Ολοι ξέρουν πως οι επόμενες εκλογές θα είναι διπλές. Και επειδή η διπλή προσφυγή στις κάλπες προεξοφλείται, όλη η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τη δεύτερη Κυριακή. Η πρώτη, η Κυριακή της απλής αναλογικής, θεωρείται περίπου διαδικαστικού χαρακτήρα, ένα αναγκαίο προστάδιο της πραγματικής αναμέτρησης. Τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Στην Κυριακή της ενισχυμένης ενδέχεται (και έχει σημασία να μην θεωρείται βέβαιο) να διαμορφωθούν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, εάν τα ποσοστά των κομμάτων δίνουν είτε αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε δυνητικούς συνασπισμούς εξουσίας. Την πρώτη Κυριακή, όμως, με την απλή αναλογική θα διαμορφωθούν οι δυναμικές. Αν οι σφυγμομετρήσεις δεν πέφτουν εντελώς έξω, οι δυναμικές αυτές είναι που θα καθορίσουν το πολιτικό τοπίο σε βάθος χρόνου. Με το καθοριστικό ερώτημα εάν θα μεταβούμε σε μια περίοδο τρικομματισμού, ή εάν θα επιβεβαιωθεί το δικομματικό μοντέλο με ένα καχεκτικό τρίτο παίκτη και ίσως ένα ή δύο κόμματα-μπαλαντέρ (εκτός του ΚΚΕ).
Tι θα κριθεί στο ευρύ, ανοιχτό εκλογικό παιχνίδι του εκλογικού συστήματος που υπήρξε το αντικείμενο του πόθου της Αριστεράς σε όλη τη Μεταπολίτευση; Κατεξοχήν η δική της προοπτική. Η Νέα Δημοκρατία θα είναι το πρώτο κόμμα, με ένα ποσοστό χαμηλότερο από την εκλογική επίδοση του 39,85% που την έφερε στην εξουσία, που πιθανότατα θα υπολείπεται (ερώτημα το πόσο) του 37-38% που εκτιμάται ως ορόσημο αυτοδυναμίας στην εκλογή με ενισχυμένη αναλογική.
Ο κ. Μητσοτάκης, προφανώς υπό πίεση συμβουλών και προτροπών για αλλαγή του εκλογικού νόμου που ο ίδιος ψήφισε, δήλωσε πως δεν υπάρχει «καμία» πιθανότητα να τον αλλάξει εκ νέου. Προτιμά το ρίσκο να αντιμετωπίσει ένα υψηλότερο κατώφλι αυτοδυναμίας παρά την ταπείνωση της υπαναχώρησης από ένα δικό του εκλογικό νομοθέτημα. Με το «καμία» πέρασε αυτή τη γέφυρα και γύρισε να τη δει να καίγεται… Τώρα που τελείωσε αυτό «το πιο σύντομο ανέκδοτο» ξέρουμε τα δεδομένα.
Τα μείζονα, όμως, είναι στην κεντροαριστερή πλευρά. Εκεί στις συνθήκες της «άδολης» καταγραφής της βούλησης των πολιτών θα κριθεί ποιος σήμερα, αλλά προπάντων στο μέλλον, θα εκπροσωπεί την εναλλακτική στη διακυβέρνηση της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το πλεονέκτημα του μεγέθους, το Κίνημα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ έχει μια νέα ηγεσία, χωρίς κυβερνητικούς σκελετούς στη ντουλάπα της. Ο κ. Τσίπρας θα προσπαθήσει να συσπειρώσει όσους έχουν απομακρυνθεί τα τελευταία χρόνια όπως το κατάφερε σε σημαντικό βαθμό στη διάρκεια της προηγούμενης προεκλογικής του εκστρατείας, παρά την ήττα. Ο κ. Ανδρουλάκης θα υποδέχεται τη δυσαρέσκεια και των δύο χώρων, χωρίς να υποχρεώνονται οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ να κάνουν μια πλήρη μεταστροφή, δύσκολη πολιτικά αλλά και ψυχολογικά.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να διατηρήσει μια ουσιαστική διαφορά, για παράδειγμα ένα προς δύο στις ψήφους του σε σχέση με το Κίνημα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ, θα έχει κατοχυρώσει την κυβερνητική του προοπτική και την κυριαρχία του στον ευρύτερο πολιτικό χώρο που διεκδικεί.
Αν, αντίθετα, το Κίνημα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώσει τις τρέχουσες δημοσκοπικές του επιδόσεις και καταγράψει ένα σημαντικό ποσοστό, διπλάσιο ή παραπάνω από το 8,1% των προηγούμενων εκλογών, η διαφορά του από το ΣΥΡΙΖΑ ή η σειρά των κομμάτων θα έχει μικρή σημασία. Θα έχει ξεκινήσει η διαδικασία μαζικής και γρήγορης μετακίνησης ψηφοφόρων από το ΣΥΡΙΖΑ στη δική του κάλπη και ανάκτησης του ιστορικού του χώρου και θέσης.
Η ΝΔ, προβάλλοντας αποκλειστικά την ανάγκη αυτοδυναμίας και στρέφοντας όλη τη ρητορική της στη δεύτερη Κυριακή, ευνοεί την προσπάθεια του κ. Ανδρουλάκη. Με την απόρριψη της άμεσης προσφυγής στις κάλπες, δίνει επίσης χρόνο για να ωριμάσουν αυτές οι διεργασίες. Στον βαθμό που το συνέδριο που οργανώνει ο κ. Ανδρουλάκης για τον Ιούνιο δεν θα αναλωθεί στο όνομα του κόμματος και θα εκπέμψει μήνυμα κυβερνητικής επάρκειας, οι διεργασίες θα επιταχυνθούν.
Στη ζέστη του φετινού καλοκαιριού θα ωριμάζει μια νέα πολιτική κατάσταση.