Η προτεραιότητα σήμερα για τον κ. Τσίπρα είναι η φθορά του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Από αυτήν περνά η πρωθύστερη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα είδος μεταμοντέρνου «ανδρεϊκού» ΠΑΣΟΚ, όπου η συγκολλητική ουσία ετερόκλητων ρευμάτων και προσώπων θα είναι αποκλειστικά το πρόσωπο του αρχηγού ως εγγυητή της διατήρησης του κόμματος σε τροχιά εξουσίας. Σε αυτή την προτεραιότητα υποτάσσονται όλες οι τακτικές και προκύπτουν ακόμη και οι πιο απίθανες εκδοχές, μέχρι και η αθυρόστομη αυτοκριτική από τον κ. Πολάκη.
Σε μια τέτοια λογική, ο κ. Πολάκης ανακάλυψε όψιμα ότι το παράγωγο της συνθηκολόγησης των Βρυξελλών και της υπογραφής του τρίτου Μνημονίου ήταν μια πολιτική που έστειλε στα (ήδη βαριά ταλαιπωρημένα) μεσοστρώματα τον λογαριασμό για το κόστος του πρώτου εξαμήνου του 2015. Η διακόρευση της μεσαίας τάξης, με την ωραία εικόνα που έπλασε η «αψιά» κρητική φαντασία, είχε χωρίς καμιά αμφιβολία ένα καθοριστικό εκλογικό κόστος. Μπορεί, όμως, να τη χρεωθεί μόνον ο κ. Τσακαλώτος; Ηταν, δηλαδή, αποτέλεσμα μόνον της οικονομικής πολιτικής;
Ας δούμε πρώτα από όλα πώς ξεκίνησε το φλερτ που κατέληξε, όπως συχνά συμβαίνει, σε μια ανεπιθύμητη σχέση και ένα βίαιο διαζύγιο. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ενσωμάτωση ευρύτατων στρωμάτων της κατώτερης μεσαίας τάξης, που ιστορικά συνδεόταν με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και στην ανοχή (δια της αποχής) ή στην αποδοχή (με θετική ψήφο) ενός όχι αμελητέου τμήματος της μεσοανώτερης τάξης.
Το αλήστου μνήμης «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» αποτέλεσε το θεμέλιο της δεύτερης εκλογικής μετακίνησης, ενώ η πρώτη είχε ήδη συντελεστεί νωρίτερα. Ιδιαίτερα ο δεύτερος «πυλώνας» του και η ρητή, απερίφραστη υπόσχεση για «άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ».
Ο ΕΝΦΙΑ, όπως και ο προκάτοχός του φόρος του ΕΕΤΗΔΕ, ήταν η πρώτη εισαγωγή στο ελληνικό φορολογικό σύστημα ενός φόρου επί της συσσωρευμένης ιδιωτικής περιουσίας. Θεωρητικά, επομένως, φόρος τον οποίο ένα αριστερό κόμμα θα δεσμευόταν να αυξήσει – έστω κλιμακωτά, και πάντως όχι να καταργήσει, ευνοώντας εξ ορισμού «έχοντες». Επιπλέον, ιστορικά η αγορά ακινήτων υπήρξε η τοποθέτηση επιλογής για την αποθησαύριση εισοδηματικού πλεονάσματος που προέκυπτε από φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή. Αλλος ένας λόγος για τον οποίο, θεωρητικά, αριστερό κόμμα θα προσανατολιζόταν στην αύξηση και όχι στην απάλειψή του.
Αυτές οι ιδεολογικές ευαισθησίες δεν ταίριαζαν στην εποχή που το κόμμα του 3%, το οποίο παρέλαβε ο κ. Τσίπρας, βάδιζε πάνω στις στάχτες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, πυρπολημένου από τη χρεωκοπία, και έβλεπε το για δεκαετίες απρόσιτο όνειρο της εξουσίας να απέχει μόνο μερικούς μήνες. Οπως έγραφε από νωρίτερα στην «Αυγή» ο Δημήτρης Σεβαστάκης, αργότερα βουλευτής, «ο ΕΝΦΙΑ είναι η αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ» (16 Σεπτεμβρίου 2014 – το άρθρο δεν βρίσκεται πια στην ιστοσελίδα της εφημερίδας).
Το πρόταγμα της «πρώτης φοράς» για την Αριστερά δεν άφηνε περιθώρια διαφωνιών. Γι’ αυτό άλλωστε και ο κ. Βαρουφάκης περίμενε σχεδόν τρία χρόνια (και έναν πολιτικό αιώνα) για να μας αποκαλύψει ότι «έφριξε» όταν διάβασε το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Ο στόχος, τότε, επετεύχθη. Και η ψήφος των μεσοστρωμάτων έφτασε στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ήταν μια οικονομική συνεύρεση και όχι ένα ιδεολογικό ζευγάρωμα – για να θυμηθούμε την εικονοποιία του κ. Πολάκη. Οταν η υπόσχεση αθετήθηκε και ο ΕΝΦΙΑ επιβίωσε άθικτος και υπερήφανος, δεν υπήρχε τίποτα πια που να συντηρεί την ωραία αυτή σχέση αμοιβαίας ιδιοτέλειας.
Ταυτόχρονα, ήρθε και η γενικότερη υπερφορολόγηση, στην οποία συνήθως αποδίδει ο ΣΥΡΙΖΑ την μετέπειτα εκλογική καχεξία του. Αλλά αυτή είχε προηγηθεί και στα χρόνια των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ/ΠΑΣΟΚ, ενώ σε μεγάλο βαθμό ήταν και αναπόφευκτη, αφού τα απαιτούμενα έσοδα ήταν μεγάλα και το ποσοστό του πληθυσμού σε πραγματική οικονομική ανέχεια επίσης ιδιαίτερα διευρυμένο μετά την πρώτη φάση της χρεωκοπίας. Επομένως, από τη στιγμή που συμφωνήθηκαν οι όροι παραμονής στην ευρωζώνη, η παράταση της δυσανάλογης φορολόγησης των μεσοστρωμάτων ήταν περίπου μονόδρομος.
Αλλά στη διάρρηξη του υμέναιου ΣΥΡΙΖΑ-μεσαίας τάξης δεν έπαιξε μόνο ρόλο η οικονομική επιβάρυνση. Εξίσου σημαντικό ήταν ένα στοιχείο καθαρά πολιτικό, το οποίο στο ΣΥΡΙΖΑ αγνοούν ή επιμένουν να υποβαθμίζουν. Και αυτό είναι ότι την ώρα ακριβώς της φορολόγησης των μεσοστρωμάτων, αναδείκνυαν αυτή τη φορολόγηση με υπερηφάνεια, την πρόβαλλαν ως πολιτικό επίτευγμα και εμφάνιζαν τα υποζύγια ως υπαίτια της κατάστασής τους.
Η απαξίωση είχε στη συνείδηση της μεσαίας τάξης αντίκτυπο αντίστοιχο με τη χρηματική επιβάρυνση. Σε αυτό είχε πράγματι πρωταγωνιστικό ρόλο ο κ. Τσακαλώτος, που το 2018 ανέλαβε να επιχειρηματολογήσει και να υπερασπιστεί τη σύνθλιψη των μεσοστρωμάτων, λέγοντας την απλή φράση «είμαστε μια κυβέρνηση με ταξική μεροληψία». Οταν έρχονται οι ευρωεκλογές και λίγο πριν από την απώλεια της εξουσίας, στην προεκλογική εκστρατεία του 2019, ο ίδιος έχει ξανά ερωτευθεί (πέρα από τη Σκάρλετ Γιόχανσον) και τα μεσοστρώματα, δηλώνοντας ότι «η ταξική μας μεροληψία επεκτείνεται και στη μεσαία τάξη». Τότε πια είναι αργά για δάκρυα…
Οι σημερινές τύψεις του κ. Τσίπρα δια του κ. Πολάκη και τα εσωκομματικά τους ελατήρια μοιάζουν με κρίση συνείδησης ενός διαφθορέα μετά τη σύλληψή του. Οπως στα ζευγάρια, έτσι και στην πολιτική, η αυτοκριτική δεν αρκεί για την αναστήλωση μιας σχέσης.
- Το βιβλίο του Φοίβου Καρζή «Το Μεσαίο Κενό – η ακμή και η κρίση της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα και τον κόσμο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.