Στα χρόνια της αντιμνημονιακής οργής, τα συνθήματα στα πανό και τα ενημερωτικά πρωινάδικα έλεγαν ότι το σύστημα προτιμά να σώσει τις τράπεζες, θυσιάζοντας τα λαϊκά νοικοκυριά. Και επειδή το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» ακούγεται όμορφο και δίκαιο, έβγαινε από τα στόματα περίπου σαν αναστεναγμός.
Καλό, αλλά είχε και ένα πρόβλημα. Κανένας δεν εξηγούσε στον κόσμο και ειδικά στα λαϊκά νοικοκυριά τι θα συνέβαινε έτσι και δεν σώζαμε τις τράπεζες. Θα μας έπνιγε η σκόνη από την κατάρρευσή τους, θα ανασύραμε την εθνική οικονομία νεκρή κάτω από τα μπάζα τους. Οι συστημικές τράπεζες υποστηρίχθηκαν με τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επισφάλειες και οι εκροές κεφαλαίων.
Τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών αντιστοιχούν σε κεφάλαια που λείπουν από τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Αν δεν τακτοποιηθούν, το κόστος μετακυλίεται είτε στον φορολογούμενο είτε στην εθνική οικονομία, διά της έλλειψης χρηματοδοτικών πόρων. Απλό; Ναι. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων, η διαχείριση του προβλήματος μόνο απλή δεν ήταν. Διότι ανάμεσα στους ανθρώπους που έχασαν δουλειές και εισοδήματα, αδυνατώντας να εξυπηρετήσουν το δάνειό τους, υπάρχουν και οι πονηροί που είδαν την κρίση ως ευκαιρία. Κάπως έτσι, στη χώρα προέκυψαν τρεις κατηγορίες δανειοληπτών. Αυτοί που αδυνατούν να πληρώσουν, εκείνοι που μπορούν, αλλά αρνούνται, και οι συνήθεις ηλίθιοι που συνέχισαν να εξυπηρετούν κανονικά το δάνειό τους, χωρίς ουσιαστικά να επιβραβευτούν για αυτό. Κάπως έτσι, στις αρχές του 2019, το 40% των δανείων στις ελληνικές τράπεζες ήταν μη εξυπηρετούμενα.
Ο Πτωχευτικός Κώδικας που έφερε η κυβέρνηση ουσιαστικά υποχρεώνει τους πονηρούς να βγουν από τις τρύπες τους, αν θέλουν να κρατήσουν το σπίτι τους. Από την άλλη, όμως, ουσιαστικά τερματίζει οριστικά την προστασία της πρώτης κατοικίας για ένα πραγματικά ευάλωτο νοικοκυριό. Βέβαια, ο δανειολήπτης που χάνει την πρώτη κατοικία του μπορεί να μείνει σε αυτήν για δώδεκα χρόνια με επιδοτούμενο ενοίκιο. Και μετά έχει το δικαίωμα να την επαναγοράσει, αλλά αυτό, αν δεν ακούγεται παράλογο, σίγουρα ακούγεται αστείο. Αυτό που θα ήταν ιδεατό να γίνει είναι ο εντοπισμός των πραγματικά ευάλωτων και ο διαχωρισμός τους από τους άλλους. Και αν άξιζε να ακούσουμε κάτι στη Βουλή, ήταν το κατά πόσο είναι εφικτός αυτός ο διαχωρισμός ή τι δεδομένα μας έχουν δώσει οι διασταυρώσεις περιουσιακών στοιχείων και καταθέσεων στο εξωτερικό από ανθρώπους που εδώ εμφανίζονται ως ευάλωτοι.
Ομως η διαδικασία που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό μπόνους προς τον Σταϊκούρα και μία προσβολή στη μνήμη των πολιτών. Διότι, κάποια στιγμή, όλο αυτό σταματάει να έχει πλάκα. Για ποιο λόγο, ας πούμε, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υιοθέτησε τις προτάσεις που κομίζει τώρα όταν ήταν στην κυβέρνηση; Τι είχε κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Ψαλίδιζε συνεχώς τα όρια προστασίας της πρώτης κατοικίας, δίνοντας παρατάσεις στον νόμο Κατσέλη, προκειμένου να μεταφέρει το φορτίο στην επόμενη κυβέρνηση. Και παραλλήλως ο Λαφαζάνης έτρωγε ξύλο όταν έκανε παραστάσεις πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Βλέπεις τα στοιχεία και καγχάζεις. Το 2017 οι πλειστηριασμοί αυξήθηκαν κατά 64% σε σχέση με το 2016. Από την καθιέρωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, επί ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι σήμερα, έγιναν πάνω από 30.000 πράξεις. Και ισχυρίζονται τώρα αυτοί ότι κόπτονται για την πρώτη κατοικία των λαϊκών νοικοκυριών; Αστειότητες.
Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν έχει μόνο οικονομική βάση. Εχει και πολιτική. Οταν η δημόσια συζήτηση στη χώρα υιοθετούσε όρους όπως η «σεισάχθεια», όταν διάφοροι αστέρες της εποχής έβγαιναν στους Παπαδάκηδες και έλεγαν ότι τα χρέη πρέπει να διαγραφούν και όταν κάποιοι άλλοι μιλούσαν για τη δεύτερη ευκαιρία που θα μας έδινε η επιστροφή στη δραχμή, μόνο παράλογη δεν ήταν η εγκατάλειψη των δανείων. Ακόμα και αν μπορούσες να πληρώσεις το δάνειο, περίμενες ότι θα γίνει το θαύμα ή η επανάσταση και θα σου το διαγράψουν. Και όταν έβλεπες ότι δεν σε ακουμπάει κανείς, κρυβόσουν στη σκιά του φτωχοποιημένου γείτονα, κοιτάζοντας πώς θα μεταφέρεις περιουσιακά στοιχεία σε συγγενείς και λεφτά στο εξωτερικό.