Eκπαιδεύτηκα και εγώ από νωρίς στην ψυχική ατολμία. Ιούνιος ’87, πενθήμερη με το σχολείο στην Κρήτη. Μένω σε ένα δίκλινο με την καλύτερή μου φίλη. Βρίσκομαι στο μπάνιο, όταν ακούω κάποιον να μπαίνει στο δωμάτιο. Στήνω αφτί. Είναι ο φιλόλογος της Γ’ Λυκείου –κατά γενική ομολογία ψυχικά ασταθής– που, αγνοώντας τη δική μου παρουσία, θέλησε να δει κατά μόνας τη φίλη μου. «Πηγαίνεις με τον ένα και με τον άλλο για να με πικάρεις» τής λέει. Εκείνη έχει μείνει εμβρόντητη. Δεν είχε μεσολαβήσει απολύτως τίποτα που να δικαιολογεί την εν λόγω «έξαρση». Την ακούω που κάτι προσπαθεί να του πει σε πιο έντονο ύφος, «με ποιο δικαίωμα;» ή κάτι τέτοιο. Οταν ανοίγω την πόρτα του μπάνιου, αυτός έχει φύγει, εκείνη τρέμει ολόκληρη.
Προς τιμήν του, ο πατέρας της φίλης μου ήρθε στο σχολείο προκειμένου «να κινήσει κάποια διαδικασία» για την απρεπή συμπεριφορά του εκπαιδευτικού. Τις επόμενες μέρες επικράτησε αναστάτωση. Eγώ δεν είχα αντιληφθεί ότι ήμουν η μόνη μάρτυρας. Το συνειδητοποίησα, όταν με πλησίασε με τρόπο ο μαθηματικός του σχολείου: «Μην πας τώρα και πεις κάτι, κρίμα να χάσει ο άνθρωπος τη δουλειά του… Στο κάτω κάτω δεν συνέβη και τίποτα». Για καλή μου τύχη, δεν κλήθηκα να μιλήσω. Ο «άνθρωπος» δεν έχασε τη δουλειά του (ούτε τα επόμενα χρόνια που υπήρξε έτερη, κανονική καταγγελία με άλλη μαθήτρια). Η φίλη μου στα 17 της βίωσε κάτι τραυματικό και εγώ, στην ίδια ηλικία, έμαθα πότε είναι «καιρός του σιγάν».
Συγχώρεσα πολλές φορές στη συνέχεια τον άτολμο δεκαεπτάχρονο εαυτό μου. Γαλουχημένη και εγώ από νωρίς σε έναν κόσμο φυγομαχίας (που συνοψιζόταν λίγο πολύ στο «κοίτα τη δουλειά σου, μη βρεις κανέναν μπελά»), όσον αφορά τις «απρεπείς συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες» και όχι μόνο, ήμουν έτοιμη για τη συνέχεια.
Γιατί, δεν άργησα να το «χωνέψω», και στην αληθινή ζωή (πανεπιστήμιο, χώρος εργασίας), ο «παρατηρητής κότα» ήταν ο κανόνας. Είτε αντιλαμβανόσουν ότι μια συμφοιτήτρια σου έπεφτε κατά εξακολούθησιν θύμα λιγούρη καθηγητή που την απειλούσε ότι δεν θα περάσει το μάθημα, είτε ήξερες με βεβαιότητα ότι ένας προϊστάμενος παρενοχλεί με την ανοχή όλων και επί σειρά ετών κάθε εργαζόμενη που μπαίνει μέσα στο γραφείο του, είτε έβλεπες στη μέση του δρόμου έναν τύπο να βρίζει και να γρονθοκοπά τη φίλη του, εσύ όφειλες να κρατήσεις την αναπνοή σου, την ησυχία, τη θεσούλα σου.
Υπό αυτή την έννοια, λίγο-πολύ όλοι έχουμε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο γίνει γρανάζια αυτής της «μηχανής συνενοχής» (όπως είχαν αποκαλέσει οι New York Times το «κύκλωμα» εκφοβισμού που είχε κτιστεί γύρω από τον Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν).
Οι ελάχιστοι που τολμούν «να σπάσουν την ομερτά» αντιμετωπίζονται συνήθως, με κυνισμό ή ένα «πατ πατ» οίκτου στην πλάτη. Είναι «γραφικοί», «αυτοκαταστροφικοί», «ήρωες που κάνουν μια τρύπα στο νερό», καταδικασμένοι να μην περάσουν το μάθημα/ να πάρουν πόδι από την ομάδα/ να περάσουν από το λογιστήριο.
Οπως θα αναφέρει η Εϊμι Ισραϊλ, πρώην συνεπικεφαλής του τμήματος εξαγορών της Miramax (την εταιρεία παραγωγής του Γουαϊνστάιν): «Αν ήσουν από τους θεατές της παρενόχλησης, η σιωπή σου εξασφαλιζόταν από τον φόβο ότι εσύ θα ήσουν ο επόμενος στόχος. Ο μόνος εναλλακτικός δρόμος ήταν να παραιτηθείς, να πετάξεις όλα αυτά για τα οποία είχες τόσο σκληρά δουλέψει και να κλείσεις πίσω σου την πόρτα». «Ηξερες ό,τι ήξερες» θα πει σε ένα συνταρακτικό post του στο Facebook (2017), o σεναριογράφος Σκοτ Ρόζενμπεργκ για τους απλούς θεατές στην υπόθεση Γουαϊνστάιν (στους οποίους συμπεριλαμβάνει εαυτόν): «Και ξέρεις πώς ξέρω ότι ήξερες; Γιατί ήμουν και εγώ εκεί μαζί σου. Και γιατί όλοι γαμωήξεραν».
«Σύνδρομο του θεατή»
Πρόκειται για την απόλυτη ενσάρκωση αυτού που οι κοινωνικοί ψυχολόγοι Λατανέ και Ντάρλεϊ είχαν βαφτίσει «σύνδρομο του θεατή» (bystander effect), γνωστό και ως «σύνδρομο Τζενοβέζε». Τριάντα οκτώ ήταν οι νομοταγείς πολίτες που δεν έβγαλαν κιχ προκειμένου να αποτρέψουν, το 1964, τη δολοφονία της Κίτι Τζενοβέζε, έξω από το σπίτι της στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. «Ημουν κουρασμένος. Γύρισα στο κρεβάτι μου» είπε ένας εξ αυτών στην αστυνομία που μάζευε μουδιασμένη τις καταθέσεις για τη δολοφονία, η οποία είχε συνταράξει την αμερικανική κοινή γνώμη. «Δεν ήθελα να ανακατευτώ» είπε ένας άλλος.
Οσο πιο πολλοί οι μάρτυρες δε, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες κάποιος να επέμβει· η ευθύνη διαχέεται και σιγά απλά σβήνει με ένα «πουφ», σαν μαγικό ροζ συννεφάκι σε ταινία της Ντίσνεϊ. Οι ειδικοί συζητούν όλο και συχνότερα την ανάγκη εκπαίδευσης (π.χ. ειδικά προγράμματα σε βρετανικά και κινεζικά πανεπιστήμια) του «απλού θεατή» που καλείται να πάρει πάνω του την ευθύνη, να επέμβει ή να «σπάσει τη σιωπή» (bystander intervention). Δεν είναι απαραίτητα πάντα η μπέρτα και το κολάν του σουπερήρωα. Ενδεικτική η περίπτωση του «Snackman» («Πατατάκιαman»). Ενας 25χρονος Νεοϋορκέζος σταμάτησε το 2012 έναν βίαιο καβγά στο μετρό με τον εξής απλό τρόπο: σηκώθηκε και στάθηκε, δήθεν αδιάφορα και χωρίς να πει λέξη, ανάμεσα στους δύο διαπληκτιζόμενους, τρώγοντας αγέρωχος τα τσιπς του.
Πίσω στην Ελλάδα του 2021. Το ζήτημα παραμένει ότι αυτός ο ρίψασπις, ο εκπαιδευμένος στο «σιγάν» όχλος δεν θα κληθεί ποτέ να λογοδοτήσει. Ούτε τώρα που έσκασε το εγχώριο «MeΤoo». Συμμαθητές, σύζυγοι, συνάδελφοι, φίλοι, γονείς, προπονητές, δάσκαλοι, συγγενείς, προϊστάμενοι, σύντροφοι που σήμερα εμφανιζόμαστε σοκαρισμένοι από τις αποκαλύψεις του #ΜεΤηΣοφία, δαγκωνόμαστε εν κρυπτώ τώρα που ήρθε, επιτέλους, η ώρα του «λαλείν». Για την ομερτά που δεν σπάσαμε στον δικό μας χώρο με τις δικές μας Σοφίες. Για όλα αυτά που δεν πράξαμε, που δεν φωνάξαμε, δεν καταδείξαμε, δεν σταματήσαμε. Πριν ξεχαστούν. Πριν παραγραφούν. Πριν χρειαστεί να επουλωθούν.