Ηθελε να περπατά δίπλα της. Αυτά τα τετρακόσια, πεντακόσια βήματα από το φροντιστήριο των Αγγλικών μέχρι το σπίτι της. Οχι ότι τάχα την πρόσεχε ή την προστάτευε, γιατί ένα χρόνο μόνο ήταν μικρότερή του –αυτή στην Ε΄ Δημοτικού. Αλλά το ‘θελε πολύ ο δωδεκάχρονος να περπατά μαζί της τρεις φορές τη βδομάδα, βραδάκι, μετά τα Αγγλικά, να τα λένε λίγο και να της εύχεται «καλό βράδι» μπρος στην σιδερένια πόρτα του σπιτιού της, ενώ καταλάβαινε τη μητέρα της στο παράθυρο να την περιμένει.
Στη σιδερένια πόρτα μπροστά ήταν πάλι μεσημεριάτικα, παραμονή Χριστουγέννων κι είχε πέντε μέρες να τη δει –έκλεισε για τις γιορτές το φροντιστήριο. Δίπλα του τώρα τα φιλαράκια του, ο Μπίλης με την λαχανί Hohner μελόντικα και ο Χτυπιός, ο ανασούμπαλος, με το τριγωνάκι, που του ‘φτιαξε ο θείος του, σιδεράς στις οικοδομές. Αυτός, μαέστρος και καλλίφωνος αρχηγός, κρατούσε το κιθαρόνι στα χέρια κι έδινε το έναυσμα —πού να βρεθεί άλλη τέτοια ορχήστρα για κάλαντα στα χρόνια του εβδομήντα;
Τους είχε επίμονα και με πειθαρχία προβάρει από μέρες –ο Χτυπιός ξεχνιόταν και αφηρημένος, δεν κρατούσε τον ρυθμό αλλά ήταν βροντόφωνος. Από τις οκτώ το πρωί ξεκίνησαν τα «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα» και έκαναν σάρωση σ’ όλη τη γειτονιά. Για μια τέτοια υπερπαραγωγή καλάντων, οι νοικοκυραίοι όλο και κανένα φραγκοδίφραγκο παραπάνω έδιναν.
Προμελετημένα και επίτηδες, αφού απ’ το πρωί τα είχαν πει σχεδόν παντού, είχε αφήσει για το μεσημεράκι τελευταία την πόρτα της. Μήπως την έβλεπε έστω και για λίγο, αν είχε γυρίσει από τα κάλαντα… Χτύπησε με γερό καρδιοχτύπι το κουδούνι και το «Να τα πούμεεεε;» είχε έκδηλη μιαν αγωνία.
Η κυρία Καίτη, η μαμά της, πρόβαλε χαμογελαστή και, σαρκαστική Σμυρνιά, δεν άντεξε μόλις τον είδε:
– Εγώ σε περίμενα, καλέ, με ανθοδέσμη να ‘ρθεις να τη ζητήσεις. Άντεεε, πέστε τα.
Τα είπαν αλλά πώς τα είπαν… Ο Χτυπιός ο αφηρημένος μια χαρά τα πήγε αλλά αυτός, τάχα μαέστρος και αρχηγός, τα θαλάσσωσε. Άλλα αντ’ άλλων έπαιζε στο κιθαρόνι, ένιωσε τη γλώσσα του να μπερδεύεται, να ξεχνάει τους στίχους, τη φωνή του να μη βγαίνει. Κι αυτή πουθενά…
Ο Μπίλης τελειώνοντας ευχήθηκε τα τυπικά και πήρε τα φραγκοδίφραγκα, όμως αυτός ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκαν στον δρόμο για τα σπίτια τους. Εκείνο το «ανθοδέσμη» καμπάνιζε στ’ αυτιά του μαζί με μια ντροπή καινούργια. Του ξανάρθε στο μυαλό ο φόβος του –αφότου χνούδι και τριχούλες φάνηκαν παντού στο σώμα του– πως ήταν καλικάτζαρος. Καλικάτζαρος αυτός κι αυτή πουθενά…
Ο Χτυπιός, λίγο πριν χωριστούνε, ρώτησε: «Πότε η πρόβα για την Πρωτοχρονιά, ρε;» Αυτός δεν απάντησε. Όμως ποτέ ξανά δεν τραγούδησε κάλαντα στη ζωή του.