Διατηρώ μία εμμονική σχέση με το «Breaking Bad». Ισως και ψυχωτική. Το έχω δει πέντε φορές. Τρεις φορές με τη γραμμική σειρά των επεισοδίων. Μία φορά με τυχαία σειρά και μία ανάποδα, από το τελευταίο στο πρώτο. Μερικά επεισόδια του τελευταίου κύκλου τα έχω δει περισσότερες φορές, με παύσεις και μπρος-πίσω σε εμβληματικές σκηνές. Δείξτε μου σκηνή και σας λέω το επεισόδιο. Στη ντουλάπα μου έχω τέσσερα μπλουζάκια με θέμα από τη σειρά. Μιλάμε για παθολογική κατάσταση.
Σύμφωνα με τις σχετικές λίστες, το «Breaking Bad» είναι μία από τις καλύτερες σειρές όλων των εποχών. Μερικοί κριτικοί δεν βάζουν ούτε σταγόνα σχετικότητας στην άποψη τους και απλώς θεωρούν τη σειρά ως την κορυφαία στην ιστορία της τηλεόρασης. Υποθέτω ότι οι περισσότεροι που διαβάζετε αυτές τις γραμμές την έχετε παρακολουθήσει, όμως θα θυμίσω τα βασικά για όσους παραμένουν αμύητοι.
Το «Breaking Bad» αφηγείται την ιστορία του πενηντάχρονου Γουόλτερ Γουάιτ, που διδάσκει Χημεία σε ένα σχολείο στην Αλμπουκέρκη, στο Νέο Μεξικό. Ο Γουόλτερ είναι παντρεμένος με την Σκάιλερ, έχουν ένα γιο που αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα και περιμένουν μωρό. Θα μπορούσε να είναι πλούσιος αν δεν εγκατέλειπε το εταιρικό σχήμα που είχε συστήσει στα νιάτα του, μαζί με τη γυναίκα με την οποία είχε σχέση και ένα φίλο του. Εκείνη η γυναίκα και ο φίλος κατέληξαν ζευγάρι και πάμπλουτοι. Ο Γουόλτερ βρέθηκε να πλένει αυτοκίνητα τα απογεύματα καθώς ο μισθός του καθηγητή δεν αρκεί για τη συντήρηση της οικογένειας. Ένα απόγευμα, καταρρέει και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Μαθαίνει ότι έχει καρκίνο του πνεύμονα και λίγο χρόνο ζωής. Και τότε αποφασίζει να παρασκευάσει κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, με τη βοήθεια ενός πρώην μαθητή του, που ήδη κινείται στο περιθώριο.
Στους πέντε κύκλους της σειράς παρακολουθούμε τη μεταμόρφωση του Γουόλτερ Γουάιτ από έναν ευφυή και θυμωμένο με τη ζωή άνθρωπο, σε σκληρό, αδίστακτο, επηρμένο παρασκευαστή ναρκωτικών, με εκατομμύρια δολάρια απλωμένα πάνω σε μία τεράστια παλέτα. Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να το έχετε δει και αλλού. Η διαφορά βρίσκεται στη ματιά του δημιουργού, του Βινς Γκίλιγκαν. Είναι θεατρική και συνάμα αμφίσημη, κάποιες στιγμές δεν ξέρεις αν βλέπεις δράμα ή κωμωδία. Ενας εκ των πρωταγωνιστών, ο Ντιν Νόρις, όταν διάβασε το σενάριο νόμιζε ότι πρόκειται για κωμωδία. Υπάρχουν σκηνές και διάλογοι που, αν τους ρίξεις χαρούμενη μουσική από πάνω, θα σκάσεις χαμόγελα. Είναι όμως δραματικές. Όπως υπάρχουν και επεισόδια που παίρνεις το κείμενο και το ανεβάζεις σε σκηνή -ειδικά το «Fly», όπου οι δύο πρωταγωνιστές κυνηγούν μία μύγα μέσα στο εργαστήριό τους.
Το «Breaking Bad» μπορεί να διαβαστεί ως ένα δοκίμιο πάνω στο αβυσσώδες και δαιδαλώδες γράφημα της ανθρώπινης φύσης. Αισθητικά υιοθετεί μία «φωτογραφική» αντίληψη της εικόνας, η οποία σε μεγάλο βαθμό υπαγορεύεται από το τοπίο της ερήμου και τον μπλε ουρανό της Αλμπουκέρκης. Και αυτή η προσέγγιση δεν είναι μόνο καλλιτεχνική. Ο Γκίλιγκαν δεν χρησιμοποιεί, απλώς, «σκηνικό». Θέλει να δώσει στο θεατή την αίσθηση της ζωής μέσα από τις λεπτομέρειες. Ακόμα και από την κίνηση ενός σκαθαριού.
Στο «Breaking Bad» εμφανίζεται ο Σολ Γκούντμαν, που ερμηνεύει ο Μπομπ Οντενκερκ. Μία φιγούρα που τη λες και καρικατούρα δικηγόρου, ένας άνθρωπος που ντύνεται σαν εξώφυλλο κουτσομπολίστικου περιοδικού, ένας ρόλος που βαδίζει στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το νόμιμο από το παράνομο, μία σαρκαστική, στα όρια του τρολαρίσματος, αναφορά στο νομικό σύστημα των ΗΠΑ. Ο Σολ είναι η ακραία εκδοχή των αμερικανών δικηγόρων που διαφημίζονται στην τηλεόραση και σου υπόσχονται ότι θα βγάλεις λεφτά αν η θεία σου πέθανε σε γηροκομείο που καθάριζε τις μοκέτες του με τοξικά υλικά. Διαφημιστικό του μότο είναι το «Better Call Saul» που αποτυπώνεται σε παγκάκια και τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες. Αυτός είναι και ο τίτλος της σειράς που ήρθε ως πρίκουελ του BB, βρίσκεται στην πέμπτη σεζόν και όλοι εμείς, οι φανατικοί του σύμπαντος που έφτιαξε ο Γκίλιγκαν, αναρωτιόμαστε αν τελικά είναι καλύτερη από το «Breaking Bad» -σε συνθήκες καραντίνας έχεις χρόνο για τέτοιες απορίες. (Διαβάστε ένα πολύ ωραίο κομμάτι του Νίκου Σταματίνη στο oneman.gr)
Το «Better Call Saul» εκτυλίσσεται χρονικά πριν λάβουν χώρα τα γεγονότα του «Breaking Bad». Ουσιαστικά βλέπουμε πώς διαμορφώθηκε το περιβάλλον που υποδέχθηκε τον καθηγητή Γουόλτερ Γουάιτ ως εγκληματία. Είναι, δηλαδή, μία σειρά με την εξής πρωτοτυπία: ξέρουμε τι συνέβη σε όλους τους βασικούς ήρωες, εκτός από δύο. Περιμένουμε να μάθουμε πώς συνέβη, παρακολουθώντας και εδώ την εξέλιξη του βασικού χαρακτήρα, τον δικηγόρο Τζίμι Μαγκίλ να μεταμορφώνεται σε Σολ Γκούντμαν. Το προφανές, δηλαδή το «παιχνίδι» με τη χρονική σειρά, είναι απολαυστικό. Βλέπεις, ας πούμε, έναν πρωταγωνιστή και ξέρεις πότε και πώς θα πεθάνει -το έχεις δει στο «Breaking Bad». Ουσιαστικά αυτό που περιμένεις να μάθεις είναι τι θα απογίνει η πρωταγωνίστρια, η δικηγόρος Κιμ Γουέξλερ, σύντροφος του Σολ – ερμηνεύεται από τη Ρία Σέχορν, σε έναν, κατά τους κριτικούς, από τους πιο εμβληματικούς γυναικείους ρόλους που έχουν γραφτεί ποτέ για την τηλεόραση.
Δεν παρακολουθείς το «Better Call Saul» για την πλοκή του, αλλά για τα κομμάτια που τη συνθέτουν. Και η ματιά είναι εσωτερική. Δεν καβαλάς τα γεγονότα, διεισδύεις στους χαρακτήρες. Ίσως για αυτό και οι πρώτες τρεις σεζόν να φαίνονται κάπως αργές, νωχελικές στο θεατή που είχε εθιστεί στους ρυθμούς του «Breaking Bad». Είναι που οι χαρακτήρες ωριμάζουν αργά και αποκαλύπτονται σταδιακά. Είναι το σενάριο που, μην έχοντας πολλά γεγονότα να «πουλήσει» στον θεατή, του ζητεί να εστιάσει στη μεταμόρφωση των χαρακτήρων. Και κάπως έτσι, καταστάσεις που το «BB» θα είχε διαχειριστεί σε δύο-τρεις σκηνές, στο «BCS» απλώνονται σε ένα και δύο επεισόδια.
Και οι δύο σειρές κλείνουν στον πυρήνα τους το ίδιο μήνυμα: αν σταθείς απέναντι στο «σύστημα» με διάθεση αμφισβήτησης ή απόρριψης, το έγκλημα μπορεί να γίνει η καταφυγή σου, ίσως και η μοναδική. Ο Γουόλτερ Γουάιτ εγκληματεί απέναντι στη ζωή που τον αδίκησε. Ο Σολ Γκουντμαν μπαίνει στο έγκλημα κυρίως επειδή δεν ανέχεται την υποκρισία του νομικού κατεστημένου, θέλει να απαντήσει στην απόρριψη που δέχθηκε. Ακόμα και όταν αναλαμβάνει υποθέσεις μικροαπατεώνων, το κίνητρό του δεν βρίσκεται στο οικονομικό κέρδος, αλλά στη διάτρηση του συστήματος. Και έτσι σταδιακά υπερνικά τους φόβους και παραμερίζει τις αναστολές του. Διατηρεί, βέβαια, μία μεγάλη δεξαμενή ηθικής, η οποία αδειάζει μέρα με τη μέρα, μέχρι από μέσα της να στάξει καθαρός κυνισμός. Και δίπλα του είναι η Κίμ. Δικηγόρος καριέρας, με πρόταγμα την ακεραιότητα αν και απολαμβάνει ηδονικά τις μικρές της απάτες που στήνει με ηθικό άλλοθι. Είναι, αλήθεια, η Κιμ ένας ακέραιος άνθρωπος που διολισθαίνει ή είναι ένας άνθρωπος ελεγχόμενης ηθικής που, απλώς, εγκλωβίστηκε στο ταγιέρ της;
Η πέμπτη σεζόν του «Better Call Saul» είναι ένα αριστούργημα. Ειδικά για το όγδοο επεισόδιο («Bagman») δεν έχω λόγια. Είναι όμως καλύτερη από το «Breaking Bad»; Αυτό είναι και το ερώτημα που συζητείται αυτές τις μέρες στα σχετικά γκρουπ στο Facebook. Είναι διαφορετική. Αν το «Breaking Bad» ήταν roller coaster, το «Better Call Saul» είναι ένα από εκείνα τα τρενάκια των ορυχείων, που κατεβαίνουν βαθιά στη γη. Το δύσκολο ερώτημα θα ήταν ποια από τις δύο σειρές θα κρατούσα αν έπρεπε να διαγράψω τη μία. Θα κρατούσα το «Breaking Bad». Επειδή από εκεί ξεκίνησαν όλα. Επειδή ήταν πιο γρήγορο. Επειδή σε κάποια σημεία ταυτίστηκα με τον Γουόλτερ Γουάιτ. Και κυρίως επειδή ξέρω ότι αν χτυπήσει η πόρτα μου, θα είναι αυτός που χτυπάει. Ο Χάιζενμπεργκ.