Ηταν Ιούλιος του ’88. Η Εθνική Ελλάδος με τις δάφνες, την αυτοπεποίθηση και τη μέθη του Ευρωμπάσκετ —ένα είναι το Ευρωμπάσκετ φίλτατοι— πήγε στην Ολλανδία για το προολυμπιακό τουρνουά. Πιο κρίσιμο παιχνίδι με τους Γιουγκοσλάβους στην Ολλανδία. Το ’87 τους είχαμε νικήσει, δύο φορές. Σε εκείνο το καθοριστικό παιχνίδι στο Ντεν Μπος, 13 μήνες μετά την εποποιΐα του ΣΕΦ, χάσαμε με 16 πόντους.
Νομίζαμε ότι έχουμε ομάδα καλύτερη από πριν —άλλωστε είχε προστεθεί ο Ντέιβιντ Στεργάκος ως πάουερ φόργουορντ—, όμως οι Γιούγκοι του Ιβκοβιτς κράτησαν τον Νίκο Γκάλη στους 19 πόντους. Η συνταγή τόσο απλή που είναι να απορείς πώς δεν το σκέφτηκε-κατάφερε άλλος: ένας κοντός να τον μαρκάρει και ο Βράνκοβιτς ή ο Κούκοτς από πίσω να τον κόψουν.
Υπάρχουν ήδη αντιστοιχίες 31 χρόνια μετά. Η Ελλάδα έχει επίσης έναν εμβληματικό ηγέτη, τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, έχει επίσης τις αυταπάτες ότι έχει μια καλή ομάδα.
Η Εθνική Ελλάδος του 2019 δεν είναι καλή.
Μπορεί να φταίει ο προπονητής. Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος έχει πολλές δικαιολογίες, αλλά παραμένει κατώτερος του αναμενομένου. Στο ημίχρονο στο ματς με τις ΗΠΑ ο Πόποβιτς έκανε πέντε αλλαγές για να γίνουν φάουλ και να μην μπορέσει η Ελλάδα να σκοράρει — ο δικός μας δεν το πήρε χαμπάρι. Ούτε στο ματς με τη Βραζιλία, στην ίδια χρονική περίοδο, είδε να του γλυστρά το προβάδισμα. Κυρίως όμως ο Σκουρτόπουλος δεν έχει καταφέρει να βρει ένα σύστημα για να πετυχαίνει πόντους η Ελλάδα όταν οι άλλοι μπλοκάρουν τον Αντετοκούνμπο. Μιλάμε για έναν προπονητή που έχει τον καλύτερο παίκτη του κόσμου στη διάθεσή του και έχει μια ομάδα να αγκομαχά αν θα είναι στους οκτώ του κόσμου, όπου ήδη πέρασε η Πολωνία.
Μπορεί κανείς να δεχτεί, ως ένα σημείο, ότι η περίπτωση Αντετοκούνμπο θα ήταν too much για τους περισσότερους. Οταν έχεις έναν παίκτη τέτοιου βεληνεκούς, αλλά με contractual obligation να παίζει περιορισμένα —αυτό ομολόγησε δημοσίως, εδώ, ο ίδιος ο ομοσπονδιακός εκλέκτορας— είναι σαν να σου δίνουν μια Ferrari και να σου λένε ότι θα την κάνεις μόνο βόλτα γύρω από το πάρκο. O Αντετοκούνμπο των 27,7 πόντων και των 12,5 ριμπάουντ στο ΝΒΑ, είναι στους 15,5 πόντους και στα 8,8 ριμπάουντ στο Μουντομπάσκετ.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ομάδα, ακόμα και έτσι, ανέπτυξε τις δυνατότητές της στο έπακρο και βρήκε τους κώδικές της, παρά τα όσα διθυραμβικά γράφονταν νωρίτερα το καλοκαίρι. Κακά τα ψέματα, όλοι ξέρουν ότι η Εθνική μας βασίζεται στον Αντετοκούνμπο και έτσι αφήνουν τους υπόλοιπους ελεύθερους. Απλώς αυτοί οι υπόλοιποι δεν τα βάζουν. Γιατί; Μεγάλη ιστορία.
Μια εξήγηση είναι η σύμπτωση, κακή φουρνιά περιφερειακών σουτέρ. Το 2006, όταν κερδίσαμε τους Αμερικάνους στην Ιαπωνία, η Εθνική Ελλάδος είχε Διαμαντίδη, Παπαλουκά, Σπανούλη, Χατζηβρέττα και Ζήση, σήμερα κανείς από αυτούς που έχουμε σήμερα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους.
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι κατά παράδοση οι έλληνες μπασκετμπολίστες δεν ξέρουν να σουτάρουν. Το γιατί είναι μια επίσης πονεμένη ιστορία. Σε μια φράση, δεν μαθαίνουν ποτέ να σουτάρουν σωστά. Το μπάσκετ είναι απλό άθλημα: πρέπει να πετάξεις την μπάλα σε ένα καλάθι με το χέρι σου. Οχι με το πόδι, ή ένα μπαστούνι, αλλά με το χέρι, το βασικό ανθρώπινο εργαλείο. Αλλά εμείς δεν τα καταφέρνουμε όπως οι άλλοι. Μας λείπει κάποιο ένζυμο; Οχι. Μας λείπει η προπόνηση, η πειθαρχία.
Θυμάμαι τον Τζούροβιτς να διηγείται πώς είχε βρει τον συγχωρεμένο Ντράζεν Πέτροβιτς μαθητή λυκείου στη Σιμπένκα. Ξυπνούσε αχάραγα και πριν πάει στο σχολείο έκανε 500 εύστοχα σουτ σε ένα γειτονικό γυμναστήριο. Πεντακόσια εύστοχα, άρα αρκετά περισσότερα στο σύνολο για πρωινό. Εγινε ο Ντράζεν. Εδώ μόλις σε δουν ταλέντο σε αρχίζουν στα μανατζεριλίκια, σταματούν την προπόνηση και ονειρεύονται ένα μέλλον μισό.
Αυτά τα μισά ταλέντα, που μέσα από μια πληθωριστική διαδικασία βαφτίζονται σε φτασμένοι σταρ, φτάνουν να στελεχώσουν την Εθνική Ελλάδος, ελλείψει άλλων. Μπασκετμπολίστες με κενά στο γονιδίωμα του αθλήματος που επέλεξαν να υπηρετήσουν, καλούνται να διακριθούν σε ένα επιπεδο που απαιτεί ολοένα και περισσότερο την τελειότητα.
Δεν λέω ότι δεν μπορούν να καταφέρουν ένα θαύμα. Να κερδίσουν την Τσεχία με 12 πόντους, να χάσει η Βραζιλία από τους Αμερικανούς και να μπουν στους «8» απ’ όπου η επιτυχία απέχει έναν αγώνα. Αλλά αυτό θα είναι, όπως είπαμε, ένα θαύμα και όχι το αποτέλεσμα μιας μεθόδου, δεν θα είναι το απότοκο μιας διαδικασίας σε βάθος, που δημιουργεί αριστουργήματα, όπως αυτά, για να αναφέρουμε ένα, των Σέρβων.