Hταν τα μεσάνυχτα της Ανάστασης και βρισκόμαστε (μαθητές ακόμα) έξω από τον Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου και της Αγίας Σκέπης. Λίγα λεπτά αφ’ ότου ο παπάς είχε ψάλλει το «Χριστός Ανέστη», βλέπουμε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει με ταχύτητα προς το προαύλιο του ναού και να φρενάρει με τον χαρακτηριστικό θόρυβο. Σε χρόνο dt πετάγεται έξω ένας από τους 4 νεαρούς που βρίσκονταν μέσα και ρωτάει δυνατά «τo ‘πε; τό ‘πε;» εννοώντας προφανώς το «Χριστός Ανέστη» και μόλις του απάντησαν ότι «ναι το είπε» ξαναμπαίνει μέσα φωνάζοντας στην παρέα του «τo ‘πε τo ‘πε, πάμε να φάμε».
Πέρα από το αστείο του πράγματος, που ακόμη θυμόμαστε και γελάμε με κάποιους παλιούς συμμαθητές, αυτή η σκηνή δείχνει με χαρακτηριστική καθαρότητα τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να παίζουν μερικές εμβληματικές φράσεις ή αποσπάσματα ενός κατά πολύ ευρύτερου συνόλου. Γιατί στη λογική των νεαρών (και σε πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου) το «Χριστός Ανέστη» αρκεί για να συμπυκνώσει όλο το νόημα της λειτουργίας της Ανάστασης, (που για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου αποτελεί μία βαρετή διαδικασία που καλό είναι να αποφεύγεται) δίνοντας ταυτόχρονα και το σήμα για ν’ αρχίσει το γαστριμαργικό ξεσάλωμα που παραδοσιακά ακολουθεί.
Πάντως, ακόμα και ως πρόσχημα, το «Χριστός Ανέστη» όντως συμπυκνώνει το νόημα της ακολουθίας της Ανάστασης και σίγουρα δεν αντιβαίνει σε κανένα από τα νοήματα που μεταδίδονται στους πιστούς (ακόμα κι αν αυτά μάλλον δεν τους ενδιαφέρουν), ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με ανάλογες χρήσεις φράσεων, που απομονώνονται από ένα ευρύτερο κείμενο ή λόγο, συχνά διαστρέφονται με κατάλληλες παραλείψεις ή προσθήκες και χρησιμοποιούνται ως πολεμικό μέσο στις πολιτικές μάχες των τελευταίων χρόνων. Εδώ μετράει ότι ο πολιτικός στο στόχαστρο «τό’πε τό’πε», άσχετα από το γενικότερο πλαίσιο του κειμένου και ακόμα χειρότερα άσχετα από το αν αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συλλογισμού, ή και μεγαλύτερης φράσης και παραγνωρίζοντας την πιθανή αστοχία ως προς το νόημα που συχνά χαρακτηρίζει τις φράσεις που εκφέρονται στον προφορικό λόγο. Eτσι, π.χ. η Αγία Γραφή λέει πως δεν υπάρχει Θεός, και όντως αυτό αναφέρεται στον ψαλμό 52, με τη μικρή λεπτομέρεια όμως ότι η πλήρης φράση λέει: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός».
Στα καθ’ ημάς λοιπόν έχω τρία σχετικά παραδείγματα.
Το πρώτο (κατά σειρά εμφανίσεως) είναι η δήλωση του Αριστείδη Μπαλτά (του πρώτου υπουργού παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ) περί αριστείας – η αριστεία είναι ρετσινιά. Η δήλωση αυτή (που όντως αστόχησε ως προς τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν) απομονώθηκε από τον γενικότερο συλλογισμό του Μπαλτά για να βγει ως αποτέλεσμα πως ο Μπαλτάς είναι εναντίον της αριστείας, ενώ αυτό που ήθελε να πει ήταν πως το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας δεν μπορεί να κοιτάει μόνο προς τους άριστους αλλά πρέπει να παίρνει υπόψη του το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού – πράγμα κανονικά αυτονόητο, που όμως δεν έχει αποτελέσει ποτέ θέμα ουσιαστικής συζήτησης πέρα από λαϊκίστικες αναφορές στο «δικαίωμα του λαού στη μόρφωση». Αρκεί άλλωστε να συγκρίνει κανείς το πλήθος των αριστούχων τα τελευταία χρόνια με τα πολύ χαμηλότερα ποσοστά καλών βαθμών στις πανελλήνιες εξετάσεις, ενώ παράλληλα δε νομίζω να έχουν γίνει σοβαρές μελέτες πάνω στην αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, παρά τα δυσοίωνα αποτελέσματα όπως αυτά της PISA. Με άλλα λόγια, πρέπει το σύστημα να προωθεί την αριστεία, και με πολλούς τρόπους, όμως με τους άλλους τους πολλούς τους μή άριστους τί γίνεται; Είναι ένα από τα πιο σημαντικά θέματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας που απλά συγκαλύπτεται από την εστίαση στην αριστεία.
Στη συνέχεια μας ήρθαν οι εξωγήινοι. Μιλώντας στη Βουλή ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε ως παράδειγμα μια υποθετική πρόταση «αν κάποιος μας πει ότι συνομίλησε με έναν εξωγήινο …». Σε χρόνο μηδέν η πρόταση διαστράφηκε στο ότι «Ο Μητσοτάκης συνομιλεί με εξωγήινους» και ακόμα και σήμερα θα βρείτε σχετικές αναφορές (είδα πρόσφατα σύνθημα στο Πολυτεχνείο). Εδώ έχουμε μια κλασσική περίπτωση εσκεμμένης διαστροφής από τους πολιτικούς του αντιπάλους, ενώ αυτοί που την αποδέχονται παραλλαγμένη και την αναπαράγουν αν και ακούν την πραγματική φράση, αποδεικνύουν είτε κακοήθεια, ή αδυναμία κατανόησης ενός υποθετικού λόγου στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος (με ανησυχητικά αυξανόμενη συχνότητα).
Η τελευταία περίπτωση δεν είναι άλλη από τις περίφημες δηλώσεις του Αδωνι Γεωργιάδη στην ελβετική τηλεόραση (πέρσι!) για την υπόθεση της Novartis. Κι εδώ μια πρόταση που ξεκαθαρίζει δύο διαφορετικά πράγματα «μπορεί (από το ένα μέρος) να δωροδοκεί γιατρούς ή πολιτικούς, όμως (από το άλλο μέρος) με τα φάρμακά της σώζει ζωές» διαστρέφεται για να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα «ο Γεωργιάδης παραδέχτηκε ότι η Novartis χρημάτισε πολιτικούς» με όλα τα γνωστά επακόλουθα.
Πριν μερικές εβδομάδες είχα γράψει για την σημασία που έχει αποδώσει ο Χάμπερμας στον πολιτικό διάλογο για τη λειτουργία της δημοκρατίας όταν αυτός διεξάγεται με κανόνες που επιτρέπουν την ανάδειξη των πιο πρόσφορων επιλογών για την προώθηση της κοινωνικής ευημερίας, αλλά και το πώς αυτοί οι κανόνες καταστρατηγούνται στο πλαίσιο της πολιτικής διαμάχης, που δεν γνωρίζει φραγμούς. Και είναι αυτό το είδος πολιτικής διαμάχης στο οποίο ανθούν τέτοιες πρακτικές διαστροφής του λόγου του «Άλλου».
Μπορούμε επιπλέον να παρατηρήσουμε πως τα παραδείγματα που παραθέσαμε δείχνουν την ένδεια πραγματικών επιχειρημάτων, που να αποδεικνύουν ότι ο αντίπαλος είναι τόσο κακός όσο θα βόλευε τους διαστροφείς. Γι’ αυτό λοιπόν, ελλείψει πραγματικών δεδομένων, αρπάζονται από φράσεις, όπως αυτές που περιγράψαμε, τις διαστρέφουν και έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα – χωρίς να παίζει ρόλο το ότι στηρίζεται σε ένα λογικό ψεύδος. Αρκεί που ο αντίπαλος «το ‘πε το ‘πε».
Και, τέλος, θα έπρεπε να μας απασχολεί η ευκολία με την οποία η πολιτική πολεμική που στηρίζεται σε κατασκευασμένες πραγματικότητες και έωλα επιχειρήματα γίνεται αποδεκτή από πολλούς. Γιατί αυτή η ευκολία εξηγείται μόνο από έναν κυκλικό συλλογισμό, του είδους «τί χρείαν έχομεν μαρτύρων; –ο αντίπαλος είναι κακός γιατί είναι κακός» και αυτοί που βρίσκονται στη «σωστή πλευρά» ξέρουν ότι έχουν δίκιο επειδή βρίσκονται στη «σωστή πλευρά», ενώ οι άλλοι για τον ίδιο ακριβώς λόγο έχουν άδικο (όπως αποδίδεται θαυμάσια στην αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου, την ταινία των Μόντι Πάιθον, στη σκηνή με τους χωρικούς που φωνάζουν για να κάψουν μια μάγισσα, που ξέρουν ότι είναι μάγισσα επειδή είναι μάγισσα).
Εδώ λοιπόν παρατηρείται μία μετάθεση του πεδίου του πολιτικού διαλόγου προς μια νέας μορφής ηθικολογία, όπου τον ρόλο των επιχειρημάτων παίρνει το σηκωμένο δάχτυλο που δείχνει καταγγελτικά προς τους «άλλους», προς τους αντιπάλους, εξέλιξη που έχει περιγράψει σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του ο γερμανός φιλόσοφος Αλεξάντερ Γκράου «Υπερηθική – η νέα διάθεση για αγανάκτηση» (Hypermoral. Die neue Lust an der Empörung). Και αυτή η καταγγελτική διάθεση δραστηριοποιείται στο πρόσφορο έδαφος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά επιπλέον ενισχύεται από μερίδα του τύπου και των άλλων ΜΜΕ.
Ετσι χάνεται ο κοινός παρονομαστής που επιτρέπει σε μία δημοκρατία να λειτουργεί. Γιατί η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας προϋποθέτει αναγνώριση του δικαιώματος όλων στον λόγο και στη διαφωνία, ακόμα και αν έχουν διαφορετικές αντιλήψεις. Αλλιώς, όταν τα επιθετικά εναντίον των άλλων συναισθήματα ξεχειλίζουν, χύνεται η λογική προσέγγιση και απομένει το σηκωμένο δάχτυλο να δείχνει τον αντίπαλο φωνάζοντας «τό’πε, τό’πε» (πάμε να τον φάμε)
Δύο παρατηρήσεις:
1. Η αυτονόητη παρατήρηση πως πολιτικοί με πείρα θα έπρεπε να υπολογίζουν αυτές τις συμπεριφορές και να προσέχουν τι, πού, και πώς το λένε, είναι εκτός του θέματος αυτού του άρθρου, που αναφέρεται ακριβώς στη μορφή που έχει προσλάβει η πολιτική αντιπαλότητα και στα μέσα που χρησιμοποιεί, μορφή που οδηγεί το δημοκρατικό πολίτευμα σε επικίνδυνους δρόμους.
2. Πάσης φύσεως αστοχίες όπως η δήλωση για τον εθελοντισμό των πολεμιστών του 40 δεν έχουν επίσης καμία σχέση με αυτό το άρθρο, όπως επίσης και η εύκολη δικαιολογία πολλών πολιτικών, ότι (δήθεν) παρερμηνεύτηκαν οι (παρ’ όλ’ αυτά απολύτως σαφείς) δηλώσεις τους. Το άρθρο αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις πραγματικής διαστρέβλωσης ή παραποίησης δηλώσεων, από την πλευρά των πολιτικών αντιπάλων.