Σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, η συζήτηση για το άνοιγμα των σχολείων φέρνει αντιπαραθέσεις στο ακροατήριο. Και πολύ συχνά, τα σκάγια παίρνουν και αθώους. Θυμάμαι, όταν, μετά τα Χριστούγεννα, άνοιξαν τα Δημοτικά και η προσχολική εκπαίδευση, εξαγριωμένοι γνωστοί και άγνωστοι αναρτούσαν πικρόχολα σχόλια, σε Facebook και Twitter. Τα σχόλιά τους έριχναν δηλητηριώδη βέλη ενοχής στον γονιό που «δεν αντέχει άλλο τα παιδιά στο σπίτι» και θέλει να τα ξεφορτωθεί, εις βάρος της δημόσιας υγείας (λες και η απόφαση βγαίνει από τον γονιό, αλλά τι να πεις τώρα).
Κάποια από τα σχόλια έριχναν χολή στις μαμάδες –και εκείνοι που τα έκαναν έφταναν στο σημείο να λένε ότι επιτέλους, τώρα που άνοιξαν τα σχολεία, θα μπορούν να πίνουν τους καφέδες τους, ανενόχλητες. «Κρατήστε τα παιδιά σας σπίτι! Κι αν δεν αντέχετε, να μην τα κάνατε!» φώναζε ένας όχλος υστερικών, που μάλλον δεν έχει ιδέα τι σημαίνει να βλέπεις το παιδί σου να μαραζώνει, για να μην πούμε να είσαι γονιός στην πανδημία, να τηλεργάζεσαι με μικρά παιδιά γύρω σου, τα οποία έχουν απεριόριστη ενέργεια, τώρα περισσότερη από ποτέ, αφού οι δραστηριότητές τους έχουν εξαφανιστεί εδώ και μήνες.
Αυτά γίνονταν σε μια εποχή όπου τα κρούσματα ήταν πολλά, αλλά πολύ λιγότερα από αυτά που μετριούνται τον τελευταίο μήνα. Φαντάζομαι τι θα γινόταν τώρα, αν ανακοίνωναν ότι θα ανοίξουν Δημοτικά και Νηπιαγωγεία. Που λέει ο λόγος, δηλαδή, γιατί ούτε μία στο εκατομμύριο δεν θα έπαιρναν τώρα μια τέτοια απόφαση, με 3.000 και 4.000 κρούσματα κάθε μέρα και το σύστημα υγείας στο κόκκινο. Αποφάσισαν το ελάχιστο που μπορούσαν, να ανοίξουν το Λύκειο.
Τη Δευτέρα οι μαθητές του Λυκείου θα περάσουν ύστερα από μήνες το κατώφλι της τάξης τους. Θα το περνούν με τη βεβαίωση ανά χείρας, με το αποτέλεσμα που προκύπτει από τα self tests. Δύο την εβδομάδα, περισσότερα ίσως από τα τεστ που θα τους βάλουν οι καθηγητές τους στο μάθημα. Και θα λένε άπειρα αστεία μεταξύ τους για αυτή τη νέα συνθήκη, με την οποία έμελλε να αποχαιρετήσουν το σχολείο. Για το πόσο βαθιά κατάφεραν να χώσουν την μπατονέτα στα ρουθούνια τους, για τη μύτη τους που θα έχει υποστεί κανονική γεώτρηση μέχρι να τελειώσει η χρονιά.
Φυσικά, το άνοιγμα του Λυκείου έφερε την ίδια γκρίνια, και περισσότερη. Γιατί, τώρα, νιώθουμε όλοι περισσότερο κουρασμένοι και μπερδεμένοι, σε σχέση με δύο μήνες πριν. Τα κοινωνικά δίκτυα, ως ένας υποτυπώδης μετρητής των κοινωνικών συναισθημάτων και ορέξεων, έδειξαν ότι οι περισσότεροι δεν βλέπουν την απόφαση με καλό μάτι. Αλλοι λένε: «Γιατί ανοίγουν τώρα το Λύκειο, δέκα μέρες πριν το Πάσχα; Να πάνε μετά τα παιδιά στα χωριά τους και να κολλήσουν τους παππούδες;». Αλλοι, πάλι, αγωνιούν: «Καλό είναι να κινδυνεύουν να κολλήσουν τίποτα τα παιδιά, λίγο πριν από τις Πανελλαδικές;». Πολλοί στέκονται στον ασαφή ρόλο που παίζουν τα self tests σε αυτή την επιστροφή: «Είναι βέβαιο ότι θα γίνονται σωστά, χωρίς τη βοήθεια ειδικού;».
Τίποτα δεν είναι βέβαιο και το αισθάνεσαι παντού πια. Κι αυτή η τελική ευθεία, στην οποία βαδίζουμε, μοιάζει ατελείωτη. Σαν ένα λάστιχο που το τεντώνουν και γίνεται όλο και πιο μακρύ. Προχωράμε αποκαμωμένοι και δεν υπάρχουν πολλά για να μας τονώσουν το ηθικό, να μας καθαρίσουν τη θολωμένη σκέψη. Αντίθετα, μας τη θολώνουν περισσότερο. Δεν ξέρουμε πια τι να πιστέψουμε. Λοιμωξιολόγοι διαφωνούν σχετικά με το πώς πρέπει να προχωρήσουμε: οι μεν φωνάζουν «ανοίξτε», οι δε «κλείστε». Οι εμβολιασμοί προχωρούν με αργούς ρυθμούς και πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνονται, αισθάνεσαι ότι αποτελούν κινήσεις ανάγκης. Σίγουρα, δεν έχουν τη δυναμική να σου μεταδώσουν αίσθημα ασφαλείας.
Δεν θα αντιδράσεις; Ναι, θα το κάνεις. Το δικαιούσαι.
Απλώς, να, σαν να αντιδρούμε λίγο παραπάνω όταν πρόκειται για το άνοιγμα του σχολείου. Σαν να μας πειράζει περισσότερο που θα ανοίξει την πόρτα της μια τάξη, παρά οτιδήποτε άλλο. Το άνοιγμα του σχολείου μάς ανοίγει την όρεξη για περισσότερη έριδα και σαματά.
Στην τελική, τη Δευτέρα θα φτάσουν στα σχολεία τους τρεις τάξεις, μόνο. Θα μπούνε σε άδεια κτίρια, ίσως χωριστούν και σε μικρότερους αριθμούς στις αίθουσες, ώστε να μην είναι όλα τα παιδιά μαζί, σε έναν χώρο. Θα συναντήσουν τους συμμαθητές τους, θα πάρουν μια τελευταία τζούρα σχολικής ατμόσφαιρας, κάτω από τις μάσκες τους. Και σε δέκα μέρες, θα πούνε «καλό Πάσχα». Μετά, βλέπουμε. Ολα ρευστά είναι, άλλωστε, σε αυτή την ατελείωτη διαδρομή προς το τέλος.
Είναι περισσότερο επικίνδυνη η επιστροφή μιας τάξης στο σχολείο από το άνοιγμα των κομμωτηρίων και των νυχάδικων; Είναι περισσότερο επικίνδυνη από το click inside σε ένα πολυκατάστημα; Προσωπικά, δεν έχω ιδέα. Αλλά, αν δεις τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα, η πλειοψηφία έχει αποφασίσει: το άνοιγμα αυτό, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, είναι όλεθρος.
ΥΓ. Η συζήτηση που θα έπρεπε να κάνουμε, εκείνη που θα είχε μεγαλύτερη αξία, είναι αν θα προσφέρει κάτι στα παιδιά του Λυκείου αυτό το άνοιγμα λίγο πριν από το Πάσχα και λίγο πριν από το τέλος.