Έχω δηλωμένη ψύχωση με το «Breaking Bad», μία, κατά γενική ομολογία, από τις καλύτερες σειρές που γυρίστηκαν ποτέ. Δεν είναι μόνο η πλοκή και η ροή της ιστορίας, είναι και αυτή η κατάδυση στα βάθη των συγκεκριμένων χαρακτήρων που δημιουργεί ταυτίσεις με τον θεατή.
Παρεμπιπτόντως, το «El Camino», η ταινία-επίλογος της σειράς που προβάλλεται τώρα στο Netflix, έχει μάλλον απογοητεύσει τους περισσότερους από τους φανατικούς που επένδυσαν μεγάλες προσδοκίες. Ανάμεσά τους είμαι και εγώ οφείλω, με λύπη, να ομολογήσω.
Τέλος πάντων, όταν προβλήθηκε το «Breaking Bad» στην Ελλάδα, στη βραδινή ζώνη του Mega, έκανε μάλλον απογοητευτικά νούμερα. Συζητώντας τότε με ένα στέλεχος από τη διεύθυνση Προγράμματος του καναλιού, έμαθα ότι ακόμα και αν μία σειρά είναι αριστουργηματική, έτσι και δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις του ελληνικού κοινού, τα επεισόδιά της θα χάνονται απαρατήρητα μέσα στη νύχτα.
Και τι θέλει το ελληνικό κοινό; Δύο πράγματα. Είτε χάχανο, είτε δράμα. Και πολύ δυνατούς έρωτες.
Οι δύο σειρές που κόβουν τηλεοπτικά εισιτήρια αυτήν την περίοδο είναι το «Κόκκινο Ποτάμι» και οι «Αγριες Μέλισσες». Και οι δύο σειρές έχουν στον πυρήνα τους το δράμα και τον έρωτα. Έχουν και κάτι ακόμα: επιστροφή στις ρίζες. Oχι, αυτό δεν συνδέεται με την ιστορική αναφορά που υπογραμμίζεται ιδιαίτερα στο εξαιρετικό «Κόκκινο Ποτάμι». Έχει να κάνει πρωτίστως με τους παραδοσιακούς κώδικες της ελληνικής κοινωνίας.
Ο πατέρας είναι αφέντης. Είτε σκληρός, είτε πιο μαλακός, είναι ο θεματοφύλακας της οικογενειακής ηθικής. Η κεφαλή του σπιτιού, ο λόγος που δεν συναντά αντιρρήσεις. Το χέρι που θα σηκωθεί και θα είναι ευλογημένο όταν καταλήξει στο μάγουλο του παιδιού. Η σύζυγος στέκεται δίπλα του, αλλά, προς Θεού, όχι στο ίδιο ύψος. Χαμηλώνει τα μάτια και τη φωνή όταν του μιλάει, επιστρατεύει υπερβολικό θάρρος ή γαλιφιά για να εκφράσει τη γνώμη της και λειτουργεί ως ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον πατέρα και στα παιδιά, το στρώμα που απορροφά τις αναταράξεις. Οι κόρες είναι ιδιοκτησία του πατρός, υπάρχουν μόνο για να παντρευτούν. Και τα αγόρια είναι σκληρά αντράκια, πιστοί κλώνοι του πατέρα, οι αποκλίσεις από αυτόν τον κανόνα προκαλούν εντάσεις και την οργή του αρχηγού. Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνονται με έμφαση και στις, δημοφιλείς και στην πατρίδα μας, τουρκικές σειρές.
Το τηλεοπτικό κοινό δεν παρακολουθεί αυτές τις αφηγήσεις όπως χαζεύει ψάρια μέσα στο ενυδρείο. Τις βλέπει με νοσταλγική διάθεση απέναντι σε αυτό που θεωρείται πατροπαράδοτο, πλην όμως έχει σχεδόν εκλείψει. Δεν βλέπει, απλώς, τηλεοπτικό θέαμα. Κάνει γονιδιακή αναζήτηση. Συνομιλεί με τα αρχετυπικά πρότυπα της κοινωνίας μας. Και το απολαμβάνει. Ο παππάς είναι καλός, ο αστυνόμος καλοκάγαθος, ο δάσκαλος ελαφρώς τολμηρός, ο Τούρκος είναι κακός και οι Ρωμιοί ήρωες.
Η επιτυχία αυτών των σειρών σχηματοποιεί παραστατικά πολλές ψηφίδες από το πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας η οποία, αν όχι στο σύνολό της, παραμένει συντηρητική και αξιοπρόσεκτα ομοιογενής. Αυτό είναι ένα λογικό συμπέρασμα για μας και μία εύκολη καταφυγή για τους σεναριογράφους. Του χρόνου θα κάνει επιτυχία ένα σίριαλ που θα διαδραματίζεται στην Αθήνα της Κατοχής. Ο έρωτας δύο νέων και ένα παιδάκι που ορφάνεψε όταν ο πατέρας του έπεσε στο μέτωπο και η μάνα του κλέφτηκε με έναν αξιωματικό της Βέρμαχτ, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πράκτορας των Συμμάχων.