Με την ειδεχθή διαπόμπευση του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών από κάποιους επαναστάτες της πλάκας, έρχεται ξανά στην επιφάνεια η ατέρμονη συζήτηση για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του ασύλου στα πανεπιστήμια. Ατέρμονη διότι, από τη στιγμή που η βία εξακολουθεί, δυστυχώς, να ασκείται και οι χώροι των πανεπιστημίων παραμένουν «μπάστε σκύλοι κι αλέστε» σε κάθε γραφική μειοψηφία που νομίζει ότι εκπληρώνει τη libido της ανατροπής κάθε σύγχρονης ακαδημαϊκής αντίληψης και ελευθερίας, είναι φανερό πως το πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με αστυνόμευση. Ούτε με νόμους-ευχολόγια.
Η κυβέρνηση, με την ψήφιση του νόμου για το άσυλο, λίγες εβδομάδες αφότου είχε αναλάβει, είναι φανερό ότι πίστεψε πως η επιλογή της κατασταλτικής αστυνομικής επιβολής θα κόψει τον «τσαμπουκά» στις διάφορες τραμπούκικες ομάδες που δρουν ανεξέλεγκτα στα ΑΕΙ. Ισως για ορισμένους στη ΝΔ η λαιμαργία να μετρηθούν, ιδεολογικά και πολιτικά, με τα αριστερίστικα γκρουπούσκουλα και τις πρακτικές τους, να μην τους επέτρεπε να δουν το πρόβλημα στην ουσία του. Ή απλώς να μην ήθελαν να το δουν και να ψήφισαν ό,τι ψήφισαν.
Όμως, τα φαινόμενα βίας και τραμπουκισμού στα πανεπιστήμια δεν είναι θέμα καταστολής και ποινικής αντιμετώπισης. Ή δεν είναι μόνο θέμα καταστολής και ποινικής αντιμετώπισης. Ας πούμε το εξής απλό: ακόμη και αν καταφέρει η ΕΛ.ΑΣ να συλλάβει τους δράστες αυτής της κατάφορα αντιδημοκρατικής και καταδικαστέας πράξης, με τον Ποινικό Κώδικα, θα πέσουν στα μαλακά, όπως λένε έμπειροι ποινικολόγοι. Το πολύ-πολύ να φάνε ποινές μερικών μηνών με αναστολή.
Το πρόβλημα όμως είναι άκρως πολιτικό. Και αφορά στον τρόπο διοίκησης των πανεπιστημίων. Διότι είναι στην ευθύνη των πρυτανικών αρχών και των υπολοίπων παραγόντων στα ΑΕΙ να προασπίσουν την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και να αποκρούσουν κάθε μορφή βίας, εξασφαλίζοντας δημοκρατία και ελευθερία.
Αυτό ακριβώς είχε λύσει ο νόμος Διαμαντοπούλου με τις συγκεκριμένες διατάξεις για τα Συμβούλια Διοίκησης, που έδιναν τη δυνατότητα για την συγκρότηση Οργανισμού Ασφάλειας και Προστασίας από τα ίδια τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Υπεδείκνυε ο συγκεκριμένος νόμος ακόμα και τρόπους χρηματοδότησης για να γίνει πράξη. Αλλά ο νόμος Διαμαντοπούλου, δεν «μας» άρεσε…
Παρά την συντριπτική αποδοχή από το σύνολο των πανεπιστημιακών διδασκόντων στη χώρα, πολεμήθηκε σφόδρα από μειοψηφίες καθηγητών και φοιτητών προσκείμενες στον ΣΥΡΙΖΑ και στον κινηματικό χώρο. Παράλληλα όμως δεν στηρίχθηκε από αρκετούς από εκείνους που σήμερα δηλώνουν σοκαρισμένοι και καταδικάζουν την αποτρόπαια πράξη κατά του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου.
Οσο κι αν ενοχλεί, η αλήθεια είναι πως ακόμα και μεγαλοπρυτάνεις και καθηγητικό κατεστημένο από τον χώρο της ΝΔ αλλά και ορισμένοι προοδευτικοί καθηγητές πίεσαν να αλλάξουν οι συγκεκριμένες διατάξεις, όπερ και επετεύχθη. Επί υπουργίας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, στην κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ δηλαδή, προκλήθηκε το πρώτο ρήγμα ακριβώς με την κατάργηση της ρύθμισης για τους τότε πρυτάνεις. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα, από το 2015, επί Μπαλτά -και έπειτα επί Φίλη και Γαβρόγλου- να ολοκληρωθεί η ανατροπή μιας εμβληματικής σύγχρονης και προοδευτικής μεταρρύθμισης.
Αντί, λοιπόν, η νέα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να επαναφέρει, όπως είχε δεσμευτεί, εκείνες τις ρυθμίσεις, επέλεξε να νομοθετήσει με το δόγμα «μηδενική ανοχή» — εδώ θα έπρεπε πια να γελάμε, αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά.
Θυμίζω ότι το Κίνημα Αλλαγής αντιπρότεινε τότε την επαναφορά του συνόλου των διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου και δέχθηκε σφοδρή και κακεντρεχή κριτική. Υπερασπίστηκε όμως μια σημαντική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, του 2011. Και θα ήθελα να δω τι λένε σήμερα, με τη διαπόμπευση του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου όλοι εκείνοι που πέρυσι το επέκριναν.