Η Ελλάδα έχει βγει από το ευρώ. Τη θέση του έχει πάρει το ν-εύρο, αν και κανείς δεν το χρησιμοποιεί, αφού με διαρκείς υποτιμήσεις, το νόμισμα προβάλλει σαν ένα κακό αστείο που γίνεται χειρότερο μέρα με τη μέρα. Για τις συναλλαγές τους οι πολίτες, καταφεύγουν στην ανταλλαγή και οι μαυραγορίτες βρίσκουν ευκαιρία να ξαναβγούν απ’ το «χρονοντούλαπο της Ιστορίας».
Δυστοπία.
Σε μια Αθήνα ζόμπι, σκιά του εαυτού της, ο δημοσιογράφος Μήτσος Ατρείδης, σμιλεμένος με όλη τη γοητεία που αποπνέουν οι αυθεντικοί αντιήρωες, αναλαμβάνει μία έρευνα διαφορετική απ’ όσες είχαν ως τότε βρεθεί στον δρόμο του. Δεν είναι τελικά κενοτάφιο ο Αγνωστος Στρατιώτης; Ποιος είναι θαμμένος στην καρδιά της Αθήνας; Ποιον τιμούν, άθελά τους, όσοι εδώ και σχεδόν έναν αιώνα καταθέτουν στεφάνια στο μνημείο;
Θα προσπαθήσει να λύσει τον γρίφο παρέα με μια ετερόκλητη ομάδα, μια «συμμορία» τρυφερών, πραγματικών ανθρώπων με αδυναμίες και πληγές που τους καθορίζουν. Μια οικογένεια επιλογής.
Η Αθήνα τρώει τις σάρκες της. Παραδομένη μέρα νύχτα σε ένα διαβρωτικό σκοτάδι, η πόλη γίνεται θέατρο αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα στις «φυλές» που εξέθρεψαν η κρίση και η εξαθλίωση της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Τα άκρα έχουν από χρόνια ξεπλυθεί και διαφεντεύουν πια, με υπόσταση περίπου νομιμοποιημένη, τις τύχες εκατομμυρίων πολιτών που είτε κουράστηκαν είτε παρακολουθούν μουδιασμένοι να συμβαίνουν γύρω τους πράγματα από τη δεξαμενή τού «σιγά, δεν γίνονται αυτά». Οσοι μπορούσαν, οι πλούσιοι, οι «Πρώτοι», έχουν από καιρό εγκαταλείψει την Ελλάδα. Φασίστες φλερτάρουν με την εξουσία, όχι μέσα από κάποιο πραξικόπημα, αλλά με δημοκρατικές διαδικασίες ως πρώτη επιλογή των πολιτών. Αναρχικοί παρατάσσονται σε θέση μάχης. Νετσαγιεφικοί έχουν καταλάβει το Δημαρχείο της Αθήνας. Ποινικοί προβάλλουν περίπου ως μισθοφορικός στρατός, ενώ μετανάστες επί ποδός πολέμου διεκδικούν χώρο και δικαίωμα ύπαρξης απέναντι σε εκείνους που τους αποκαλούν λασποαίματους. Οι δρόμοι των Εξαρχείων ετοιμάζονται για τη μητέρα όλων των μαχών.
Μα γίνονται αυτά εδώ;
«Γίγαντες και Φασόλια» είναι ο τίτλος του βιβλίου του Τάκη Καμπύλη. Ή «Δεν γίνονται αυτά εδώ» είναι ο δανεικός του υπότιτλος και σ’ αυτόν ο αναγνώστης επιστρέφει σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο. Τις 700 του σελίδες μην τις φοβηθείτε! Τις περπατά με εκατοντάδες χιλιάδες βήματα ο Ατρείδης με τον σκύλο του. Διασχίζει τη ρημαγμένη Αθήνα και βουτά στο παρελθόν για να προσφέρει στον αναγνώστη μια συναρπαστική αφήγηση, αλλά και μια πραγματική σπουδή στο αναρχικό κίνημα των τελευταίων αιώνων. Μπόνους του βιβλίου; Το σεμινάριο μεθοδολογίας ρεπορτάζ που προσφέρει, πίσω από τον Ατρείδη του, ο Καμπύλης, αλλά κι η απολαυστική καταγραφή αυθεντικών συνταγών μαγειρικής, που μοιάζουν βγαλμένες από τη λιτότητα και την καθαρότητα των μικρών και άγονων νησιών του Αιγαίου. Από κάποιο μποστάνι στην Ηρακλειά, ας πούμε.
Χωρίς να παριστάνω τον κριτικό βιβλίων, λίγα μυθιστορήματα με ελληνική υπογραφή με έχουν ενθουσιάσει όσο αυτό κι αν ψάχνετε κάτι να διαβάσετε αυτό το καλοκαίρι, σας το προτείνω ανεπιφύλακτα.