Σου ετοιμάζουν ταπεράκια με φαγητό για να σε βγάλουν από τον κόπο να μαγειρέψεις. Παίρνουν τα παιδιά από το σχολείο και τα κρατάνε μέχρι να γυρίσεις από τη δουλειά. Κι αν θέλεις να βγεις το βράδυ, τα κοιμίζουν σπίτι τους για να σηκωθείς το πρωί όποτε θες.
Μερικές φορές τσαντίζεσαι μαζί τους, γιατί σε παίρνουν τριακόσιες φορές τη μέρα τηλέφωνο, γιατί βρίσκουν μονίμως ασυμμάζευτο το σπίτι σου ή γιατί έδωσαν καμία σοκολάτα παραπάνω στο παιδί σου.
Αλλες φορές, τους ακυρώνεις τελευταία στιγμή το γιορτινό οικογενειακό τραπέζι, εκείνο που ξέρουν να ετοιμάζουν με δεξιότητα μάστερ σεφ για να σε ευχαριστήσουν, επειδή βρήκες φτηνά εισιτήρια για το εξωτερικό. Κι εκείνοι σου λένε «δεν πειράζει, πήγαινε, παιδί μου, να ξεσκάσεις».
Και τις μισές φορές που περνάς από το σπίτι τους, φεύγεις βιαστικά, αγχωμένα, χωρίς να πεις πολλές κουβέντες. «Κάτσε μωρέ λίγο να σε δούμε», θα σου πουν. «Φεύγω, καίγομαι, άλλη φορά, γεια σας!» θα απαντήσεις, κλείνοντας πίσω σου την πόρτα. Εχεις να προλάβεις άλλα πράγματα, πιο «σημαντικά» από το κουβεντολόι μαζί τους.
Και να που τώρα, τους μιλάς μόνο από το τηλέφωνο και το Skype. Να που τώρα, τους αφήνεις ψώνια έξω από την πόρτα, τους βλέπεις πίσω από τζάμια, τους χαιρετάς από μακριά. «Θα περάσει, μαμά» έγραψε μια κοπέλα με κόκκινη μπογιά στο πεζοδρόμιο, κάτω από το σπίτι της μάνας της. Ενας παππούς είδε για πρώτη φορά το νεογέννητο εγγόνι του πίσω από την τζαμαρία. Μια οικογένεια έσβησε τούρτα με κεράκια στον δικό της παππού, μέσα από το Skype. Μικρές αφηγήσεις της ζωής με τους γονείς σε απόσταση, εν μέσω καραντίνας, στα social media.
«Αγάπες μου, λουλούδια μου, ομορφιές μου, σας αγαπώ πολύ», φώναζε μια ηλικιωμένη κυρία, από το μπαλκόνι της. Τα δυο της εγγόνια την χαιρετούσαν από κάτω. Της είχαν αφήσει και μια ζωγραφιά στην είσοδο. «Θα περιμένω να σας πάρω αγκαλιά και να πούμε ξανά το αγαπημένο μας τραγούδι».
Είδες τι πράγμα είναι η ζωή; Τα φέρνει όλα τούμπα. Σε κάνει να μετανιώνεις για τις στιγμές που τσιγκουνεύτηκες να χαρίσεις, για τις αγκαλιές και τα φιλιά που δεν είχες όρεξη να δώσεις, για τον καφέ που δεν προλάβαινες ποτέ να πιεις με τους γονείς σου, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες σου. Σε μια στιγμή έκλεισε τις πόρτες και σου είπε, με τη φωνή ενός γιατρού, ή του Σπύρου Παπαδόπουλου, από την τηλεόραση: Μείνε μακριά τους, για το καλό τους. Κράτα τα εγγόνια μακριά τους, για το καλό τους. Η αγάπη μας τώρα, προς τους μεγαλύτερους συνανθρώπους μας, μετριέται με την απόσταση.
Και όπως περνούν οι μέρες της καραντίνας, εκτιμάς όλο και περισσότερο και την αξία της βοήθειας που παρέχουν αυτοί οι άνθρωποι στην καθημερινότητα. Αυτό το «να σου αφήσω τα παιδιά για λίγο;» Ή εκείνο το «σιδέρωσέ μου, βρε μάνα, το πουκάμισο». Ή το άλλο, το «περνάω να φάω και φεύγω». Ή ακόμα, το «πέταξέ με ως το μετρό, μπαμπά».
Πού πήγαν όλα αυτά, ξαφνικά; Σαν να ήρθε ένα τσουνάμι και παρέσυρε από το πουθενά τα βοηθητικά μαξιλαράκια μας, τα μπακάπ, τις μαμαδίστικες βολές μας. Η βοήθεια των γονιών προς στον εργαζόμενο πληθυσμό αποτυπώνεται στο ΑΕΠ της χώρας, έλεγε μια φίλη, σε εκείνο το ωραίο παρελθόν όπου καθόσουν με την παρέα και έπινες καφέ, σε κατάμεστες καφετέριες. Και η μαμά σου ντάντευε το παιδί. Και μπορούσες να την αγκαλιάζεις και να τη φιλάς, αν και δεν το έκανες πολύ συχνά.
Στην αναμονή τώρα. Αναμονή μιας αγκαλιάς.
Για πόσο; Για όσο.
ΥΓ.: