| Menelaos Myrillas / SOOC
Απόψεις

Θνάσκειν μη λέγε τους αγαθούς: Για τον Μίκη

Οι νεκρολογίες γράφονται συχνά υπό τον φόβο της λήθης του τιμώμενου. Εδώ όμως δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Δεν υπάρχει η υποψία της λησμονιάς, δεν υπάρχει καν η ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων. Ο Μίκης ευτύχησε να πλάσει ο ίδιος την άφθαρτη ουσία του εαυτού του, που είναι το έργο του
Παναγιώτης Δουδωνής

«Θνάσκειν μη λέγε τους αγαθούς». Σε έναν τοίχο του μουσείου του Κεραμεικού, του μουσείου των τάφων της αρχαίας Αθήνας, διαβάζουμε τα λόγια αυτά του επιγραμματοποιού, εκπρoσώπου της αλεξανδρινής ποίησης, Καλλίμαχου. Υπάρχει μια ενιαία, ισχυρή γραμμή που ενώνει στα ελληνικά γράμματα την άρνηση του θανάτου. Οπως στη μάχη του Διγενή Ακρίτα με τον Χάροντα, που τόσο γλυκά μετέπλασε, σε δικούς του στίχους και μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης: Η μάχη με τον θάνατο γίνεται «στα περβόλια, μες στους ανθισμένους κήπους» κι είναι μια μάχη που, αν και καταδικασμένη να μας πάει «πέρα απ’ τη ζωή» γίνεται με όρους ζωής: καλούμε τον Χάροντα «να πιούμε και να τραγουδήσουμε μαζί». Tώρα, ο Μίκης κάλεσε τον θάνατο σε ένα τελευταίο τραγούδι. Και το τραγούδι αυτό δεν μπορούσε παρά να είναι δικό του.

Ο Μίκης υπήρξε η μουσική ιδιοφυΐα που παρέλαβε τη μεγάλη μας μουσική παράδοση και την έδεσε με τα λόγια της ελληνικής ποίησης, με όλο το βάρος των χιλιετιών που φέρει. Υπήρξε ο Ρωμανός ο Μελωδός της εποχής μας, που έδωσε στη ζωή μας, στους έρωτες, στους αγώνες και στον πόνο, τη θεία, μυστική τους διάσταση. Μα η μυστική ουσία της ζωής δεν υπήρξε για τον μελωδικό κόσμο του Μίκη μια αφορμή για παραίτηση, αλλά μια επιθετική διεκδίκηση της ζωής, ένας αγώνας για το δικαίωμα στην ευτυχία. Και εδώ η μουσική συνδέεται με την πολιτική του ιδιοσυγκρασία. Η ορμή της ζωής του, ένας χείμαρρος που δεν μπορεί να σταματήσει ούτε η βιολογική εκδημία του, ζήτησε να ποτίσει με την ισότητα, την ευτυχία, τον όρκο για τη «λευτεριά και την προκοπή» έναν ολόκληρο λαό.

Για αυτό ο Μίκης είναι η Ελλάδα. Γιατί κράτησε στα χέρια του, όπως ελάχιστοι, αυτήν την ελληνική γραμμή του πόθου για ζωή και με τη μουσική του την εξύψωσε ως τα αστέρια. Εκεί που τώρα ο Μίκης θα συναντήσει την πλατωνική ιδέα του, που είναι ένα ανεκτίμητο κομμάτι της εθνικής κληρονομιάς μας.

Ξέρω ότι οι νεκρολογίες γράφονται συχνά υπό τον φόβο της λήθης του τιμώμενου. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Δεν υπάρχει η υποψία της λησμονιάς, δεν υπάρχει καν η ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, που μας υπενθυμίζει ο Ιωάννης Δαμασκηνός στη Νεκρώσιμη Ακολουθία. Ο Μίκης ευτύχησε να πλάσει ο ίδιος την άφθαρτη ουσία του εαυτού του, που είναι το έργο του.

Αποχαιρετώντας τον, αποχαιρετούμε τον τελευταίο μεγάλο μιας γενιάς που για τον αιώνα μας έχει τη σημασία που είχε η γενιά των αγωνιστών για τον 20ό αιώνα. Τη γενιά των γιαγιάδων και των παππούδων της δικής μου γενιάς, που αφού πολέμησε και διχάστηκε, έχτισε με το ταλέντο και τον κόπο της τη δική μας χώρα, την Ελλάδα μας, όπως τη γνωρίσαμε και την αγαπάμε. Καθώς θα περνούν τα χρόνια, ο άφθαρτος πυρήνας της Ελλάδας μας θα συνομιλεί πάντα με την Ελλάδα του Μίκη και της γενιάς του. Με μια χώρα που ζητά με πάθος για τους ανθρώπους της, μέσα από σκληρούς αγώνες, την ευτυχία.

Αντίο, Μίκη.