Η Ελληνική Αστυνομία καλεί τους πολίτες που έχουν να καταγγείλουν κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας όπως απευθυνθούν στον Συνήγορο του Πολίτη δια την υπόθεση τους. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Οι πολίτες το κάνουν και χωρίς την προτροπή της ΕΛΑΣ. Το πρόβλημα βρίσκεται στις απαντήσεις που παίρνουν.
Κάθε χρόνο ο Συνήγορος του Πολίτη επεξεργάζεται αναφορές πολιτών που, στατιστικά, αντιστοιχούν σε μία υπόθεση αστυνομικής αυθαιρεσίας ανά ημέρα. Ο Συνήγορος δεν διερευνά τα γεγονότα, δεν ψάχνει, δηλαδή, να βρει πότε σήκωσε το γκλομπ ο αστυνομικός και αν ο πολίτης ήταν όρθιος ή στα γόνατα. Εξετάζει τη διερεύνηση αυτών των περιστατικών από τις αστυνομικές αρχές που αναλαμβάνουν την έρευνα. Τουλάχιστον ένα στα πέντε περιστατικά δεν διερευνάται όπως θα έπρεπε. Αλλά και στα περισσότερα από τα περιστατικά που οδηγούν σε επιβαρυντικά, για τους αστυνομικούς, αποτελέσματα, η πειθαρχική μεταχείριση των υπευθύνων είναι, το λιγότερο, επιεικής, κοινώς πέφτουν όχι απλώς στα μαλακά, αλλά στα πούπουλα.
Επίσης οι περισσότεροι από μας συνδέουμε τα κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας με τους μπαχαλάκηδες και τα άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου. Αυτό δεν είναι σωστό. Θύματα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας πέφτουν συνήθως οι αδύναμοι, οι τοξικοεξαρτημένοι που θα ξεχαστούν σε κάποιο κρατητήριο, ο μικροπαραβάτης που δεν έχει το τηλέφωνο ενός δικηγόρου, ο μετανάστης και πάει λέγοντας.
Είναι η αστυνομική βία συνάρτηση των κυβερνητικών συσχετισμών; Αυτό θα το μάθουμε με ακρίβεια όταν μετρήσουμε τις καταγγελίες και τα περιστατικά μήνα προς μήνα, προκειμένου να εξακριβώσουμε αν η πολιτική αλλαγή του Ιουλίου έφερε έξαρση της αστυνομικής αυθαιρεσίας. Για να πάρετε μία εικόνα, από το καλοκαίρι του 2017 ως το τέλος του 2018, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, καταγράφονται 321 σχετικές υποθέσεις. Υπάρχει το δείγμα για να γίνει η σύγκριση. Ωστόσο αν θεωρήσουμε ενδεικτικό της κατάστασης το κλίμα που αποτυπώνεται στην κοινωνική δικτύωση και στον όγκο των καταγγελιών, είναι πλέον λογικό να υποθέσουμε ότι η κατάσταση τείνει να ξεφύγει ακόμα και από το μέτρο που, δυστυχώς, η κοινωνία είχε αποδεχθεί ως αναγκαίο κακό ή, τέλος πάντων, αναπόφευκτη συνθήκη.
Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε στα social media εικόνες και βίντεο από περιστατικά αστυνομικής βιας εις βάρος πολιτών που, ακόμα και αν έχουν παρανομήσει, δεν στερούνται σε καμία περίπτωση των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους. Ανθρωποι που έχουν πέσει κάτω ξυλοκοπούνται αγρίως, άλλοι ξεγυμνώνονται, ενώ έχουν πυκνώσει οι καταγγελίες για υβριστικές επιθέσεις από άνδρες της Αστυνομίας, ακόμα και με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Η Αστυνομία είναι ένας οργανισμός που μεταβολίζει το πολιτικό κλίμα και το αποτυπώνει στη συμπεριφορά της. Όταν, λοιπόν, έχουμε κυβέρνηση που εξελέγη με το πρόταγμα της ασφάλειας, αλλά και υπουργούς που μιλούν «γλυκά» για το ξύλο, είναι λογικό ο μέσος αστυνομικός να εκτιμήσει ότι η εκτροπή από τα προβλεπόμενα αντιστοιχεί στην κοινωνική και πολιτική βούληση των καιρών. Όμως ο αστυνομικός δεν επιτρέπεται να κάνει πολιτική ερμηνεία κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Επιτρέπεται μόνο να κάνει τη δουλειά του με βάση προκαθορισμένες αρχές και επαγγελματισμό. Kαι αν δεν το αντιλαμβάνεται ο αστυνομικός, οφείλει να του το υπενθυμίσει ο πολιτικός του προϊστάμενος.
Εδώ υπάρχει κάτι ακόμα που έχει ενδιαφέρον. Στα social media ένα σημαντικό κομμάτι των χρηστών, δηλαδή της κοινής γνώμης, θεωρεί αναπόφευκτη και μη κατακριτέα τη βίαιη και εν τέλει παραβατική συμπεριφορά των αστυνομικών. «Ο μπαχαλάκιας που τρώει ξύλο, ήξερε πού πάει να μπλέξει και τους κινδύνους που διέτρεχε». Συγγνώμη, αλλά δεν είναι έτσι. Διότι με αυτή τη λογική, μπορούμε να αναθέσουμε ένα κομμάτι της ασφάλειας σε συμμορίες της νύχτας που, ενδεχομένως, να κάνουν και πιο αποτελεσματική δουλειά. Το κράτος έχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας επειδή ασκείται κατά πώς ορίζει η έννοιά της: με νομιμότητα. Τέλος της συζήτησης.
Υπάρχει, θα πουν κάποιοι, το ανθρώπινο στοιχείο που παρεμβαίνει. Και οι αστυνομικοί άνθρωποι είναι, εργάζονται, κακοπληρωμένοι, σε ακραίες συνθήκες, είναι αναμενόμενο και φυσιολογικό να υπάρξουν στιγμές που χάνουν το μέτρο και την αίσθηση της καθήκοντος. Δεκτό. Μόνο που όταν ο αστυνομικός χάνει το μέτρο και τον έλεγχο, γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να υποστεί συνέπειες. Και αυτό τον εξωθεί πιο εύκολα εκτός πλαισίου.
Οι περισσότεροι αστυνομικοί, η συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι δημόσιοι λειτουργοί με αίσθηση του καθήκοντος. Οι συνάδελφοί τους, που ελέγχονται, δυστυχώς μόνο από πολίτες, για βία και αλητεία σπιλώνουν την εικόνα όλου του Σώματος. Και θα έπρεπε οι ίδιοι, κυρίως οι λαλίστατοι κατά τα λοιπά, συνδικαλιστές τους να απαιτούν την εξαντλητική διερεύνηση των καταγγελιών και την τιμωρία, κατά τα προβλεπόμενα, των υπευθύνων. Όσο δεν μιλούν και συγκαλύπτουν, τόσο θα πολλαπλασιάζονται τα καχύποπτα βλέμματα των πολιτών στον δρόμο.
Αλλά πάνω από όλα, βρίσκεται η πολιτική ηγεσία. Καλά κάνει και στέλνει τους πολίτες στον Συνήγορο. Μένει να δούμε, όμως, αν θα στείλει και κανέναν αστυνομικό στον εισαγγελέα.