από την παρέλαση (άρα στηρίζει την κυβέρνηση που τη διοργάνωσε) και ότι, επειδή αναφέρεται στην Επανάσταση του ’21, το τραγούδι είναι εθνικιστικό.
Σε μια άλλη περίπτωση, το μακρινό 2011, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, σε στίχους Νίκου Καλογερόπουλου. Κανείς δεν διανοήθηκε να χαρακτηρίσει εθνικιστές ή ακροδεξιούς ούτε τον συνθέτη ούτε τον τραγουδιστή – και δικαίως, η πολιτική τους τοποθέτηση είναι γνωστή. Ένα δημοφιλές βιντεάκι στην ίδια πλατφόρμα, όμως, ανεβασμένο από άγνωστο χρήστη το 2011, διανθίζει το τραγούδι με μια απαγγελία του Γιώργου Τράγκα. Έχει σήμερα πάνω από 1,7 εκατ. προβολές και στα σχόλια που το συνοδεύουν εξυβρίζονται οι Τούρκοι και οι εθνοπροδότες Έλληνες.
Το πρόβλημα με την ελληνική ταυτότητα είναι πως τα στερεότυπα που φτιάχτηκαν για να την ερμηνεύσουν την κατασπαράσσουν. Αν στήριξες το σχέδιο Ανάν ή την ονομασία Βόρεια Μακεδονία, είσαι εθνοπροδότης. Αν χαζεύεις τις παρελάσεις, έχεις εθιστεί στο δικτατορικό εθνο-κιτς. Αν δεν έντυσες φέτος το παιδί σου τσολιαδάκι, δεν έχεις κατανοήσει την ιστορία σου και αν τόλμησες να ενδιαφερθείς για την σημαδιακή επέτειο είσαι το λιγότερο χάπατο, που τρέφεσαι με αμφιβόλου ποιότητας θεάματα εν μέσω πανδημίας. Υπάρχουν Έλληνες που σκέφτονται διπλά πριν βάλουν την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι τους και άλλοι που έχουν επιλέξει να μην την βάζουν ποτέ. Υπάρχουν και οι απέναντι, που καταγράφουν σχολαστικά όσους δεν τρώνε μπακαλιάρο σκορδαλιά, κραδαίνοντας στο χέρι το πατριδόμετρο. Καμία κατηγορία από τις δύο, ούτε καν αυτές τις ημέρες τις συμβολικές, δεν ενδιαφέρθηκε να κοιτάξει πέρα από τον τρόπο που έμαθε να ορίζει την ελληνικότητα.
Υπάρχουν όμως και μερικοί που δεν αρκέστηκαν να μην ξεπεράσουν τις βεβαιότητες τους, αλλά ενοχλήθηκαν με την ανάδειξη αυτής της ελληνικότητας στο εξωτερικό —εμποτισμένη με όλη την αξία της και όλα τα κλισέ της. Οι εθνογκρινιάρηδες, που τρόλαραν τον κιμά γαρίδας για τους προσκεκλημένους της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό Μέγαρο και την ξενάγηση στην Εθνική Πινακοθήκη δεν έχουν κανένα πρόβλημα να φορέσουν μια ποδοσφαιρική φανέλα με το εθνόσημο της εθνικής Αργεντινής για χάρη του Λιονέλ Μέσι. Διαλέγουν πίτσες που φέρουν υπογραφή 100% ιταλική και την πρώτη φορά που επισκέπτονται το Λονδίνο δεν παραλείπουν να βγάλουν μια φωτογραφία τους στρατιώτες που φυλάνε το Μπάκιγχαμ. Έχουν απόψεις για το πώς πρέπει να ντυθεί η Lady Gaga για να τραγουδήσει τον αμερικανικό εθνικό ύμνο στην ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν και γνωρίζουν τον ρυθμό ή ακόμα και τους στίχους της Μασσαλιώτιδας απ’ έξω. Τα σύμβολα των άλλων αξίζουν σεβασμό και ανάδειξη. Τα ελληνικά σύμβολα, ωστόσο, παραδίδονται με προθυμία (ίσως και με κάποια ανακούφιση) στους χρυσαυγίτες, σπρώχνοντας τον σύγχρονο, inclusive πατριωτισμό που έχτισε τις ΗΠΑ και χτίζεται ακόμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να τσαλαπατηθεί από την Ακροδεξιά. Παραβλέποντας πως η μεγαλύτερη νίκη αυτών των διακοσίων ετών είναι η εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος και η θωράκισή του.
Περίεργο πράγμα οι ταυτότητες, ειδικά όταν δεν τις έχεις αποδεχτεί.