Στην ζωή, ειδικά όμως στην πολιτική και την οικονομία, εκείνο που χωρίζει την θεωρία από τη πράξη είναι, πολλές φορές, η ατολμία των κυβερνήσεων να «σπάσουν» αυγά για να κάνουν το δεύτερο: Την πράξη. Αυτός ο κίνδυνος περιβάλει από την ώρα – μηδέν και το αναπτυξιακό σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση για το οποίο γίνεται πολύς λόγος τις τελευταίες μέρες, με την έκθεση Πισσαρίδη, τις προτεραιότητες για την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης, που φθάνουν στα 32 δισ. ευρώ, με την απαραίτητη (φυσικά) πολιτική αντιπαράθεση να μην λείπει, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη υποσχεθεί την δική του «αντί – έκθεση» Πισσαρίδη.
Η ηγεσία του οικονομικού επιτελείου αλλά και το στρατηγείο στο Μέγαρο Μαξίμου έχει μαλλιάσει να μιλά για μια μοναδική και ιστορική ευκαιρία. Να μπουν σήμερα οι βάσεις για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και το άνοιγμα νέων, σύγχρονων, αγορών που μπορούν να είναι, αύριο, μια δυναμική αφετηρία για βιώσιμη ανάπτυξη, ανθεκτική στις κρίσεις. Η αλήθεια είναι πως ζούμε μια περίοδο που – μέσα στην θολούρα της Covid – υπάρχουν στο τραπέζι και πολλά λεφτά και αθρόα φθηνή ρευστότητα αλλά και μεγάλες αναπτυξιακές ανάγκες καθώς η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ούτως ή άλλως στο μεταίχμιο μιας μεγάλης αλλαγής: Να γίνει πράσινη, ηλεκτροκίνητη και ψηφιακή με μαζικές επενδύσεις στις νέες αγορές, το άνοιγμα των οποίων επιταχύνεται και διευρύνεται με ευνοϊκούς όρους εξαιτίας του Game Changer: Της πανδημίας και του σοκ που έχει προκαλέσει στην παγκόσμια οικονομία.
Για μια οικονομία όμως, όπως η ελληνική, όλο αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μοναδική ευκαιρία. Είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία, όταν μιλάμε για μια χώρα με τεράστιο επενδυτικό κενό και ένα Σισύφειο χρέος. Συγκρατώ ένα ασύλληπτο μέγεθος που περιέχεται στο κείμενο των στρατηγικών κατευθύνσεων για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας: Κατά την διάρκεια 2010 – 2019 το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας – μετρούμενο ως απόκλιση από τον μέσο όρο της ευρωζώνης – ήταν κατά μέσο όρο 9% του ΑΕΠ ετησίως ή 162 δισ. ευρώ αθροιστικά. Με απλά λόγια εάν η Ελλάδα εμφάνιζε τους ίδιους ρυθμούς επενδύσεων με την υπόλοιπη Ευρώπη θα είχαν πραγματοποιηθεί σωρευτικά, επιπλέον επενδύσεις ύψους 162 δισ. ευρώ. Και για να έχουμε μια τάξη μεγέθους το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο σύνολο του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας, δηλαδή στον πλούτο που παράγεται στο σύνολο της χώρας σε ένα έτος.
Με μία πρόχειρη ανάγνωση, αυτό το στοιχείο αποδίδει μια θλιβερή εικόνα. Εάν όμως κάποιος εμβαθύνει τότε μπορεί να δείξει και το τι δυνητικά μπορεί να πετύχει μια οικονομία σαν την δική μας. Με μοναδική προϋπόθεση μία σειρά αποτελεσματικών και ικανών κυβερνήσεων (θα απαιτηθεί προσπάθεια πέραν της μιας κυβερνητικής θητείας) που θα μπορούσαν για πρώτη ίσως φορά να περάσουν απλά στην πράξη και να ολοκληρώσουν ένα σχέδιο παραγωγής πλούτου, με αρχή, μέση και τέλος και ισχυρό αντίκτυπο στην αγορά εργασίας.
Για παράδειγμα είναι ιδιαίτερα θετικό, πολλοί θα έλεγαν και φιλόδοξο, το ότι ένας από τους στόχους στην έκθεση Πισσαρίδη είναι το 2030 η ανεργία να υποχωρήσει προς το 7%, δηλαδή όχι πια και τόσο μακριά από την λεγόμενη διαρθρωτική ανεργία, μιας ανεργίας που είναι διαχειρίσιμη στο πλαίσιο ενός, φυσιολογικού, οικονομικού κύκλου. Αν σκεφτούμε πότε η ανεργία ήταν τόσο χαμηλά, το μακρινό 2008, γίνεται σαφές πως για να επιστρέψει η απασχόληση σε τέτοια επίπεδα θα απαιτηθούν σχεδόν 2 δεκαετίες μετά το σοκ της κρίσης του 2010 και των όσων ακολούθησαν.
Με τέτοιους αριθμούς στο τραπέζι, το πανδημικό πέπλο αβεβαιότητας να τυλίγει τα πάντα, και τα 32 δισ. ευρώ που μπορεί να μην είναι πανάκεια αλλά θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τουλάχιστον άλλα τόσα κεφάλαια του ιδιωτικού τομέα και να απογειώσουν ορισμένους κλάδους της νέας οικονομίας δεν υπάρχουν και πολλές εναλλακτικές. Η κυβέρνηση σήμερα, η κυβέρνηση αύριο και η κυβέρνηση…. Μεθαύριο θα πρέπει να σπάσουν πολλά αυγά, ιδίως σε ότι έχει να κάνει με την δυνατότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης να απορροφήσει τους πόρους – το νέο αυτό πυρηνικό, αναπτυξιακό, όπλο που έχει η χώρα στην διάθεση της – και να μην τους σκορπίσει στους πέντε ανέμους της μικροπολιτικής σκοπιμότητας – ή ακόμη χειρότερα σε 5 – 10 επιχειρηματικές οικογένειες.
Σε αυτά τα δύο πεδία, την κακή όψη του Δημοσίου και της κομματοκρατίας που φωλιάζει στο κράτος-λάφυρο (αλλά και στα βουλευτικά έδρανα των εκάστοτε κυβερνήσεων) και την κακή πλευρά της ελληνικής επιχειρηματικότητας (την παρωχημένη και την ελάχιστα ανταγωνιστική), κρίνονται πολλά και πρέπει να γίνουν ακόμα περισσότερα. Χωρίς τον φόβο του πολιτικού κόστους αλλά προς όφελος του πολιτικού κέρδους. Άλλωστε εάν υπάρξει συστηματική δουλειά και διάχυση του παραγόμενου πλούτου στις εργατικές τάξεις με καλά αμειβόμενες δουλειές και όχι ψίχουλα επιδομάτων, το αποτέλεσμα θα φανεί – αργά ή αργότερα – και στην κάλπη.