Όταν πρωτάρχισα να δουλεύω σε εφημερίδα –τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80– περιμέναμε μια φορά την εβδομάδα να εκδοθεί η ανακοίνωση του υπουργείου Εμπορίου η οποία καθόριζε όχι μόνο την τιμή της φρατζόλας του ψωμιού αλλά και το βάρος και τη σύνθεση της. Η κυβερνητική απόφαση δεν άφηνε και πολλά περιθώρια εναλλακτικών επιλογών εκτός και η μαμά ή η γιαγιά ήξερε να φτιάχνει σπιτικό ψωμί …
Η περίφημη «μάχη της φρατζόλας» κράτησε χρόνια και έληξε, σχετικά «αναίμακτα», κάπου εκεί στα χρόνια της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Στέφανου Μάνου. Ήταν, αν δεν με γελά η μνήμη μου, το 1992. Τότε απελευθερώθηκε η αγορά του ψωμιού και μπήκαν στο παιχνίδι τα μεγάλα super market.
Από τότε μέχρι σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και οι καταναλωτές απέκτησαν περισσότερες της μιας και μόνης -κυβερνητικά καθορισμένης- επιλογής. Στις ημέρες μας μπορείς να βρεις ένα πλήθος αρτοσκευασμάτων που ξεκινούν από λίγα λεπτά και φθάνουν, ανάλογα με τη σύνθεση, το βάρος κλπ, τα λίγα ή τα περισσότερα ευρώ. Την ίδια στιγμή υπάρχει και η επιλογή του παραδοσιακού φούρνου ή και των αλυσίδων ειδών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής που έχουν αλλάξει άρδην τις συνθήκες της αγοράς αλλά και τις καταναλωτικές συνήθειες και νοοτροπίες των πολιτών.
Αλλά, η απελευθέρωση του ψωμιού ήταν μια γενναία πολιτική απόφαση, συνέπεια μιας μεταρρύθμισης που θέλησε να μεταφέρει το παιχνίδι από τις ασφυκτικές διοικητικές ρυθμίσεις στο πεδίο της αγοράς.
Σήμερα, κανείς δεν θα μιλήσει για την τιμή της φρατζόλας- πρώτα από όλα, γιατί η εικόνα της φρατζόλας δεν είναι πια κυρίαρχη στη καθημερινή ζωή και στο τραπέζι της οικογένειας ή του εργένη και της εργένισσας και δεύτερο ή τρίτο, η μία και μοναδική τιμή δεν υπάρχει.
Σκέφθηκα την ιστορία της φρατζόλας ακούγοντας και διαβάζοντας λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων για το γιορταστικό τραπέζι-φωτιά, για τα απανωτά κύματα ακρίβειας, για το «άδειο καλάθι της νοικοκυράς» και άλλα ηχηρά που έρχονται ως αβάσταχτα νοσταλγικό copy paste από τις προηγούμενες δεκαετίες.
Στην πρόσφατη δημοσιοποίηση της Ενδιάμεσης Έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος διαβάζω και εγώ, όπως και όλοι οι άλλοι υποψιασμένοι ως προς την ενημέρωση πολίτες, για τις πραγματικότητες της χρονικής περιόδου που διανύουμε:
«Ωστόσο, η άνιση πρόσβαση στα εμβόλια μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορ0νοϊού και η ύπαρξη εμποδίων στις αλυσίδες προσφοράς αυξάνουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
»Επιπλέον, μια πιο έντονη και μεγαλύτερης διάρκειας άνοδος των τιμών της ενέργειας και των λοιπών πρώτων υλών ενδέχεται να διατηρήσει υψηλά τον πληθωρισμό για παρατεταμένο χρονικό διάστημα και να αποσταθεροποιήσει τις προσδοκίες γι’ αυτόν, προκαλώντας ταχύτερη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο διαταραχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και αναστροφής της ανοδικής πορείας των οικονομιών.
»Ειδικά όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η πρόσφατη επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων σε συνδυασμό με τη σχετικά χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αυξάνουν την αβεβαιότητα και τους κινδύνους για την οικονομική ανάπτυξη».
Αλλά, άλλο η ψύχραιμη και τεκμηριωμένη άποψη και εκτίμηση των οικονομολόγων της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας και άλλο το κρεσέντο των media σχετικά με τις «επιθέσεις» της ακρίβειας την 8η βραδινή…
Σε κάθε περίπτωση, το ράφι των μεγάλων αλυσίδων κρύβει τη δική του αλήθεια. Άλλωστε, το ράφι είναι ο απόλυτος καθρέφτης μιας οικονομικής και επιχειρηματικής πραγματικότητας. Εκεί και μόνο εκεί μπορεί κανείς να αντιληφθεί τις διεργασίες της αγοράς μέσα από τα προϊόντα και τις τιμές τους.
Οπως σήμερα δεν μιλάμε για τη τιμή της φρατζόλας, έτσι δεν (πρέπει) να μιλάμε για τη τιμή του καφέ, του φρέσκου γάλακτος, της φέτας, της μπανάνας ή της πατάτας. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει πλέον η μία και μόνη τιμή αλλά οι τιμές των επιλογών του καθενός καταναλωτή ξεχωριστά.
Ο ανταγωνισμός πλέον είναι στο ίδιο το ράφι που φιλοξενεί τα διαφορετικά προϊόντα – επώνυμα ή private label- του καφέ, του γάλακτος, του μελιού, της μαρμελάδας, της ζάχαρης, των μακαρονιών και των οσπρίων. Για παράδειγμα, στο ράφι με τα μέλια μπορεί κανείς να συναντήσει μια πληθώρα επιλογών, ελληνικών ή εισαγόμενων προϊόντων, είτε μαζικής παραγωγής, είτε τοπικών παραγωγών. Βεβαίως, το πορτοφόλι του καθενός καθορίζει τελικά και τις επιλογές του. Αλλά, πάντα υπάρχει η δυνατότητα της επιλογής.
Στο υποκατάστημα μιας μεγάλης αλυσίδας ευρωπαϊκών συμφερόντων σε μια κοντινή πόλη στην Αθήνα βρήκα σε private label συσκευασία προϊόντα ενός τοπικού παραγωγού μελιού, σε μια πολύ ανταγωνιστική τιμή. Το δικό του επώνυμο προϊόν σε άλλη μεγάλη αλυσίδα ευρωπαϊκών συμφερόντων ήταν σε σχεδόν διπλάσια τιμή. Μια εικόνα από τη σημερινή πραγματικότητα της αγοράς του λιανεμπορίου αλλά και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Η μεγάλη αλυσίδα μπορεί να έχει και να επιδεικνύει ένα τοπικό προϊόν έστω και με μορφή ενός private label στο ράφι της προσελκύοντας τους καταναλωτές που βρίσκουν προστιθέμενη αξία σε αυτή την επιλογή τους αλλά και ο τοπικός παραγωγός μια δυνατότητα με πολύ περιορισμένο κόστος διαχείρισης να συναντηθεί με το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Και δεν είναι μόνον αυτό.
Η διεθνής αλυσίδα δίνει διέξοδο και σε άλλες αναζητήσεις του τοπικού παραγωγού. Για παράδειγμα, εξασφαλίζει στο τοπικό παραγωγό δυνατότητες εξωστρέφειας καθώς μέσα από την διοργάνωση ελληνικών εβδομάδων σε υποκαταστήματα του δικτύου της σε όλη την Ευρώπη τα προϊόντα του (πάντα με την μορφή του private label που έχει δημιουργήσει) μπορούν να συναντηθούν με το διεθνές καταναλωτικό ακροατήριο. Στην περίπτωση του τοπικού παραγωγού προϊόντων μελιού η συνάντηση του μέσω των ελληνικών εβδομάδων με τους καταναλωτές άλλων ευρωπαϊκών χωρών απέδωσε καρπούς και οι κωδικοί θα βρίσκονται στα ράφια της αλυσίδας σε εννέα διαφορετικές χώρες.
Η περίπτωση του τοπικού παραγωγού προϊόντων μελιού, αν και ενδεικτική, είναι απολύτως χαρακτηριστική της νέας πραγματικότητας που ζει και βιώνει η αγορά και οι εμπλεκόμενοι φορείς σε αυτήν. Το ίδιο κανείς μπορεί να συναντήσει και σε τοπικούς παραγωγούς τυριών και αλλαντικών αλλά και ελαιολάδου από όλη την Ελλάδα ή και άλλων ιδιαίτερων προϊόντων σε private label μορφή.
Έτσι, σε ένα ράφι ή στο ψυγείο μπορεί κανείς να βρει και να αγοράσει το private label προϊόν που αναθέτει η ίδια η αλυσίδα super market σε ελληνικές επιχειρήσεις να παράγουν δίπλα σε επώνυμα προϊόντα, ελληνικά ή και εισαγόμενα. Το φρέσκο γάλα ή το γιαούρτι είναι από τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα μαζί με εκείνα των ζυμαρικών και των οσπρίων. Το πακέτο με τα μακαρόνια ή το σακουλάκι με τα φασόλια ή το ρύζι δεν έχουν μια και μόνο τιμή καθώς μιλάμε για πληθώρα επιλογών τόσο ως προς τα βάρος όσο και προς την καταγωγή κλπ.
Αρα, το παιχνίδι στο ράφι των super market δεν ορίζεται με βάση το δίπολο «ακρίβεια ή φθήνια» αλλά στη βάση της αξιολόγησης των πολλαπλών δυνατοτήτων και επιλογών. Και η αξιολόγηση πλέον σήμερα έχει να κάνει με ένα συνδυασμό ανάμεσα στον προσωπικό και οικογενειακό προϋπολογισμό με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις και γούστα των καταναλωτών. Σήμερα, δίχως άλλο, η πραγματικότητα της αγοράς επιτρέπει στον υποψιασμένο καταναλωτή να υποστηρίξει ένα επίπεδο ποιοτικής διατροφής με ανταγωνιστικές τιμές κόντρα στη ντουντούκα του λαϊκισμού και της δημαγωγίας.