Οι προτάσεις της ομάδας Πισσαρίδη για την Εκπαίδευση είδαν το φως της δημοσιότητας ως μέρος της Ενδιάμεσης Έκθεσης «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία». Στηρίζονται στη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία η Εκπαίδευση αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας.
Σύμφωνα με όσα παρατίθενται σε αυτήν, το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ταυτόχρονα υποχρηματοδοτούμενο, σπάταλο και αναποτελεσματικό. Διαθέτει αδικαιολόγητα μεγάλο αριθμό μικρών σχολικών μονάδων και αναλογικά πολλούς εκπαιδευτικούς παρά τον σταθερά μειούμενο μαθητικό πληθυσμό του. Είναι ιδιαίτερα συγκεντρωτικό και άκαμπτο, οι επιδόσεις των μαθητών του βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ και κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, οι απόφοιτοι του γενικού λυκείου του δεν διαθέτουν στοιχειώδεις επαγγελματικές δεξιότητες, το τεχνοεπαγγελματικό λύκειο είναι υποβαθμισμένο, ενώ αποτελεί παγκόσμια εξαίρεση, αφού δεν διαθέτει κανένα είδος αξιολόγησης.
Το εκπαιδευτικό προσωπικό μας είναι γερασμένο, το σύστημα επιλογής του αναποτελεσματικό και ιδιαίτερα οι καθηγητές δεν έχουν επαρκή, αρχική παιδαγωγική κατάρτιση. Μπορεί οι εκπαιδευτικοί στο σύνολό τους να διαθέτουν αυξημένα τυπικά προσόντα, αλλά στην πλειονότητά τους δεν κατέχουν ψηφιακές δεξιότητες ικανές να διαφοροποιούν τγ διδασκαλία τους. Ανύπαρκτες είναι επίσης η συνεχής εκπαίδευση και η επαγγελματική τους εξέλιξη,ενώ οι μισθοί τους παραμένουν χαμηλοί. Όλα αυτά δηλώνουν απουσία κινήτρων απόδοσης, όταν είναι διεθνώς αποδεκτό πως ο βασικότερος παράγοντας αποτελεσματικότητας ενός συστήματος Εκπαίδευσης είναι η ποιότητα των εκπαιδευτικών του.
Σύμφωνα με την Εκθεση, δύο είναι οι πλέον αρνητικοί παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας: η υστέρηση των επιδόσεων των μαθητών μας και η συνεχής, ανησυχητική διεύρυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Κι ενώ είναι και πάλι γνωστό πως η μείωση των ανισοτήτων «εξαρτάται από τα αναδιανεμητικά αποτελέσματα της πρωτοβάθμιας -δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», απουσιάζουν από τις δύο βαθμίδες τόσο τα εργαλεία ανίχνευσής τους, όσο και η στρατηγική μείωσής τους.
Με δυο λόγια: αν επιθυμούμε η χώρα να αποκτήσει μια θέση στο σύγχρονο κόσμο, έπρεπε χτες τα πάντα να είχαν αλλάξει στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αν ρίξουμε, όμως, μια ματιά στις εκπαιδευτικές πολιτικές που υλοποιούνται μέχρι και σήμερα διαπιστώνουμε ότι δεν βρίσκονται στις κατευθύνεις της Έκθεσης. Ακόμα χειρότερα, όσα συζητούνται στη χώρα για την Εκπαίδευση, περί άλλων τυρβάζουν
Βεβαίως, η Εκθεση δεν εξαντλείται σε διαπιστώσεις. Προτείνει δύο βασικά εργαλεία για τη βελτίωση της Εκπαίδευσής μας: την αύξηση της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και την στήριξη του εκπαιδευτικού μας προσωπικού. Η πρώτη οφείλει να συνοδεύεται από την ισχυροποίηση της διοίκησης των σχολείων, την υλοποίηση διαδικασιών εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησής τους, καθώς και την αύξηση της κοινωνικής λογοδοσίας τους, διαμέσου της δημοσίευσης των μαθησιακών αποτελεσμάτων τους. Η δεύτερη αφορά στην αναμόρφωση της αρχικής εκπαίδευσης των καθηγητών, στην βελτίωση των αποδοχών τους πάντα στο μέτρο του δυνατού, στη συστηματική στήριξη της συνεχούς εκπαίδευσής τους και στην καθιέρωση κινήτρων σοβαρής επαγγελματικής εξέλιξης.
Ως προς την βελτίωση των μαθητικών επιδόσεων προτείνεται η δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Εκπαιδευτικών Ανισοτήτων και ανάπτυξη ενός διευρυμένου δικτύου Προτύπων Σχολείων ποικίλων τύπων (πρότυπα σε υποβαθμισμένες περιοχές, αρίστων μαθητών, τεχνοεπαγγελματικής εκπαίδευσης κ.ά.). Αυτά θα στηρίζουν εξίσου υστερούντες και αριστούχους μαθητές, γιατί, σύμφωνα πάντα με την Έκθεση, η «αριστεία» κατανοείται ως ταυτόχρονη επιδίωξη αύξησης του αριθμού των αρίστων και μείωσης όσων αποτυγχάνουν. Δηλαδή, διαφορετικά από τη διαδεδομένη αντίληψη, που υπαγορεύει τη δημιουργία αποκλειστικά και μόνο επιλεκτικών προτύπων σχολείων για αρίστους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοιες εκτιμήσεις και προτάσεις με αυτές της Εκθεσης, έχουν κατατεθεί στο παρελθόν από εκπαιδευτικούς του πεδίου, των οποίων οι απόψεις αποκλίνουν σημαντικά από τον «κυρίαρχο λόγο» των εκπαιδευτικών και ιδιαίτερα των ομοσπονδιών τους. Επιπλέον, ορισμένες από τις προτάσεις της Εκθεσης νομοθετήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν (π.χ. διαδικασίες αξιολόγησης 2010-2014) για να υπονομευθούν στη συνέχεια από τους ίδιους τους νομοθέτες τους και τέλος να καταργηθούν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι το γεγονός ότι οι προτάσεις της Εκθεσης Πισσαρίδη αποκλίνουν από το πνεύμα του νομοθετικού έργου, την τακτική και τις αντιλήψεις της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, ενώ κάποιες κομβικής σημασίας για το όλο οικοδόμημα της Εκθεσης –όπως είναι ο έλεγχος των μαθησιακών αποτελεσμάτων– παραμένουν μετέωρες χωρίς να υποδεικνύεται τρόπος και πολύ περισσότερο ορίζοντας υλοποίησής τους.
Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε σχεδόν με βεβαιότητα ότι η υποδοχή των προτάσεων Πισσαρίδη από την εκπαιδευτική κοινότητα θα είναι αρνητική και από τους μηχανισμούς του υπουργείου Παιδείας τουλάχιστον χλιαρή. Κατ’ επέκταση, οι πιθανότητες υλοποίησής τους φαντάζουν ελάχιστες, αν αυτές δεν «ξεχαστούν» σε κάποια υπουργικά συρτάρια λόγω πανδημίας. Εκτός κι αν…
Η ειδοποιός όμως διαφορά αυτών, σε σχέση με παρόμοιες παλαιότερες, έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζονται ως οργανικό μέρος ενός συνολικού σχεδίου για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οπότε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς –παραφράζοντας την ρήση του Κλεμανσό –, ότι οι απαιτούμενες αλλαγές στην Εκπαίδευση είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να τις αφήσουμε αποκλειστικά στα χέρια των εκπαιδευτικών. Πώς είναι όμως δυνατόν να υλοποιηθεί οποιαδήποτε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση χωρίς την στήριξή τους; Είναι αξεπέραστο το διαφαινόμενο αδιέξοδο;
Παραχώρηση στους γονείς του δικαιώματος εγγραφής των παιδιών τους σε οποιοδήποτε δημόσιο σχολείο θεωρούν ότι ανταποκρίνεται στις όποιες προσδοκίες τους, μέτρο το οποίο θα αυξήσει την άμιλλα των σχολικών μονάδων
Μοναδική πιθανή απάντηση στο εύλογο ερώτημα, αποτελεί η διαπίστωση ότι, αν επιθυμεί οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία μια σε βάθος και σύμφωνη με τα διεθνή στάνταρ εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οφείλει να διευρύνει αποφασιστικά τους «παίκτες» του εκπαιδευτικού πεδίου. Συγκεκριμένα, μόνο η άμεση και αποφασιστική εμπλοκή των γονέων στα εκπαιδευτικά δρώμενα, κάτι που μέχρι σήμερα απουσιάζει και αποφεύγεται συστηματικά, είναι δυνατό να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις που ενδέχεται να υποστηρίξουν σε βάθος χρόνου τις προτάσεις της Εκθεσης Πισσαρίδη ή ανάλογες μ’ αυτές.
Κάτι τέτοιο, θα μπορούσε να ξεκινήσει με δύο ομάδες μέτρων εύκολα υλοποιήσιμα. Η πρώτη αφορά στην παραχώρηση στους γονείς του δικαιώματος εγγραφής των παιδιών τους σε οποιοδήποτε δημόσιο σχολείο θεωρούν ότι ανταποκρίνεται στις όποιες προσδοκίες τους, μέτρο το οποίο θα αυξήσει την άμιλλα των σχολικών μονάδων και θα απαιτήσει υποχρεωτικά αύξηση της αυτονομίας και, συνεπώς, της ιδιοπροσωπίας τους. Μάλιστα, ενώ κάτι τέτοιο εντάσσεται στον πυρήνα των φιλελεύθερων αντιλήψεων για την Εκπαίδευση, προκαλεί εντύπωση ότι σχετική πρόταση απουσιάζει από την Εκθεση. Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι μόνο έτσι οποιοδήποτε μέτρο αύξησης της αυτονομίας των σχολικών μονάδων ακολουθήσει αποκτά νόημα (διαφοροποιημένα Προγράμματα Σπουδών, πρόσληψη εξειδικευμένων εκπαιδευτικών κλπ).
Η δεύτερη αφορά σε δύο προτάσεις της Εκθεσης, που δεν εξειδικεύονται σε αυτήν. Πρόκειται για τον συνδυασμό ενός σχεδίου ελέγχου και δημοσιοποίησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων κάθε σχολείου με τη δημιουργία και λειτουργία του Παρατηρητηρίου για τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Πρόκειται για δύο απαραίτητα εργαλεία-συμβούλους ανάπτυξης αποτελεσματικών εκπαιδευτικών πολιτικών με στόχο τη βελτίωση της Εκπαίδευσης μας. Μάλιστα, τα συμπεράσματά που θα προκύπτουν από τις επισημάνεις αυτών, πρέπει να δρουν δεσμευτικά για τις πολιτικές του υπουργείου Παιδείας.
Εξηγούμαστε. Αν οι γονείς δεν εμπλακούν στο «αν και τι μαθαίνουν» τα παιδιά τους στο σχολείο, αν οι εκπαιδευτικοί δεν προσανατολιστούν προς τη διαρκή βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και οι πολιτικές ηγεσίες στη διαρκή φροντίδα για τη λήψη μέτρων που προάγουν τα εκπαιδευτικά και μορφωτικά αποτελέσματα του σχολείου μας, η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον και οι απέραντες, κενές νοήματος φλυαρίες για την Εκπαίδευση θα συνεχιστούν στο διηνεκές.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι τα δύο αυτά άμεσα υλοποιήσιμα μέτρα, ασήμαντου οικονομικού κόστους, είναι σε θέση αναστρέψουν άμεσα το κλίμα αδιαφορίας που επικρατεί δεκαετίες τώρα στην Εκπαίδευσή μας και να μετακινήσουν τη συζήτηση στα ουσιώδη. Βεβαίως και θα υπάρξουν όψεις των επιδράσεων τους που αξίζει να συζητηθούν, και πολύ περισσότερο να παρακολουθηθούν επί μακρόν.
Ομως το μέλλον της χώρας δεν μπορεί να περιμένει.
Τα γνωστά δίκτυα συμφερόντων, παγιωμένα εδώ και δεκαετίες στον χώρο της Εκπαίδευσης, δεν θα συναινέσουν ποτέ στην υλοποίηση εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που συστηματικά δυσφημούν και λοιδορούν, όπως για παράδειγμα είναι η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Γιατί απλούστατα παρόμοιες μεταρρυθμίσεις έρχονται σε αντίθεση με τα μικροσυμφέροντά τους και πιθανή υλοποίησή τους θα σημάνει την απαρχή της αποδυνάμωσης των άτυπων δικτύων που έχουν συγκροτήσει με σκοπό τον έλεγχο των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας, χωρίς διάκριση επιμέρους κομματικών αναφορών και δήθεν ιδεολογίας.