Κάθε χρόνο τέτοια μέρα καταγράφω τα δικά μου «Γεια σου». «Γεια σου» γιατί στη λέξη χωράνε αποχωρισμοί αλλά και καλωσορίσματα.
«Γεια σου» στα Ζαγοροχώρια, με τα μαγευτικά χρώματα των φύλλων και εκείνο το δασάκι, που μέσα μου «το έχω», ότι εκεί έτρεχε η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη. Εκείνο που καταλήγει σε ένα σμαραγδί ποτάμι. Το σημείο που είχα διαλέξει να συναντηθούμε. Κι είχαμε αμηχανία, αγωνία, φόβο γι΄αυτά που θα είχα μπροστά μου. Και ήμασταν όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος. Και για τρεις μέρες, κάπως από μέσα μας συνεννοηθήκαμε να τα κάνουμε όλα πολύ. Γελάσαμε πολύ, συγκινηθήκαμε πολύ, μιλήσαμε πολύ, αγκαλιαστήκαμε πολύ, τραβήξαμε κι έναν καβγά. Αλλά το πιο ενδιαφέρον, ήταν μια κουβέντα του Αρίστου: «Δεν ξέρω γιατί το λέω αυτό αλλά το πιστεύω βαθιά. Αυτή η χρονιά θα είναι η πιο ωραία της ζωής μας». Και ναι. Μα την αλήθεια μου, ούτε κι εγώ ήξερα γιατί, και σίγουρα ήταν τρελό αν σκεφτείς ότι ξεκινούσα χημειοθεραπείες αλλά το πίστευα κι εγώ.
«Γεια σου» σε εκείνη την ιερή στιγμή που μοιράστηκα με την κόρη μου. «Ετοιμη; Ξεκινάμε;» ρώτησε ο κύριος με την ξυριστική μηχανή στο χέρι. Κι έτσι όπως με κοίταζα στον καθρέπτη και τα μαλλιά έπεφταν πάτωμα, κάπου, κάπου να πιαστώ, μια σανίδα, πιάστηκα από τα μάτια μου. Και εκείνη ήταν δίπλα μου και μου χαμογελούσε γλυκά και με κάποιο ταχυδακτυλουργικό τρόπο πήρε τη σκυτάλη της μαμάς από τα χέρια μου και έγινε σαν λίγο μαμά μου. Εκείνο το απόγευμα έγραψα, το «Γυναίκα χωρίς φύλλωμα» για το Protagon. Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα να μη μιλήσω γι΄αυτά. Πας καλά; Και η επόμενη γυναίκα; Δεν ήρθαμε στη ζωή, μόνο για το τομάρι μας.
«Γεια σου» στον Γιώργο. «Φέτος θα τρέξω για σας» μου έγραψε ενώ επέστρεφα από τη δεύτερη χημειοθεραπεία. Και έτρεξε και έτρεχαν και οι της ορχήστρας να μάθουν τον Εθνικό μας Ύμνο. Ποιος θα το φανταζόταν, ότι Έλληνας θα κατακτούσε τη δεύτερη θέση στο ιστορικό ράλι του Μόντε Κάρλο. Το μήνυμά του είχε έρθει έξι μέρες μετά την εκκίνηση. «2ος γενικής. Αφιερωμένο!».
Κι έκλαψα σαν μωρό παιδί εκείνο το βράδυ.
«Γεια σου» στους γιατρούς που δεν φθηναίνουν και που καθοδηγούνται από ενσυναίσθηση. Μα πόσους πολλούς γνώρισα! «Γειά σου» σε έναν πληθυσμό ανθρώπων, επιστημόνων, νοσηλευτών, υπαλλήλων, των μείον ορόφων….-2,-3… Που δεν διακρίνουν στη βάρδιά τους αν είναι μέρα ή νύχτα. Που έχουν θέα το ανθρώπινο σώμα και ήχο, τον φόβο του ανθρώπου. Για εκείνους έγραψα, το «Γυναίκες του -2».
«Γεια σου» στη στιγμή που τον κοίταξα και είπα «Φοβάμαι». Και χώθηκα στην αγκαλιά του. Θα του τη χρωστάω την αγκαλιά. Αλλά και τη σιωπή του.
«Γεια σου» σε εκείνο το «Ελληνες, Μακεδόνες, Ευρωπαίοι». Δευτερόλεπτα μετά την υπογραφή. Μετά χαριεντισμοί. Τους ηγέτες τους πάτησε το τρένο. Έμειναν οι ηγέτες του μετρό χωρίς μετρό.
«Γεια σου» στον 14χρονο της Αργυρούπολης. Θυμάστε; Ιούλιος ήταν. Αυτοκτόνησε επειδή δέχτηκε bulling. Και άφησε ένα σημείωμα και περίμενε από μας. Και ο Βαγγέλης των Ιωαννίνων περιμένει από μας. Και ο Αλεξ της Βέροιας περιμένει από μας. Και άλλα παιδιά περιμένουν από μας. Αυτά τα παιδιά με στοιχειώνουν. Πρέπει να στοιχειώνει το bulling κάθε γονιό, κάθε χρονιά.
«Γεια σου» στο Μάτι. Και στην εθνική μας ντροπή. 100 άνθρωποι. Πουθενά δεν θα μείνουν τα ονόματά τους. Σαν να μην πέρασαν ποτέ! Δεν τους νοιαστήκαμε, ούτε για ένα μνημείο. Μην και μείνει μνήμη! «Γεια σου» σε εκείνη τη σύσκεψη Καραγκιόζ μπερντές υπό του Αλέξη Τσίπρα ενώ μετρούσαμε νεκρούς. Χαλαρά!… Χαλαρά! «Γεια σου» στην κυρία Δούρου που έκατσε στραβή στη βάρδιά της. «Γεια σου» στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μας, ως άγαλμα Μαντάμ Τυσώ στα καμένα. «Γεια σου» στον λαό που θα τα ξεχάσει όλα αυτά. Και θα ανταλλάξει μνήμη με επιδοματάκι μποναμά.
«Γεια σου» στη Ρίκα Βαγιάννη και στο άμετρο μέτρο της. «Γειά σου» στο χαμόγελό της από ψηλά και σε όλα τα χαμόγελα. Στα χαμογελαστά βλέμματα, στα επιεική, στα ενθαρρυντικά. Φαντάζεσαι ανθρώπους χωρίς χαμόγελο και ζωή χωρίς θάλασσα;
«Γεια σου» σε ακριβούς. Σε όλα τα επαγγέλματα. Και στη δημοσιογραφία και στην πολιτική. Υπάρχουν και παραυπάρχουν. Ενισχύστε τους με κάθε τρόπο κι ας μην το χρειάζονται αφού όπως και να έχει, έτσι θα έπρατταν. «Γεια σου» στον Στέφανο Μάνο. «Γεια σου» στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, στον Φώτη Γεωργελέ. «Γεια σου» στον Χρήστο Μεμή. «Γεια σου» σε όσους δεν οχλαγωγούν στην τηλεόραση, όπως ο Γιώργος Κουβαράς και η παρέα του. «Γεια σου» σε καλογραμμένα κείμενα στο σκουπιδαριό του διαδικτύου. «Γεια σου» στους ατρόμητους αντιστασιακούς των καιρών, τους γελοιογράφους μας. «Γεια σου» σε όσους κάνουν τη δουλειά τους και όχι έρποντας, τη δουλίτσα τους. Τη δουλειά από τη δουλίτσα τη χωρίζει πέλαγος αξιοπρέπειας.
«Γεια σου» στους αναγνώστες. Κάθε χρόνο. Τους γνωστούς μου άγνωστους. Εν τέλει «συγγενείς». Πώς μυρίζονται οι άνθρωποι, πώς ακολουθούνται! Πώς ενώνουν οι λέξεις, οι σκέψεις! Η μέγιστη τιμή τού «σας διαβάζω».
«Γεια σου» στα χιλιόμετρα. Και οδηγούσα και οδηγούσα και οδηγούσα και τη ζωή μου ξανά οδηγούσα. Εκεί στην κορφή του St Bernard 2.540 μέτρα. Από φουρκέτα σε φουρκέτα. Συνολικά 5.000 χιλιόμετρα. Δεν έχω φλυαρήσει πιο πολύ, στα μέσα μου! Και χάραζα σύνορα. Ναι.
«Γεια σου» στα σύνορα των ανθρώπων. Δεν έχουν μόνο οι χώρες σύνορα. Το αγνοούσα. Μεγάλη ευλογία να χαράξεις τα σύνορά σου και να τα προστατεύεις από εισβολείς. Κι έτσι σέβεσαι και τα σύνορα του άλλου.
«Γεια σου» στις φίλες μου. Αννα, Δήμητρα, Αθηνά. Για εκείνο το βράδυ στη μία. Για εκείνο το φεγγάρι στην άλλη. Για τη φράση «Μια βουτιά και θα βγεις καλοκαίρι» της τρίτης. «Γεια σου» στο Ευάκι, στη Νίκη, στην Άντα, στη Μαρία. Στην αγνότητα του Ευάγγελου. Στην καθαρότητα του Τάσου. Στην αφοσίωση του Λεωνίδα. Στην Μιρένας, στην Αγκυ, στον Πάνο. «Γεια σου» στον άκρατο παιδικό ενθουσιασμό του Διονύση. «Γεια σου» στα όσα κράταγε στην ψυχή του ο Κώστας μου και προδίδοντας στον τρόπο που με αγκάλιαζε. Το πουλάκι μου…
«Γεια σου» στη συνομιλία μου με τον Πύρρο Δήμα. Και με την Ντόρα. Στις γενναιόδωρες συνομιλίες με ανθρώπους για τα βαθιά μας. Κουβέντες που σε παίρνουν, που τις παίρνεις…
«Γεια σου» στο Βεττάκι μου. Στον τρόπο που μου στάθηκε, στον τρόπο που μεγαλώνει όμορφα, γλυκά, σοφά.
«Γεια σου» σε διαβάτες που πέρασαν βιαστικά κι όμως σου άφησαν. Στην Ελεονόρα και το βιβλίο της «ΠασΠορτ». Στη Μελίνα και στην πάστα φλώρα της. Στην Αγγελική Δρούλια -επί της ουσιαστικής ουσίας λαογράφος- στο ταβερνάκι της «Το στέκι του κυνηγού», στην απόκοσμη πλευρά της Αίγινας. Δηλαδή, «Γεια σου» στην αισθητική της ταπεινότητας. Σε αυτή που υποκλίνομαι.
«Γεια σου» στην Τήνο «μου» και σε όσους λαχταράω να τους συναντήσω. Και τους ανέμους λαχταράω… Ετσι! Να παίρνουν μέχρι και τον τόνο από το -α- και να τον πετάνε στο -ε-… ανέμοι. Και να τρίζουν τα παράθυρά μας. Και να με ακολουθεί το καράβι της γραμμής από κάμαρη σε κάμαρη. «Γεια σου» σ΄εκείνο το πικ νικ με θέα τη Βοιδοκοιλιά. Και στην ποδηλατάδα μας. Και στην οικογένεια που μαζεύτηκε και πάλι. Και το ξανά-συνεννοηθήκαμε μέσα μας, όλα να τα κάνουμε πολύ. Οχι, δεν τσακωθήκαμε. «Γεια σου» στην κοιλίτσα της τη φουσκωμένη και στον τρόπο, που της τη χάιδευε. Και σ΄εκείνο το ηλιοβασίλεμα που μας γέμισε όλους χρώμα γαλήνης. Κι είχε τελειώσει η μάχη. Ήταν ώρα.
«Γεια σου» στο λεπτό ενός φαναριού. Γύρισα και την κοίταξα και χτύπησε alarm η ψυχή μου. Της είχε μείνει η φόρα «διάσωσης». Πόσα πολλά έκανε για μένα! «Ηρθε η ώρα να ξαναγίνω μαμά σου» της είπα. Και ξαναέγινα. Και είμαι.
«Γεια σου» στο μωρό που έφτασε ενώνοντας δυο σαΐτες. Μια πέταξε από την Πορτογαλία, μια από την Ελλάδα, συναντήθηκαν στη μέση του χάρτη. Μια Μαρία Ρέα με κοιτάζει, την κοιτάζω! Τι δρόμο έκανε εκείνη, τι δρόμο έκανα εγώ! Κολλάω «αύριο». «Γεια σου» στον γιο μου πατέρα και στη Μόνικα μανούλα. La vita e bella!
«Γεια σου» στα μαλλιά μου που μακραίνουν. «Γεια σου» στα μάτια του, που δεν με έφεραν ούτε στιγμή σε δύσκολη θέση. «Γεια σου» στο τραγούδι «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου». Οποτε το ακούω… Το χέρι του.
«Γεια σου» στο τρίτο μου βιβλίο «Το παλτό μου, μαμά» που θα κυκλοφορήσει σε ένα μήνα. «Γεια σου» στην κατεύθυνση «διαρκής δημιουργικότητα στην απόλαυση του εφήμερου». Το άτιμο εφήμερο.
«Δεν μπορώ να στο εξηγήσω αλλά νοιώθω ότι αυτή η χρονιά θα είναι η πιο σπουδαία της ζωής μας» είχε πει ο γιος μου. Ενα χρόνο μετά, δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά αυτή η χρονιά ήταν… Πώς το λέμε εμείς «συνθηματικά» αναγνώστη; Ζωή! Ζωή ζωένια!
Καλή χρονιά.