Από το ύψος του 2020 το 1983 φαίνεται αχνό, με ξεθωριασμένα χρώματα, κάπου ανάμεσα στο έγχρωμο και το ασπρόμαυρο, όπως άλλωστε ήταν όλη εκείνη η εποχή. Δεν έχουν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τη Μεταπολίτευση και η Αλλαγή δείχνει, ακόμη, φρέσκια. Οι άνθρωποι ενημερώνονται από τη δημόσια τηλεόραση και τις εφημερίδες. Είναι Βαλκάνιοι που προσπαθούν να μάθουν πώς δένεται η γραβάτα της ΕΟΚ.
Αν έχεις ζήσει και θυμάσαι όλα αυτά, τότε τα αντιμετωπίζεις με την ελαφρότητα που σου επιτρέπει ο χρόνος. Εκείνο που ήταν τότε σοβαρό, σήμερα δείχνει αστείο. Το πομπώδες έγινε γελοίο. Το καλαίσθητο της εποχής μεταμορφώθηκε σε κιτς πριν καταλήξει vintage. Είναι σαν να βλέπεις μία φωτογραφία σου από τότε. Είσαι νέος, δείχνεις σφριγηλός, πλην όμως φαίνεσαι άχαρος. Και σίγουρα, δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό, ήσουν απίστευτα αφελής.
Η πρώτη ανάγνωση στο «1983, Η κατάληψη», στο βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη, διεγείρει τη μνήμη και σε κάνει να τοποθετείς τον εαυτό σου στις εικόνες και τις καταστάσεις της εποχής – αυτό το κάνουν όλα τα βιβλία που ανασυνθέτουν μία εποχή. Αν όμως βάλεις για λίγο στο πλάι το βιβλίο, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που διαβάζεις δεν είναι μία αναδρομή. Είναι ένα τρολάρισμα στην εποχή της επαναστατικής αφέλειας.
Ομως, μισό λεπτό, να σας πω περί τίνος πρόκειται.
Ναι, εννοείται ότι παρακολουθούμε μία ιστορία ενηλικίωσης. Του Βλαδίμηρου και της κοινωνίας που αρχίζει, σιγά σιγά, να βηματίζει προς την Ευρώπη, χωρίς, φυσικά, να αποσπάται από τα σύνδρομά της. Και κάπως έτσι, ο Κάσδαγλης, με τη χαρισματική γραφή και το χιούμορ του (σαρκαστικό με μαύρες πινελιές), τρολάρει ασυστόλως. Χαχανίζει πάνω στις ιδεοληψίες και τα στερεότυπα της Αριστεράς. Σαρκάζει επάνω στις φαντασιώσεις ή, καλύτερα, στις «επαναστατικές» ονειρώξεις της Μεταπολίτευσης. Νοσταλγεί την παλιά δημοσιογραφία. Και μετράει με καγχασμό το μέγεθος της παλιάς μας αφέλειας. Το κυριότερο: μας δείχνει πώς ποτίστηκε το χωράφι πάνω στο οποίο φύτρωσαν οι σημερινές μας παθογένειες. Πάνω στον αρπακολατζή, καταφερτζή, ελαφρώς λαμόγιο και πάντα προοδευτικό ήρωά του, είναι η Ελλάδα που ζήσαμε και ζούμε. Γιατί κάποια πράγματα, από το 1983, δεν αλλάζουν ποτέ.
Είναι ένα βιβλίο που σε κάνει να γελάς. Και αν έζησες την εποχή, μπορεί κάποιες στιγμές να γελάσεις δυνατά. Ο Κάσδαγλης γράφει με τη φρεσκάδα που είχε και στο, μνημειώδες πλέον, «Απολύομαι και τρελαίνομαι», αν και πια η γραφή του ενσωματώνει εμπειρία και γνώση, στοιχεία που του επιτρέπουν να οδηγηθεί στην ευαισθησία διά του κυνισμού, έχοντας μεσάζοντα το χιούμορ.
Ανήκω σε εκείνη τη γενιά αναγνωστών που γνώρισαν τον Κάσδαγλη στη σκοπιά, διαβάζοντας το «Απολύομαι και τρελαίνομαι». Μετά, φυσικά, παρακολούθησα τη δημοσιογραφική διαδρομή του, στην «Ελευθεροτυπία». Πέρασα και μία περίοδο όπου προσπάθησα να τον μιμηθώ, αρκετά επηρεασμένος, πλην όμως δεν έπιασα μία. Η δημοσιογραφική διαδρομή του δεν ήταν τόσο μεγάλη, τουλάχιστον όσο έπρεπε και άρμοζε στο ταλέντο του. Ομοίως, βλέποντας τους τίτλους των βιβλίων του στο ράφι, σκέφτομαι ότι θα έπρεπε, μέχρι σήμερα, να έχει γράψει πολύ περισσότερα πράγματα, αν και ποτέ δεν είναι αργά. Ομως έχω την αίσθηση ότι ο Κάσδαγλης, όπως σχεδόν όλοι οι σπουδαίοι γραφιάδες, αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα των πραγμάτων, θα σκέφτεται ότι όσο μεγαλώνεις, δεν αξίζει τον κόπο ούτε να γράφεις ούτε καν να μιλάς.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη