Απόψεις

«Σύμφωνα με πληροφορίες ήταν αυτοκτονία»

Ο Βύρωνας, ο 38χρονος που αυτοκτόνησε στη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να ήταν το παιδί της διπλανής πόρτας. Ή και να «είναι» ακόμα. Αλλά πέθαινε λίγο κάθε μέρα. Τον σκότωναν. Στον στρατό οι σαδιστές, στο σπίτι του, στη δουλειά του. Ηταν τελικά αυτοκτονία;
Παναγιώτης Κακολύρης

Το αστυνομικό ρεπορτάζ είναι γεμάτο από τέτοιες ειδήσεις: ένας άνθρωπος έπεσε στο κενό ή στις γραμμές του μετρό. Το κείμενο –τρεις γραμμές όλες κι όλες– περιλαμβάνει συνήθως την ηλικία και το φύλο του θύματος και λακωνικά καταλήγει στο ότι σύμφωνα με την αστυνομία επρόκειτο για αυτοκτονία.

Η είδηση διατρέχει γρήγορα το timeline, ειδικά αν δεν έχεις εγκλωβιστεί εκείνη την ώρα στο μετρό και ψάχνεις να δεις τι έχει συμβεί. Μπορεί να περάσει μια στιγμιαία σκέψη από το μυαλό σου αναλογιζόμενος τη δίνη της πτώσης, αλλά η ζωή προχωρά, τουλάχιστον η δική σου, και έχεις αργήσει στο επόμενο ραντεβού.

Κάπως έτσι πέρασε και προ ημερών η είδηση του θανάτου ενός 38χρονου στη Θεσσαλονίκη. Κι ήταν σίγουρο ότι στις λίγες γραμμές του ρεπορτάζ δεν χωρούσε η πλήρης είδηση. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Πώς έζησε; Και κυρίως τί του έδωσε την ώθηση για το απονενοημένο διάβημα; Γιατί δεν έβλεπε άλλη λύση;

Οι έρευνες λένε ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας οδηγούν κατά κύριο λόγο τους ανθρώπους στην αυτοχειρία. Η κατάθλιψη αυξάνει κατά 32 φορές τον κίνδυνο αυτοκτονίας: Η αίσθηση του ανθρώπου ότι είναι ανήμπορος να αλλάξει την αρνητική ροή των γεγονότων ή την προσωπική του πορεία και να ξεφύγει από την αβάσταχτη στενοχώρια. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας μιλά για 800.000 αυτοκτονίες τον χρόνο που συμβαίνουν σε στιγμές κρίσης, αδιεξόδου, αδυναμίας διαχείρισης προβλημάτων, ή σε περιπτώσεις που το θύμα έχει διανύσει περίοδο χρόνιου πόνου, έχει υποστεί βίαιες συμπεριφορές ή διακρίσεις.

Ομως και πάλι. Αυτή δεν είναι όλη την αλήθεια. Μια ολόκληρη ιστορία ζωής δεν χωράει στο συμπέρασμα μιας έρευνας θανάτου.

Ο Βύρωνας, ο πρωταγωνιστής του ρεπορτάζ στην εισαγωγή, φαίνεται έκανε τικ σε περισσότερες από μια περιπτώσεις. Eίχε αντέξει για πολλά χρόνια να παλεύει με την ασθένειά του, την οικογενειακή βία, το bulling, τα στερεότυπα, τις απάνθρωπες «πλάκες» του στρατού, τις διακρίσεις… Πάλευε για το αυτονόητο δικαίωμά του στη ζωή μέχρι που έσπασε. Είχε όμως αντέξει πριν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαμε να αντέξουμε οι περισσότεροι.

Δεν τον γνώριζα. Διάβασα στο Facebook το συγκλονιστικό post που έκανε η αδελφή του και κοινοποιήθηκε από πολλούς φίλους μου και «ξεκλείδωσε» την ιστορία πίσω από την απρόσωπη είδηση του αστυνομικού δελτίου.

Για τον Βύρωνα δεν αλλάζει πια κάτι. Για τα παιδιά σαν τον Βύρωνα όμως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Κι αν μια είδηση αυτοκτονίας μπορούμε να την κάνουμε scroll με μια ανάλαφρη κίνηση του δακτύλου, την τραγική ιστορία πίσω από την είδηση δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε έτσι εύκολα. Ούτε τη δική μας – προσωπική και συλλογική ευθύνη για να εξαλείψουμε το στίγμα από τα προβλήματα ψυχικής υγείας, να αντιμετωπίσουμε τη βία του bulling, τη θυματοποίηση των ανθρώπων που είναι διαφορετικοί, να σβήσουμε τα σημάδια από τις διακρίσεις στην καθημερινότητά μας. Αν θέλουμε κάποτε να λεγόμαστε σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία.

Ο Βύρωνας θα μπορούσε να ήταν το παιδί της διπλανής πόρτας ή και «να είναι ακόμα».

Παραθέτω την ανάρτηση της αδελφής του:

«Ο αδερφός μου ο Βύρωνας ήταν ένα πανέξυπνο, ταλαντούχο παιδί. Το έλεγαν όλοι. Το έλεγαν οι δάσκαλοί του, οι φίλοι του, και όσοι τον είχαν γνωρίσει. Το έλεγαν, αργότερα, οι συμφοιτητές του και οι καθηγητές του στη σχολή όπου φοιτούσε. Η οικογένειά του, όλοι εμείς, ξέραμε πως ήταν ένα παιδί με χιούμορ, ευφυής, ευαίσθητος, δημιουργικός. Με έκανε συχνά να γελάω. Μου άρεσε πολύ να περνάω χρόνο μαζί του. Δεν μαλώναμε ούτε τρωγόμασταν όλη την ώρα όπως κάνουν συχνά τα αδέλφια. Ήξερε να αγκαλιάζει, να χαϊδεύει, να δείχνει τρυφερότητα. Με φώναζε “ζουζούν”. Ηταν ένας άνθρωπος με ικανότητες. Του άρεσε η ορειβασία, η αναρρίχηση, έπαιζε βιολί, κιθάρα, και γρατζουνούσε που και που ένα μπαγλαμαδάκι. Ήταν καλός στις τέχνες αλλά και στις τεχνικές… Eίχε σπουδάσει στα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, Ηλεκτρονικός. Είχε μάθει πολεμικές τέχνες, και κυρίως TAE KWON DO. Στο στρατό, ήταν δόκιμος αξιωματικός. Τα τελευταία χρόνια εργαζόταν σε μια εταιρεία βιοτεχνολογίας στη Θεσσαλονίκη.

Τον αδερφό μου δεν τον έχασα μέσα σε μια μέρα. Τον έχασα ξαφνικά, το απόγευμα της 31ης Οκτωβρίου 2018. Ομως ο αδερφός μου πέθαινε εδώ και πολύ καιρό, λίγο λίγο.

Τον αδερφό μου άρχισα να τον χάνω όταν ο πατέρας του του έλεγε να μην είναι “τόσο ευαίσθητος” γιατί οι άντρες πρέπει να είναι σκληροί. Από τότε προσπαθούσε να αποδείξει με κάθε τρόπο ότι ήταν “άντρας”.

Εχασα ακόμη ένα κομμάτι του, όταν γύρισε από τον στρατό, τσακισμένος, επειδή κάποια σαδιστικά τσογλάνια που έχουν πρόβλημα με την ευαισθησία ως γνώρισμα του αντρικού φύλου, και τον κορόιδευαν γι’ αυτό, τον νάρκωσαν ένα βράδυ ρίχνοντας μια ουσία στο ποτό του που τον άφησε αναίσθητο και τον κακοποίησαν σεξουαλικά.

Εχασα ένα ακόμη κομμάτι του, όταν άρχισε να έχει παραισθήσεις, και να ακούει φωνές, και η και η ψυχιατρική του είπε ότι είναι σχιζοφρενής, και η κοινωνία τον φόρτωσε με τύψεις για μια απλή βιοχημική ανισορροπία στο νευρικό του σύστημα, και το στίγμα του ψυχικά ασθενούς.

Εχασα ένα ακόμη κομμάτι του, όταν ο πνευματικός στον οποίο πήγε για να τον βοηθήσει του είπε ότι οι φωνές που ακούει είναι ο Σατανάς και πρέπει να κάνει μετάνοιες και να εξομολογείται συνέχεια τις αμαρτίες του, γεμίζοντάς τον ενοχές για πράγματα που δεν ήταν δική του ευθύνη.

Αλλά ο αδερφός μου δεν ήθελε να είναι θύμα. Πάλεψε με όλα. Στην θέση του, με την ασθένειά του, κανείς δεν δουλεύει.

Ομως ο αδερφός μου, εδώ και χρόνια, σηκωνόταν κάθε πρωί και πήγαινε στη δουλειά.

Επαιρνε τα φάρμακά του, μάζευε το κουράγιο του, το πείσμα του, την ακλόνητη θέλησή του για ζωή, και προχωρούσε.

Στο εργασιακό του περιβάλλον, αντιμετώπισε το ίδιο bullying που είχε αντιμετωπίσει σε όλη του τη ζωή από τους “άντρες” που ήταν “αδέρφια” του.

Σε ένα εργασιακό περιβάλλον όπου η λεκτική (ακόμα και η σωματική βία) ήταν αποδεκτή ως δείγμα ανδρισμού, όπου οι τσακωμοί και οι απειλές ήταν η καθημερινότητα, όπου για κάθε στραβό το οποίο προκάλεσε η οικονομική κρίση και που η συναισθηματική φόρτιση των αφεντικών του έπρεπε να εκτονωθεί πάνω στον ίδιο, κι αυτό ήταν ΟΚ, επειδή αυτό είναι ο ανδρισμός, ο αδερφός μου έχανε τον εαυτό του μέρα με την ημέρα.

Δούλευε ασταμάτητα, χωρίς κανένα ρεπό, εφτά μέρες τη βδομάδα, ακόμη και χωρίς λεφτά.

Δούλεψε μέχρι που έλιωσε, και έγινε από 80 σχεδόν 60 κιλά.

Δούλεψε ασταμάτητα για να αποδείξει ότι δεν είναι ο σχιζοφρενής με το στίγμα του τρελού και του ανίκανου, δούλεψε για να αποδείξει ότι οι άντρες αντέχουν τα πάντα, δούλεψε για να προσφέρει ακόμη κι όταν δεν αμειβόταν, γιατί θεωρούσε ότι η δουλειά του ήταν κοινωνικό λειτούργημα, δούλεψε κάτω από συνθήκες που οποιονδήποτε θα τον είχανε τσακίσει.

Τον είχα παρακαλέσει άπειρες φορές να φύγει, να ξεκουραστεί, να φροντίσει τον εαυτό του. Η μητέρα μου του είπε ότι δε χρειάζεται να εργαστεί για ένα διάστημα, ότι είχε αποδείξει με χίλιους τρόπους ότι είναι ικανός, ότι μπορούσε να βρει δουλειά οπουδήποτε αλλού. Αυτός επέλεξε να μείνει σε μια εταιρεία που βούλιαζε από τα χρέη για να βοηθήσει τα αφεντικά του που τους θεωρούσε φίλους του»

Και μια μερα, ο αδερφός μου, χωρίς να πει λέξη, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, χωρίς να αφήσει τίποτα πίσω του, ούτε ένα σημείωμα, πήδηξε στο κενό.

Τον αδερφό μου δεν τον έχασα σε μια μέρα. Τον έβλεπα να καταρρέει μια ζωή και να σηκώνεται και να παλεύει ξανά και ξανά, να αρνείται να παραιτηθεί, να παλεύει για το δικαίωμα στη ζωή.

Ο αδερφός μου αντί να αγκαλιάσει τον εαυτό του και την ευαισθησία του, προσπάθησε με κάθε τρόπο να την αρνηθεί, γιατί “έτσι είναι οι άντρες”.

Και μια μερα, δεν άντεξε. Δεν γνωρίζω τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό του τη μέρα εκείνη που βούτηξε στο κενό. Πονάω στη σκέψη ότι στις τελευταίες του στιγμές μπορεί να πανικοβλήθηκε, να πόνεσε, να υπέφερε.

Αλλά αυτό που με πονάει περισσότερο, είναι ότι τον έβλεπα να χάνεται, κομμάτι – κομμάτι τη φορά, και κανείς, μα κανείς, δεν βρήκε τον τρόπο να τον βοηθήσει. Ούτε οι γιατροί, ούτε τα φάρμακα… Ούτε κι εγώ.

Οι κοντινοί μου άνθρωποι νιώθουν ενοχές γιατί δεν κατάφεραν να σταματήσουν αυτό που του συνέβη. Σε κανέναν όμως δεν είχε πει ότι είχε σκοπό να το κάνει.
Δεν φταίνε αυτοί.

Είναι ανήμποροι μπροστά στη λαίλαπα της πατριαρχίας. Είναι ανύμποροι μέσα σε ένα σύστημα που μαθαίνει τους άντρες ότι όχι μόνο δεν είναι μεμπτό, αλλά είναι αποδεκτό να χρησιμοποιούν βία για να υπάρχουν. Ότι πρέπει να ασκούν βία, για να έχουν την εξουσία. Ότι αυτός είναι ο λόγος της ύπαρξής τους. Η δύναμη. Αυτός είναι ο ανδρισμός.
Δεν επιτρέπεται κανείς να είναι αδύναμος, άρρωστος, ευαίσθητος, δεν επιτρέπεται να μην εργάζεται, γιατί είναι άχρηστος αν δεν το κάνει. Στον καπιταλισμό είσαι άχρηστος όταν δεν είσαι παραγωγικός.

Αν δεν είχε ασκηθεί τόση βία πάνω στο γλυκό του σώμα, ο αδερφός μου θα ζούσε. Θα ζουσε γιατί η οικογένειά του δεν του φέρθηκε σαν “ψυχικά ασθενή”, δεν τον απέρριψε, δεν τον έκλεισε στο τρελοκομείο, δεν τον έδεσε σε ένα κρεβάτι ψυχιατρείου και δεν τον χαπάκωσε μέχρι θανάτου, να τον ξεφορτωθεί και να τον παρατήσει. Η οικογένειά μου τον αγάπησε και τον στήριξε ακόμη κι όταν δεν συμφωνούσε με την απόφασή του να εργάζεται μέχρι να διαλυθεί.

Πολύ εύκολα κάποιοι μιλάνε για “ψυχική ασθένεια” και αυτοκτονία. Είναι ένας τόσο γρήγορος και βολικός τρόπος για να ξεφορτωθεί κανείς την ευθύνη για όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά γύρω μας, για την βία που ασκείται σε όλους και που θεωρείται αποδεκτή.

Τη βία του πατέρα προς το γιό, τη βία του αξιωματικού προς τον δόκιμο, την βία του ιερέα προς τον “αμαρτωλό”, την βία του εργοδότη προς τον εργαζόμενο, τη βία του ψυχίατρου προς τον ασθενή.

Δεν είστε άντρες. Ο αδερφός μου άξιζε όσο χίλιοι από εσάς. Ο θάνατός του είναι και δική σας ευθύνη, γιατί μου τον κλέβατε, όλα αυτά τα χρόνια, παίρνοντας κάθε φορά ένα κομμάτι του.

Δεν είστε άντρες. Είστε κλέφτες, υπάνθρωποι και απάνθρωποι, και αν υπάρχει δικαιοσύνη, σε αυτό τον κόσμο, ελπίζω να πάρετε αυτό που σας αξίζει».