Το ζήτημα με τον χριστουγεννιάτικο στολισμό της Βασιλίσσης Σοφίας είναι η αρχή ενός έργου που έχει ξαναπαιχτεί και μάλλον με πιο ενδιαφέροντες όρους (και από αισθητικής απόψεως).
Ξεκινώντας με μία προσωπική ανάμνηση, την πρώτη φορά που πήγα στη Ζυρίχη ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα αρκετά χρόνια πριν το 2005. Οταν βγήκαμε για βόλτα το βράδυ στην περίφημη Bahnhofstrasse, τον δρόμο που ενώνει τον κεντρικό σταθμό της πόλης με τη λίμνη, με μήκος κάτι λιγότερο από ενάμιση χιλιόμετρο, μας περίμενε μια μεγάλη όσο και ευχάριστη έκπληξη, καθώς χιλιάδες μικρά φωτάκια δημιουργούσαν από πάνω μας έναν τεχνητό πολύχρωμο ουρανό. Τα φωτάκια αυτά, αποτελούσαν τον στολισμό της Bahnhofstrasse από το 1971 και είχαν γίνει ένα βασικό σημείο αναφοράς της χριστουγεννιάτικης Ζυρίχης.
Καθώς όμως τα χρόνια πέρασαν, έφτασε η στιγμή της αντικατάστασής τους. Eτσι, μετά από διαγωνισμό που οργάνωσε η Eνωση της Bahnhostrasse της Ζυρίχης (καθώς ο δρόμος αυτός είναι από τους ακριβότερους του κόσμου με βάση τις τράπεζες και τις μπουτίκ υψηλής μόδας που διαθέτει, πέρα από τα άλλα μεγάλα καταστήματα) επιλέχθηκε μια τελείως διαφορετική λύση φωτισμού, σχεδιασμένη από δύο σημαντικούς ελβετούς αρχιτέκτονες, που τοποθετήθηκε για πρώτη φορά το 2005, με στόχο να δώσει ένα νέο χαρακτήρα μοντέρνας τέχνης στην πόλη. Η νέα εγκατάσταση αντικατέστησε τον πολύχρωμο τεχνητό ουρανό με μία γραμμική διαδοχή 275 φωτεινών στηλών που περιείχαν 240.000 λαμπάκια LED, που έβγαζαν ένα ψυχρό άσπρο φως, το οποίο όμως δημιουργούσε μέσω υπολογιστή μια αλληλοδιαδοχή φωτεινών σχημάτων. Ούτε αστεράκια, ούτε αγγελάκια, ούτε επίχρυσα στολίδια, παρά μόνο φως.
Ο νέος φωτισμός (The World’s Largest Timepiece – το μεγαλύτερο ρολόι του κόσμου) επαινέθηκε ως μία καλλιτεχνική εκδήλωση προηγμένης τεχνολογίας και οι δημιουργοί του, αρχιτέκτονες Gramazio και Kohler σημείωσαν πως το έργο τους, οι χαλύβδινες κατακόρυφες φωτεινές στήλες, ως ένα άλλο γραμμικό στοιχείο, τονίζει τον γραμμικό προσανατολισμό του δρόμου, όπως τον υπογραμμίζουν οι προσόψεις των κτιρίων, τα πεζοδρόμια, οι σειρές δέντρων και οι γραμμές του τραμ.
Oμως, σε αναλογία με το ψυχρό φως του νέου στολισμού, ψυχρές ήταν και οι αντιδράσεις των περισσότερων κατοίκων. Από το «σιγά, αυτό ήταν όλο;» που συνόψισε πολλές αντιδράσεις μόλις τέθηκε σε λειτουργία (προς το τέλος Νοεμβρίου), στην ενόχληση για το ψυχρό φως και στην ελάχιστη σχέση με αυτό που θεωρείται παραδοσιακά ως χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, βρίσκοντας μεγαλύτερη αναλογία με φώτα γραφείου ή ακόμα περισσότερο με φωτισμό για κλαμπ. Μάλιστα τα ΜΜΕ σημείωσαν πως η τελική αντίδραση του κόσμου ήταν η απλή αδιαφορία –κανείς δεν κοίταγε οκτώ μέτρα πάνω από τον δρόμο αυτές τις φωτεινές στήλες που δεν μπόρεσαν να εμπνεύσουν κάποιο συναίσθημα εορτής.
Οι αντιδράσεις αυτές έθεσαν και πάλι το ζήτημα της σχέσης της τέχνης με το κοινό, τον δημόσιο χώρο και την επικοινωνία, με ερωτήματα όπως το αν δεν είναι δυνατό σε τέτοιες περιπτώσεις να γίνει αποδεκτή μια ριζική στροφή. Τελικά, και παρά την υποστήριξη που βρήκε το έργο από όσους τους άρεσε αυτή η απομάκρυνση από τα παραδοσιακά πρότυπα, η Ενωση της Bahnhofstrasse της Ζυρίχης, υποχώρησε μπροστά στην έντονη κριτική της πλειονότητας και παράγγειλε νέο έργο με συγκεκριμένες μάλιστα προδιαγραφές («ο χριστουγεννιάτικος φωτισμός να ανταποκρίνεται στις παραδοσιακές χριστουγεννιάτικες παραστάσεις») αδιαφορώντας για τις κατηγορίες περί επιστροφής στο κιτς των Χριστουγέννων.
Ετσι, από το 2010 νέος χριστουγεννιάτικος φωτισμός αντικατέστησε το The World’s Largest Timepiece. H νέα εγκατάσταση ονομάστηκε Lucy, με το όνομά της να συνδέεται δημιουργικά με μοντέρνες αναφορές αφού προέρχεται από τον τίτλο του τραγουδιού των Beatles, «Lucy in the sky of diamonds», και πράγματι δημιουργεί και πάλι έναν ουρανό από πολύχρωμα φωτάκια, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον παλαιότερο φωτισμό της Bahnhofstrasse,
Η αλλαγή αυτή έκανε μερικούς υποστηρικτές της καινοτομίας του The World’s Largest Timepiece, όπως έναν αρθρογράφο της γερμανικής Zeit, να γράψουν πως με την απόφαση για την αντικατάστασή του και την επιστροφή σε παραδοσιακότερους στολισμούς η Ζυρίχη έχασε την ευκαιρία να ξεφύγει από τον επαρχιωτισμό της, με τον προκλητικό τίτλο «Ελβετία: μακριά από την τέχνη!».
Νομίζω όμως ότι αυτές οι κατηγορίες είναι προβληματικές και όχι μόνο για τις αξιοθαύμαστες επιτυχίες αυτής της μικρής χώρας που είναι συνδεδεμένη και με ουκ ολίγες μεγάλες στιγμές της τέχνης (ας σκεφτούμε το Νταντά που γεννήθηκε στο Καμπαρέ Βολτέρ στην παλιά πόλη της Ζυρίχης, τα πολυάριθμα μουσεία και γκαλερί και τόσα άλλα).
Αρκεί άλλωστε να δει κανείς προσεκτικά την παρουσίαση του έργου The World’s Largest Timepiece από τους ίδιους τους δημιουργούς του, όπου φαίνεται καθαρά πως έστησαν ένα έργο τέχνης, που δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με τα Χριστούγεννα και τις όποιες σχετικές παραστάσεις. Αυτό που συμβαίνει με την υιοθέτηση τέτοιων καινοτομιών είναι η υποτίμηση του ρόλου των γιορτών στην κοινωνία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, στο όνομα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία τελικά αντιπαραθέτει στην έννοια και στα σύμβολα του υπερβατικού, έναν αναδιπλασιασμό της πεζής πραγματικότητας, όπως είναι η γραμμικότητα του προσανατολισμού ενός δρόμου ή τα υπερμεγέθη φώτα γραφείου, με όποιο περιτύλιγμα κι αν επενδύονται…