Τα «σοβιετικά» χρόνια του ελληνικού αθλητισμού καλύπτουν τα 90s και τη μισή πρώτη δεκαετία του αιώνα, μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Ήταν η εποχή που επικράτησε μία αντίληψη υπαρκτού σοσιαλισμού στον αθλητισμό. Οι αθλητικές νίκες έπρεπε να έρθουν με κάθε τρόπο καθώς αποτελούσαν έρεισμα για έκρηξη εθνικής υπερηφάνειας. Και κάπως έτσι, το κράτος πλήρωνε ακόμα και τα αναβολικά.
Οι Ομοσπονδίες είχαν αγωγούς μεταφοράς χρήματος από την Πολιτεία, αρκεί βέβαια και οι διοικήσεις τους να διατηρούσαν καλή σχέση με την κυβέρνηση. Οι αθλητές, ειδικά, οι ολυμπιονίκες, απολάμβαναν πακέτο παροχών που σήμερα ακούγεται αδιανόητο. Διορισμός στις Ένοπλες Δυνάμεις, παχυλά οδοιπορικά, άδεια πρακτορείου ΠΡΟ-ΠΟ και, φυσικά, πολύ δυνατά πριμ για ολυμπιακά μετάλλια και διακρίσεις σε παγκόσμιο ή πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα δε, ήταν η μόνη χώρα που τιμούσε ως και την έκτη θέση ως ολυμπιακή διάκριση. «Μας έκανε υπερήφανους ως έκτος ολυμπιονίκης». Άλλωστε και στο σύλλογο Ελλήνων Ολυμπιονικών (υπάρχει, αλήθεια αντίστοιχος σύλλογος σε άλλη χώρα;) δικαίωμα συμμετοχής έχουν όσοι κατέκτησαν ως και την όγδοη θέση. Πόσο, μα πόσο, κλασικό ΠΑΣΟΚ…
Ήταν μία κατάσταση που βόλευε τους πάντες. Οι αθλητές είχαν το κίνητρο της δια βίου αποκατάστασης. Οι παράγοντες των Ομοσπονδιών τραβούσαν χρήμα. Οι πολιτικοί έβγαιναν φωτογραφίες και μιλούσαν για το κυβερνητικό σχέδιο ανάπτυξης του μαζικού αθλητισμού δια του πρωταθλητισμού που κεφαλαιοποιεί δόξα για τη χώρα. Και ο φορολογούμενος που πλήρωνε αισθανόταν εθνική υπερηφάνεια. Λογικό. Του έλεγαν ότι η Γη σταματά να περιστρέφεται τις στιγμές που ακούγεται ο ελληνικός εθνικός ύμνος.
Αυτά τελείωσαν με την κρίση. Διατηρήθηκε βέβαια ένα πλαίσιο παροχών προς τους αθλητές, κυρίως στο πεδίο της απασχόλησης τους, αλλά στις ημέρες μας, αν δεν έχεις χορηγούς δεν μπορείς να κάνεις επαγγελματικό αθλητισμό.
Ο Θόδωρος Ιακωβίδης, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ανήκει στους άτυχους. Ασχολείται με ένα σπορ που δεν είναι πλέον δημοφιλές και δεν προσελκύει χορηγούς. Εκ των πραγμάτων, η αθλητική του διαδρομή εξαρτάται από τη συνδρομή της Πολιτείας. Εδώ τώρα αρχίζει η κουβέντα: τι οφείλει να κάνει η Πολιτεία; Να δίνει περισσότερα λεφτά στις Ομοσπονδίες; Να επιλέγει αθλητές που θα απολαμβάνουν ένα ειδικό πακέτο παροχών; Και αν ναι, από ποια αθλήματα; Και υπό ποιους όρους; Θα λαμβάνονται, ας πούμε, υπ’ όψιν οι επιδόσεις του αθλητή ή οι μελλοντικές του προοπτικές; Διότι τώρα ο Ιακωβίδης έλυσε το πρόβλημα του. Αν αύριο βγει ένα παιδί που κάνει καλό skateboard και πει ότι δεν έχει τους πόρους να πάει στο Παρίσι, τι πρέπει να πράξει η Πολιτεία; Και αλήθεια, θα συγκινηθεί το ίδιο η κοινή γνώμη; Είναι και το άλλο: αν η Πολιτεία δίνει μισό εκατομμύριο σε μία Ομοσπονδία, τότε γιατί να μην το κάνει ολόκληρο, διεκδικώντας ακόμα μεγαλύτερους στόχους; Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι.
Όποτε ακούω το «η Πολιτεία θα βρεθεί κοντά στην Ομοσπονδία» το μυαλό μου πάει στο πονηρό. Διότι στον πολιτισμένο κόσμο, εκεί που το αυτοδιοίκητο των Ομοσπονδιών εφαρμόζεται και στην πράξη, το κράτος χορηγεί μία ενίσχυση, αλλά πέραν αυτής, τα υπόλοιπα είναι δουλειά των παραγόντων. Να βρουν χορηγούς, να δημιουργήσουν γεγονότα που θα τους φέρουν έσοδα και να πορευτούν ανάλογα με τη δημοφιλία και τη διεισδυτικότητα του αθλήματος τους. Αλλά επειδή πάντα υπάρχει η ελληνική ιδιαιτερότητα, ας δεχθούμε ότι, πράγματι, η Πολιτεία οφείλει να βρει τρόπο για να ξεχωρίζει και να ενισχύει περιπτώσεις τύπου Ιακωβίδη. Αν μπούμε όμως σε γενική κουβέντα και σε λογική «κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα», τότε ας γυρίσουμε καλύτερα στα παλιά, να καμαρώνουμε τους ταγματάρχες μας στους στίβους, όπως έκαναν και στη μαμά ΕΣΣΔ.