Η Παγκόσμια Ημέρα Αρχείων, που γιορτάζεται στις 9 Ιουνίου, καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα (τον Νοέμβριο του 2007). Εξι σχεδόν δεκαετίες νωρίτερα, το 1948, η διεθνής κοινότητα αναγνώρισε την ανάγκη θέσπισης κανόνων προστασίας και οργάνωσης για αυτά που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε «φυσικές βάσεις δεδομένων», συγκροτώντας το Διεθνές Συμβούλιο Αρχείων.
Η ελληνική πρακτική τήρησης αρχείων ξεκινά από τις επαναστατικές κυβερνήσεις του ’21. Ο Καποδίστριας θεσπίζει το πλαίσιο και δημιουργεί την πρώτη δομή, ιδρύοντας το «Αρχειοφυλάκειον της Επικρατείας» το 1829. Η αρχειακή του πολιτική ανατρέπεται το 1833 και έκτοτε η σχετική αρμοδιότητα περνά σε διάφορους φορείς. Το 1914, η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου έρχεται να δώσει λύση σε μια εκκρεμότητα ενενήντα ετών, προχωρώντας στη σύσταση των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), η λειτουργία των οποίων θα καθοριστεί επί μακρόν από τον μεταξικό νόμο του 1939.
Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που άργησαν να ασχοληθούν με τα αρχεία τους. Το πρόβλημα αρχίζει να γίνεται ουσιαστικά αντιληπτό τη δεκαετία του ’90 οπότε εκσυγχρονίζεται η νομοθεσία και μπαίνουν σταδιακά οι βάσεις για νέες υποδομές. Δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς στελεχώνονται με ειδικό προσωπικό, οι αρχειακές συλλογές ταξινομούνται και σε πλείστες όσες περιπτώσεις ψηφιοποιούνται, η πρόσβαση για την έρευνα γίνεται ευκολότερη.
Το επίπεδο οργάνωσης των αρχείων ενός κράτους μαρτυρά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη γνώση και αξιοποιεί την πληροφορία που υπάρχει σε αυτά, συνδέεται ευθέως με την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την απορρόφηση επιστημονικού δυναμικού. Η Ελλάδα παρά τα άλματα που έχει πραγματοποιήσει τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στον συγκεκριμένο τομέα εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλα προβλήματα με τα κυριότερα να αφορούν στα λεγόμενα «ενεργά» αρχεία.
Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκείνα των οποίων η αξία δεν είναι μόνον ιστορική ή πολιτιστική αλλά παραμένουν σε χρήση (π.χ τα αρχεία των νοσοκομείων, των εφοριών, των δικαστικών αρχών κ.α). Η κατάσταση τους επηρεάζει την ποιότητα στην παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες, τον χρόνο διευθέτησης μιας οποιασδήποτε υπόθεσης, στοιχίζει ενίοτε σε πραγματικό χρήμα. Στον δρόμο για την ψηφιακή ανασυγκρότηση (που τόσο συζητιέται δημόσια στις μέρες μας αλλά και αποδείχθηκε απαραίτητη σε συνθήκες πανδημίας) η αντιμετώπιση των αρχείων σαν στοίβες χαρτιών προς ανακύκλωση (αρκεί κανείς να δει τους χώρους απόθεσης των περισσοτέρων για να κατανοήσει του λόγου το αληθές) ισοδυναμεί με στρουθοκαμηλισμό. Η δημιουργία ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων περνά υποχρεωτικά από την οργάνωση, την ιεράρχηση και τη διαβάθμιση της αρχειακής πληροφορίας.
Τι μπορεί να προσφέρει μια τέτοια διαδικασία; Αφενός καταπολεμά τα χρόνια προβλήματα γραφειοκρατίας αφετέρου ανοίγει θέσεις εργασίας για εξειδικευμένο προσωπικό πολλών ειδικοτήτων. Η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη, ας μην χρονοτριβούμε στο κατώφλι μιας τεχνολογική επανάστασης…
*Η Μαρία Σαμπατακάκη είναι ιστορικός, ιδρύτρια των «hιστορισταί», ενός σχήματος παραγωγής Δημόσιας Ιστορίας που στοχεύει στη σύνδεση των πρωτογενών πηγών της με την τεχνολογία, τον πολιτισμό και το επιχειρείν. Εργάζεται για τη συγκρότηση του Αρχείου της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) ΑΕ. Είναι επιστημονική συνεργάτης της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.