Η παράδοση στα ελληνικά ΑΕΙ, όπως αποτυπώνεται στους Νόμους-πλαίσιο για την Τριτοβάθμια που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια (από τον 1268/82 έως τον 4485/2017 με την εξαίρεση της αρχικής μορφής του Ν. 4009/2011) θέλει το Τμήμα να αποτελεί τη βασική λειτουργική ακαδημαϊκή μονάδα, προσφέροντας ένα μόνο πρόγραμμα σπουδών που καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο μίας επιστήμης. Υπό αυτή τη λογική, το προσφερόμενο πρόγραμμα σπουδών οδηγεί σε ένα ενιαίο πτυχίο. Παράλληλα, η κείμενη νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα, ύστερα από εισήγηση της Συνέλευσης, να καθορίζονται κατευθύνσεις ή ειδικεύσεις του ενιαίου πτυχίου που χορηγεί ένα Τμήμα.
Έτσι, όμως, η έννοια του ‘Τμήματος’, που στην ουσία αποτελεί διοικητική δομή, εσφαλμένα ταυτίζεται εντός και εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας αφενός με την έννοια του γνωστικού αντικειμένου και αφετέρου εκείνη του προγράμματος σπουδών, το οποίο αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ακαδημαϊκή μονάδα επιλέγει να διδάξει διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα.
Το μοντέλο αυτό οργάνωσης των ΑΕΙ δοκιμάστηκε για πολλά χρόνια, οδήγησε στη διαρκή αύξηση του αριθμού των ακαδημαϊκών μονάδων, αλλά ποτέ στη μείωσή τους, ακόμη και όταν ο συνολικός αριθμός υποψηφίων μειωνόταν ή το προσφερόμενο γνωστικό αντικείμενο φαινόταν ξεπερασμένο ή δεν συγκέντρωνε τις προτιμήσεις των υποψηφίων στις πανελλήνιες εξετάσεις. Μάλιστα, τα Τμήματα δρουν, τις περισσότερες φορές, ανταγωνιστικά μεταξύ τους στις Συγκλήτους, διεκδικώντας ξεχωριστούς ανθρώπινους (περισσότερα άτομα για γραμματειακή στελέχωση της καθεμιάς ξεχωριστής γραμματείας ή βιβλιοθήκης, περισσότερα μέλη ΔΕΠ για να καλυφθούν πολλές φορές όμοια γνωστικά αντικείμενα σε διαφορετικά τμήματα) ή οικονομικούς πόρους (περισσότερα χρήματα για να αγοράσει το κάθε τμήμα χωριστά το ίδιο, πολλές φορές, επιστημονικό όργανο που θα τοποθετηθεί σε εργαστήρια διαφορετικών τμημάτων). Αυτή η στάση έχει, περαιτέρω, σημαντική επίπτωση τόσο στις αναδυόμενες ταυτότητες των μελών ΔΕΠ, που αποκτούν, έτσι, μία κουλτούρα του ανήκειν πρωτίστως στο Τμήμα και όχι στην ευρύτερη κοινότητα του Ιδρύματος με ό,τι συνέπειες μπορεί να επιφέρει αυτό στην εξέλιξη του Ιδρύματος, όσο και στην αποτελεσματική και λειτουργική κατανομή πόρων.
Καθώς οι συζητήσεις εντείνονται, προκειμένου να προσδιοριστεί το πανεπιστήμιο του μέλλοντος, είναι νομίζω ώριμες πια οι συνθήκες να σκεφτούμε εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης των Ελληνικών ΑΕΙ, όπως το να αποτελεί η Σχολή τη βασική ακαδημαϊκή λειτουργική μονάδα εντός της οποίας οργανώνονται και προσφέρονται διαφορετικά προγράμματα σπουδών.
Μία τέτοια επιλογή αποτελεί ιδανική λύση για Τμήματα που εξαιτίας της εφαρμογής της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς φοιτητές. Η ενσωμάτωση στο πλαίσιο της Σχολής του διδακτικού προσωπικού και η αξιοποίησή του για την προσφορά περισσότερο ελκυστικών προγραμμάτων σπουδών απομακρύνει οποιοδήποτε εξέλιξη θα μπορούσε να δημιουργήσει ανασφάλεια στο διδακτικό προσωπικό.
Επιπλέον, η συνένωση γνωστικών αντικειμένων στο πλαίσιο της σχολής εξοικονομεί πόρους, ενδυναμώνει τα γνωστικά αντικείμενα και τους δίνει μεγαλύτερη ορατότητα. Για παράδειγμα, η λειτουργική ενσωμάτωση Τμημάτων στο πλαίσιο της Πολυτεχνικής Σχολής και η προσφορά διαφορετικών προγραμμάτων σπουδών τα οποία μπορεί να συνδυάσει κανείς (π.χ. αρχιτέκτονας και μηχανικός περιβάλλοντος) εμπλουτίζει τα αποκτώμενα μαθησιακά αποτελέσματα και συνδράμει στην απόκτηση επιπλέον δεξιοτήτων που ενδυναμώνουν τους φοιτητές και διευρύνουν τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης.
Αφήσαμε για το τέλος μία σημαντική παράμετρο: την ανάγκη διεπιστημονικότητας που προκύπτει από μια διαθεματική προσέγγιση της γνώσης που δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με τον κατακερματισμό της επιστήμης σε κλάδους. Η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που έχουν να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες (κλιματική αλλαγή, οικονομική κρίση, μεταναστευτικό, κτλ.) απαιτεί την ταυτόχρονη συνδρομή πολλαπλών γνωστικών αντικειμένων και την πολύπλευρη διερεύνηση και μελέτη κάθε ζητήματος μέσα από την οπτική και τα θεωρητικά εργαλεία διαφορετικών επιστημών, έτσι ώστε το πανεπιστήμιο να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών και σημαντικό παράγοντα στη συζήτηση για επίλυση των προβλημάτων που τις ταλανίζουν.
Βέβαια, προκειμένου μια τέτοια πρόταση να τύχει θετικής υποδοχής από την ακαδημαϊκή κοινότητα, θα πρέπει αρχικά να πειστούν οι ίδιες οι διοικήσεις των πανεπιστημίων για τη σημασία της αναδιάρθρωσης, προκειμένου να υπηρετήσουν καλύτερα την αποστολή τους για ένα πανεπιστήμιο του μέλλοντος. Αναγκαία θεωρείται, επίσης, η ανάληψη συστηματικών πρωτοβουλιών για την καλλιέργεια και εμπέδωση διεπιστημονικής κουλτούρας εντός του κάθε Ιδρύματος, ώστε η ακαδημαϊκή κοινότητα να αντιληφθεί τις ευκαιρίες που προσφέρονται για τους φοιτητές και τους διδάσκοντες και να γίνουν αντιληπτοί οι περιορισμοί των προηγούμενων οργανωτικών δομών.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια δομική αλλαγή δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Καθώς όμως η Ευρώπη συζητά τον ρόλο των πανεπιστημίων στην Ευρώπη της Γνώσης, οφείλουμε να τη βάλουμε στο τραπέζι της συζήτησης και να εξετάσουμε πώς θα μπορέσουμε να την υλοποιήσουμε με τον καλύτερο τρόπο.
Η Ζωή Γαβριηλίδου είναι καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης