Τους λάτρεψα! Με λιώσανε! Μαζί τους αναθάρρεψα. Τι ωραίοι! Τι ευλογημένα ωραίοι!.. «Ιταλοί, πουλάκι μου». Το έλεγε η γιαγιά μου και χαμογελούσε αλλιώς. Μου τους διαχώριζε. «Μπορεί να είχαμε πόλεμο, αλλά οι Ιταλοί ήταν αλλιώς. Δεν ήταν Γερμανοί». Και μετά διηγείτο ένα σωρό ιστορίες συγκινητικές σαν παραμυθάκι. «Μπήκε στο σπίτι μας ένα ωραίο παλικάρι και κοιτάζοντας τον μικρό είπε “bambino” και βούρκωσε. Και μας έδωσε να καταλάβουμε ότι και ο ίδιος είχε παιδί και το είχε επιθυμήσει και εμείς τον κεράσαμε και μετά άρχισε ένα τραγούδι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
Πόλεμο είχανε, «αλλά οι Ιταλοί ήταν αλλιώς, πουλάκι μου». Και συμπλήρωνε γελώντας: «Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα». Στα δικά μου βέβαια χρόνια, δεν είχαμε πόλεμο αλλά είχαμε εκείνο το «Made in Italy» να πολεμάει όλα τα προϊόντα του υπόλοιπου κόσμου στα ίσα. Και εμείς τους χαζεύαμε, καλοντυμένους, φινετσάτους… Από τα χίλια μέτρα… «Ιταλός!», «Ιταλίδα!» τους αναγνωρίζαμε. Και πίσω από το στυλ τους, μια αξιοζήλευτη οικονομία που στηριζόταν σε βιομηχανία, βιοτεχνία και τους θαυμάζαμε και τους ζηλεύαμε που εμείς δεν είχαμε κατορθώσει ένα αξιόπιστο «Made in Greece». Αρα, όχι και τόσο «Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα».
Και κάποτε ήρθαν τα χρόνια τα ζόρικα. Πώς, γαμώτο, δίνεις σε ένα μωρό μια Ferrari και δεν περιμένεις να σου την τρακάρει; Πώς βρέχανε χρήματα στους ουρανούς των οικονομιών μας και φανταζόντουσαν ότι θα φερόμασταν με σύνεση; Εμείς, οι για ζωή πάντα διψασμένοι, εμείς που γεμίζαμε πιάτα τα τραπέζια μας, εμείς οι φωνακλάδες, οι γλεντζέδες; Στα «PIGS» στοιχηθήκαμε παρέα. Ετσι μας βάφτισαν, οι τάχα μου αθώοι του αίματος! Αυτοί που μοίραζαν χρήματα σε μωρά… Οι αθώοι.
Και βουτήξαμε μαζί. Στα ίδια συναισθήματα βουτήξαμε, τα ίδια μοιραστήκαμε. Τι κι αν οι μεν είχαν κατακτήσει το «Made in Italy»; Πλέον ο κινέζικος δράκος έτριζε δόντια. Τι κι αν εμείς βρήκαμε μέσα στη μαύρη κρίση τη δύναμη να ανεμοστήσουμε και ένα, έστω εύθραυστο πλην ηρωικό, «Made in Greece»; Οπως και να το δεις… Κατάθλιψη θέρισε και τους μεν και τους δε. Βίαιη προσαρμογή, συντάξεις να τεμαχίζονται ως σφαχτό σε χασάπη, ανεργία, όνειρα να σβήνονται, βαθιά ενδοσκόπηση, μαύρα, μαύρα, μαύρα… Παραδοθήκαμε αμφότεροι στα καταγώγια του λαϊκισμού… Μπορεί, ως κύκνειο άσμα μιας τελευταίας ψευδαίσθησης. Φτηνές καταστάσεις, που δεν άξιζαν στους πολιτισμούς μας… Πώς αλλιώς όμως; Δεν ενηλικιώνονται με αυτοματισμό οι κοινωνίες…
Και μετά; Πάνω που κάπως αρχίζαμε να στεκόμαστε σε πόδια… Ηρθε και αυτό, το τελευταίο. Μια πανδημία. «Πόλεμο έχουμε, πουλάκι μου!». Και έβλεπα εικόνες από Ιταλία… Μέρες, εβδομάδες. Και με πονούσαν στην ψυχή οι ανταποκρίσεις τους. «Αναγκαζόμαστε να ξεχωρίζουμε τους ασθενείς. Υποχρεωτικά δίνουμε φροντίδα σε αυτούς που υπολογίζουμε ότι θα αντέξουν περισσότερο».
Τι δραματικό κόστος έχει αυτό για λαό συναισθηματικό; Και ρουφούσα μαρτυρίες που με άγγιζαν γιατί στα λόγια τους εμπέδωνες, το «ούνα φάτσα, ούνα ράτσα» που έλεγε η γιαγιά μου.
«Ενεργούσαμε ακριβώς όπως εσείς. Χαλαρά. Πηγαίναμε για καφέ… Τι θα πάθουμε με έναν καφέ; Αναρωτιόμασταν. Σας παρακαλώ ακούστε μας. Σας ικετεύω. Μη πάθετε τα δικά μας».
Κοινή γλώσσα… Και μαύρισε σιγά σιγά και ο δικός μας ουρανός. Ενώ ήταν πιο λαμπερός από λαμπερός. Αυτό μπορεί και να σε τρελάνει! Και βαδίζουμε στα βήματά τους. Και δώσ’ του έρχονται και άλλες ανταποκρίσεις τους. Και τους πονάω ακόμα πιο πολύ. Οι καημένοι Ιταλοί! Οι καημένοι εμείς!
Και χθες… Τι ωραίοι που ήσασταν, μωρέ, χθες! Ενας βγήκε από ένα μπαλκόνι, ένας άλλος από ένα άλλο, άλλη βρέθηκε με ένα ντέφι, άλλος με μια κατσαρόλα, άλλος άπλωσε μια άρια, όπως τα ρούχα στην απλώστρα τους, και όλοι αγκαλιάστηκαν φωνή-με φωνή-με φωνή!.. Και άρχισαν… Τι άρχισαν; Μια Μεσόγειο άρχισαν! Μεσόγειος, πουλάκι μου! Σε εκείνες τις άχρωμες πολυκατοικίες που στενεύουν τις ζωές μπήκε θάλασσα και φύσηξε θαλασσινό αεράκι και έφτασε μέχρι και σε μας! Πόλεμο έχουμε, πουλάκι μου, αλλά… Αφού τα μπαλκόνια τραγουδάνε ακόμα…