Απόψεις

Τα ρομπότ κι εγώ, τέκνο μιας παλιάς γενιάς

... που γράφει μηνύματα στο κινητό με τον δείκτη, ως να χτυπάμε γραφομηχανή. Συχνά μακαρίζουμε την ύψιστη τύχη μας να είμαστε εν ζωή και να παλεύουμε, έξω από τις συνήθειες με τις οποίες μεγαλώσαμε, ώστε να τα καταφέρουμε στον «νέο κόσμο». Μπορεί το «εν ζωή» να είναι αυτό ακριβώς. Να προσαρμόζεσαι
Ρέα Βιτάλη

Τόσο άβολη η συνομιλία μου με ένα ρομπότ! Τσακίζει την υπομονή μου με τη μία. «Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;». Σε τίποτα. Με αυτή την άνευρη φωνή… Μηχάνημα, δεν μπορώ να μιλάω με μηχάνημα. Βλέπω, σε κάθε επαφή μου, τον κόσμο της εργασίας να μειώνεται. Ο γιος μου απλώνει ένα σωρό επιχειρήματα. Να θυμάσαι πόσοι αμαξάδες έμειναν από δουλειά με την είσοδο του αυτοκινήτου. Εγιναν ταξιτζήδες.

Σε ένα βιβλίο, πρόσφατα, διάβασα για το πόσοι άνθρωποι ήταν υπεύθυνοι να ανάβουν τα κεριά στους δρόμους του Παρισιού πριν από τον ηλεκτρισμό. Πρόχειρα με καθησυχάζουν ή με αποκοιμίζουν τέτοια επιχειρήματα. Διαχρονικά με τρομάζει η ιστορία, γιατί γράφει το άλμα χωρίς ποτέ να αναφέρεται στο κενό, εκεί όπου κόβεται η ανάσα της ελπίδας του μέσου ανθρώπου, εκεί όπου η μία ομάδα, όχι, δεν παραδίδει αυτόματα σε μια επόμενη, αλλά αφήνει μια ακάλυπτη, εξοντώνει, θανατώνει μια άλλη. Αυτούς που θυσιάζονται στον βωμό μιας σπουδαίας, μιας χρήσιμης ανάπτυξης, κλαίω. Αυτούς που πάνε άκλαυτοι.

Τόσο άβολη η συνομιλία μου με ένα ρομπότ, αφού για να τη βγάλω πέρα, πρέπει κι εγώ να αποκτήσω φύση ρομπότ. Να ακυρώσω συναισθήματα. Να γίνω άνευρη, άχρωμη, αγέλαστη. Με συλλαμβάνω να φωνάζω απεγνωσμένα «Εκπρόσωπος». Προχθές που το εξομολογήθηκα σε φίλους, μου είπαν ότι κάνουν ακριβώς το ίδιο. Δες μας, δες μας να φωνάζουμε απεγνωσμένα «Εκπρόσωπος». Ποιος, άραγε, θα εκπροσωπήσει εμάς που μάθαμε να μιλάμε με ανθρώπους, να ξεκινάμε με ένα «καλημέρα σας», να ξεσπάμε την οργή μας κάπου.

Δες, δες με αντίστροφη φορά αυτό που μόλις έγραψα. Τους ανθρώπους τους θέλαμε και για να ξεσπάμε. Ζήσαμε, εκπαιδευτήκαμε και σε ένα σύστημα οργής. «Ανεβείτε στον 5ο, κατεβείτε στον 1ο», «Φέρτε μια φωτοτυπία. Eχει φωτοτυπικό στο απέναντι τετράγωνο», «Τέτοια ώρα που ήρθατε, δεν μπορούμε να εξυπηρετήσουμε;», «Δεν εξυπηρετούμε τις Τρίτες, ενίοτε τις Πέμπτες, τις Τετάρτες», «Η υπάλληλος λείπει. Πού να ξέρουμε πότε θα έρθει;».

Σπουδαία η 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Θα τη μάθω, πού θα μου πάει; Ζωή να έχουμε να ζήσουμε τα θάματά της. Αλλά κάθε φορά που μιλάω με ρομπότ… Γέμισε ο κόσμος μας συναλλαγές με ρομπότ… Ξεπετάγεται μέσα μου η ίδια και ίδια απορία. Σε αυτό το άγριο παιχνίδι της νέας τάξης πραγμάτων, τον καταναλωτή ποιος θα τον παίξει; Το ρομπότ πληρώνεται, βγαίνει, καταναλώνει, ξοδεύει; Δεν είναι αυτός ο βασικός όρος του παιχνιδιού μιας καταναλωτικής κοινωνίας; Τον υπάλληλο τον παίζει το ρομπότ, τον πελάτη, τον καταναλωτή ποιος θα τον παίζει; Το ρομπότ;

Τέκνα μιας παλιάς γενιάς που γράφει μηνύματα στο κινητό με τον δείκτη, ως να χτυπάμε γραφομηχανή, συχνά βράζουμε στο ζουμί μας. Ακόμα, όμως, πιο συχνά μακαρίζουμε την ύψιστη τύχη μας να είμαστε εν ζωή και να παλεύουμε, έξω από τις συνήθειες με τις οποίες μεγαλώσαμε, ώστε να τα καταφέρουμε στον «νέο κόσμο». Κι ας είναι για μας άγνωστος πλανήτης. Μπορεί το «εν ζωή», να είναι αυτό ακριβώς. Να προσαρμόζεσαι.