«Ο κύκλος της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ έκλεισε. Προχωράμε με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας με σύμμαχο μας τον ελληνικό λαό. Ο δρόμος της πατριωτικής ευθύνης, της οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης είναι μπροστά μας», γράφει σε χθεσινό (13/1) tweet του ο Πάνος Σκουρλέτης, γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής του.
Μια αίσθηση ανακούφισης είναι παραπάνω από ευδιάκριτη στις γραμμές του. Η μετάβαση όμως από το «προ ολίγου» στο «τώρα πια» παραείναι απότομη και άκομψη. Σαν να λέει, δηλαδή, ότι «τώρα που απαλλαγήκαμε από το αναγκαστικό βάρος που κουβαλούσαμε τόσα χρόνια, είναι καιρός τώρα, έστω και προς το τέλος της θητείας μας αυτής, να βαδίσουμε στον δρόμο που περιέγραψα πιο πριν».
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει φήμη πια ότι πολύ εύκολα, με ένα απλό αφήγημα που ακόμα μαγνητίζει φαίνεται τις δικές του μάζες, μπορεί να αφήνει πίσω του ό,τι στραβό συμβεί και να προχωρεί παρακάτω σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Οι συνέπειες, μοιάζουν να μην τον αφορούν. Η ευθύνη τού είναι άγνωστη.
Εδώ ξεμπέρδεψε με 100 νεκρούς στο Μάτι, πουλώντας το παραμύθι «εγώ θα γκρεμίσω τα αυθαίρετα» – σιγά μη κολλήσει τώρα στον Καμμένο. Με τον οποίο όμως, θέλει δεν θέλει, ο Πρωθυπουργός είχε τελικά πολλές ομοιότητες. Απελπιστικά πολλές.
Σε χρόνο ρεκόρ και με διαδικασίες συνοπτικές, ο Τσίπρας μετέτρεψε το «όχι» του 61,3% του περήφανου ελληνικού λαού στην πιο εντυπωσιακή κωλοτούμπα που έχει κάνει ποτέ πολιτικός, και όμως κατάφερε να τον εκθειάζουν για αυτό πολλοί. Ε, δεν θα τον δυσκολέψει τώρα το δήθεν περήφανο «όχι» του ακατάσχετου κολλητού του συνεργάτη του για τέσσερα και πλέον χρόνια.
Η άμεση διασύνδεση όμως του Μακεδονικού, ενός τόσο σημαντικού εθνικού θέματος, με τις επερχόμενες εκλογές αποτελεί μέγα πολιτικό ατόπημα. Το 2015, έσυρε τον κόσμο σε δημοψήφισμα με ερώτημα που δεν κατάλαβε κανείς. Τώρα, λίγους μήνες πια πριν από την τυπική εκπνοή ετούτης της κυβέρνησης, θεωρεί πως μια κίβδηλη πλειοψηφία στη Βουλή, φτιαγμένη προφανέστατα από συναλλαγή που δεν σχετίζεται μόνο με την ελεύθερη και συνειδητή βούληση και κρίση κάθε βουλευτή, είναι αρκετή για να στερεώσει και να επικυρώσει την Συμφωνία των Πρεσπών.
Τα τελευταία χρόνια, ζούμε στην Ελλάδα μια κατακλυσμιαία αλληλουχία κρίσιμων αποφάσεων που λαμβάνονται στο πόδι, υπό πίεση, δίχως γνώση και κατανόηση του αντικειμένου από τους πολίτες και τους εκπροσώπους τους στη Βουλή, αλλά και εκβιαστικά διότι «τώρα είναι η στιγμή».
Δεν υπάρχει πιο άκομψα κραυγαλέα επιβεβαίωση αυτής της πραγματικότητας από τον συγχρονισμό της παραίτησης Καμμένου με μια πανηγυρική εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής (κάποτε, κέντρο πολιτισμού…) για το Μακεδονικό. Ηταν μία παράσταση εκφοράς πομπώδους πολιτικού λόγου, σε κλίμακα «Σύριζα μείζονα», με σόλο ομιλητές και ορχήστρα ενθουσιωδών χειροκροτητών. Τέτοια είναι τα «συμφωνικά έργα» που εκφράζουν απολύτως αυτό που λέμε «προπαγάνδα».
Μιλάμε για μία αλληλουχία γεγονότων, που θαρρείς πως το ένα περίμενε το άλλο για να δεθούν όλα μαζί. Λες και ήταν σχεδιασμένη κάθε λεπτομέρεια της συγκυρίας, ώστε να απολαύσουμε όλοι στο τέλος της μια τέλεια σούπα αυγολέμονο!
Είναι αδιανόητο όμως μια τόσο σημαντική πολιτική απόφαση να λαμβάνεται με τέτοια άκομψα μπαλώματα, τα οποία ταυτόχρονα θα διασφαλίσουν και την για λίγο ακόμα πολιτική επιβίωση όλων όσων είναι γαντζωμένοι στην εξουσία με τόση λαχτάρα που δεν μπορούν να αποκρύψουν.
Είναι, επίσης, τόσο αποκρουστικός ο τρόπος που γίνεται «όλο αυτό το πράγμα», που πάλι ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μένει εμβρόντητο, απορώντας: «μα είναι δυνατόν να το ζούμε και αυτό;». Κι όμως δεν έπρεπε. Να εκπλήττεται, εννοώ. Διότι το ίδιο ακριβώς σκηνικό από απόψεως αισθητικής και περιεχομένου, το έχουμε ζήσει άπειρες φορές, σχεδόν από τη πρώτη μέρα που μπήκαν στο Μαξίμου και εγκαταστάθηκαν.
Θυμίζω την συνέντευξη Τύπου Βαρουφάκη – Ντάϊσελμπλουμ, με την οποία εγκαινιάστηκε και εμπεδώθηκε η αγένεια ως τρόπος επικοινωνίας με τους Ευρωπαίους και άλλους εταίρους μας. Ένα είδος ωμού, λαϊκού τραμπουκισμού, ήρθε να καλύψει την πασιφανή έλλειψη σοβαρού πολιτικού λόγου και σχεδιασμού. Όλα δουλεμένα άψογα, για να είναι χύμα!
Θυμόμαστε την χυδαία, επιθετική διάλεκτο που πρωτοεμφανίστηκε στη Βουλή όταν άρχισε να ανδρώνεται ο ΣΥΡΙΖΑ, και κορυφώθηκε όταν κατέλαβε μαζί με τον Καμμένο τα κυβερνητικά έδρανα, αλλά και εκείνο του Προεδρείου.
Σε όλα αυτά υπάρχει πάντα μια υπενθύμιση του «αμαρτωλού παρελθόντος» και όσων θεωρείται ότι το εκπροσωπούν. Όποιο και εάν ήταν το θέμα συζήτησης στη Βουλή, κυρίως στην Ολομέλειά της, αυτό το παρελθόν μετατρεπόταν σε πεδίο μάχης, με τα πρώτα πυρά να ρίχνονται πάντα από τον Πρωθυπουργό.
Θυμόμαστε τα capital controls, τις δεύτερες εκλογές, τις νέες υποσχέσεις, την ανύπαρκτη αυτοκριτική, την διαρκή επίκληση της «συμμαχίας μας με το λαό», όπως τουιτάρισε ο Σκουρλέτης, την άκομψη προσπάθεια «ωραιοποίησης» κάθε αντιμνημονιακού μέτρου, συνοδευόμενη πάντοτε από έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο στο οποίο ο Πρωθυπουργός μονίμως υπενθύμιζε στους υποτακτικούς του ότι «οι δανειστές δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ φίλοι μας», στερεώνοντας έτσι το άλλο αφήγημα ότι περίπου χάρη μας κάνουν που δεχόμαστε να μας δανείζουν χρήματα χαμηλότοκα για να μην χρεοκοπήσουμε.
Θυμόμαστε την στάση της κυβέρνησης απέναντι στους οκτώ τούρκους στρατιωτικούς που ήρθαν στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα, κυνηγημένοι από το καθεστώς Ερντογάν. Αν ήταν μόνο στο χέρι της, θα βρίσκονταν ήδη πίσω στις τουρκικές φυλακές. Ομως, πάλι τα γύρισε ο Τσίπρας. Και πάλι είπαμε «ευτυχώς». Μόνο που εκείνος δεν το ήθελε ποτέ αυτό το «ευτυχώς» – ήθελε να πειστούμε όλοι ότι ήξερε από την αρχή τι έκανε.
Ποτέ δεν ήξερε. Συνήθως στα τυφλά πήγαινε, έχοντας όμως φοβερή αυτοπεποίθηση ότι θα του βγει. Δεν του έβγαινε, αλλά πάντα έβρισκε τον τρόπο να πείθει κάποιους, όχι λίγους δυστυχώς, ότι πέτυχε. Ότι τελικά έχει «στόφα μεγάλου πολιτικού».
Είχε, και έχει ακόμα απίστευτη άγνοια κινδύνου. Βγαίνει στο CNN μαζί με τον Κλίντον και έχει τον αέρα ενός Λάρι Κίνγκ, χωρίς όμως το βιογραφικό του. Συναντά Αμερικανούς επιχειρηματίες και στελέχη τραπεζών στη τελευταία του επίσκεψη στις ΗΠΑ, και απλώς χαμογελά συμπαθητικά όταν ένας του λέει «μας μιλάτε τόση ώρα για να κάνουμε επενδύσεις στην Ελλάδα, και δεν καταλάβαμε λέξη Πρωθυπουργέ».
Θυμόμαστε με πόση πολιτική απρέπεια αντιμετώπισε το γεγονός ότι η αντιπολίτευση τον βοήθησε να περάσει το 3ο Μνημόνιο (που ποτέ δεν είχε το θάρρος να το ονομάσει έτσι, αφού όλη του η πολιτική καριέρα στηρίχτηκε στο «αντί» αυτής της λέξης), κάτι που του επέτρεψε να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός μιας χώρας που ανήκει στην Ευρώπη. Την ίδια κιόλας στιγμή, αντί να πει ένα ευγενικό «ευχαριστώ», άρχισε να επιτίθεται.
Τώρα δε, έχει την αξίωση από τον αντίπαλό του, Κυριάκο Μητσοτάκη, να κάνει (στην περίπτωση της ψηφοφορίας για τη Συμφωνία Πρεσπών) αυτό που εκείνος δεν έκανε ποτέ, ούτε μία φορά, για κανένα νομοσχέδιο, καμία συμφωνία. Αντίθετα, έλεγε και ξανάλεγε με ύφος οργίλο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν έρθει στην κυβέρνηση, θα καταργήσει όλα όσα εσείς, δηλαδή οι άλλοι, ψηφίσατε. Τίποτα δεν κατάργησε.
Το σχεδιάγραμμα, λοιπόν, είναι πεντακάθαρο: Δεν λερώνομαι, λερώνω. Δεν υποχωρώ, επιτίθεμαι. Δεν συζητάω, φωνάζω. Δεν δρω, αντιδρώ. Δεν συναινώ, απορρίπτω. Δεν κυβερνώ, ασκώ εξουσία.
Με αυτά και με αυτά, ο κ. Τσίπρας έχει αποκτήσει και τη φήμη ως «παίκτης». Δηλαδή, ως έχων την ικανότητα να κάνει πολιτικό παιχνίδι με τους δικούς του όρους. Ή, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μερικών ξένων ηγετών, με όρους δικούς τους, που όμως αφήνουν και σε αυτόν, κυρίως για εσωτερική κατανάλωση, γερό πουρμπουάρ.
Τώρα, στο Playstation του έχει μπει για τα καλά το παιχνίδι «Εκλογές 2019», και το mode είναι: ενισχύει το προσωπικό του προφίλ, εκμεταλλευόμενος τα πειθαρχημένα και φοβισμένα πρόσωπα που κατέχουν έδρανα στη Βουλή, συμφωνώντας σε όλα μαζί του, εφαρμόζει το δοκιμασμένο σύστημα «θύμιζε στον λαό τα δεινά του και ποιοι του τα προκάλεσαν», κρατά ζωντανά τα αριστερά του ιδεώδη (όσα, τουλάχιστον, καταλαβαίνει…), μιλά για την έξοδο από τα Μνημόνια, δείχνει την Ελλάδα που έρχεται κι ας μη τη βλέπει ούτ’ εκείνος, κρατά ζωντανό το ταξικό μίσος, ανακυκλώνει τα σκάνδαλα, ανακατεύει την Δικαιοσύνη, παρουσιάζει προσλήψεις ως κατόρθωμα, τα πλεονάσματα ως μέγα επίτευγμα, υπόσχεται να φέρει πίσω τους νέους που έφυγαν (αλλά δεν θα τους δίνει ψήφο όσο μένουν έξω), και συνεχίζει να μιλά για ανάπτυξη και οικονομική ανάταξη που κατά βάθος ξέρει ότι δεν θα έρθει, όσες ενέσεις συμπαράστασης και αν του κάνουν από έξω – οι αγορές, ευτυχώς, δεν παίζουν πολιτική. Αριθμούς βλέπουν και αποτελέσματα θέλουν.
Αυτά, τα λίγα! Τώρα που αγρίεψαν πιο πολύ τα πράγματα, και θα ‘χουμε συνεχώς τροφοδοσία…