«Η Ιστορία είναι φιλοσοφία με παραδείγματα» είχε γράψει γεμάτος ακαδημαϊκή αυτοπεποίθηση ο Γουίλ Ντιράν. Ο Γιάννης Σκαρίμπας, πάλι, μέσα στον καταγγελτικό του οίστρο, διαπίστωνε πως «μήτε η χολέρα μήτε η πανούκλα έκαναν τόσο κακό στην ανθρωπότητα, όσο οι ιστορικοί και η ιστορία τους». Ο Σάμιουελ Μπάτλερ είχε αλλάξει την ιεραρχία του στερεώματος με το ανεπανάληπτο «ο Θεός δεν μπορεί να μεταβάλει το παρελθόν, οι ιστορικοί μπορούν». Πιο ρεαλιστής απ’ όλους, ο δαιμόνιος Ουίνστον Τσόρτσιλ βρήκε τελικά το κόλπο. «Η Ιστορία θα είναι καλή μαζί μου, διότι σκοπεύω να τη γράψω εγώ», είχε πει μασουλώντας το πούρο του.
Αυτά τα ενδιαφέροντα, αντικρουόμενα και πάντως κεχαριτωμένα τσιτάτα περί της Ιστορίας, μπορούν να μπουν στη βάσανο της κριτικής και της επιβεβαίωσης ολούθε στην υφήλιο, πλην ενός κακορίζικου τόπου. Της Ελλάδας μας. Στη γεμάτη αρχαία ερείπια ελληνική γη, η Ιστορία είναι σαν την τσουκνίδα. Φύεται παντού, αλλά κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει τελεσίδικα αν πρόκειται για ευεργετικό φάρμακο ή για ενοχλητικό ζιζάνιο.
Η σχέση των Ελλήνων με την Ιστορία είναι τόσο αμφίσημη, που ο έντιμος και σοβαρός ιστορικός ή πολιτικός επιστήμων είτε σηκώνει τα χέρια και απομονώνεται στα Γέιλ και στις Οξφόρδες του είτε ανοίγεται προς το ελληνικό κοινό με τον σβέρκο του έτοιμο να εισπράξει τις κατραπακιές. Οτι η (εκ μέρους του όχλου) επιβράβευση, απέχει από την καταδίκη όσο το «Ωσαννά» από το «Σταύρωσον αυτόν» στις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Κυριακή (των Βαΐων) ως (Μεγάλη) Πέμπτη, τρεις μερούλες δρόμος.
Μην πιστεύετε σε δηλώσεις, ευπώλητα και τηλεθεάσεις. Οι Ελληνες δεν αγαπούν την Ιστορία. Κι όσο λιγότερο την ορέγονται εντός τους τόσο περισσότερο διατυμπανίζουν δημοσίως ότι είναι πανέτοιμοι να αποθάνουν ηρωικά για χάρη της. Οι Ελληνες δεν διαβάζουν Ιστορία. Και όσο αρνούνται να τη διαβάσουν τόσο περισσότερο κατακεραυνώνουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα, επειδή, τάχα μου, δεν τους τη μαθαίνει.
Οι Ελληνες στα λόγια δηλώνουν λάτρεις της Ιστορίας, αλλά όχι της συγκεκριμένης Ιστορίας που πέφτει κάθε φορά στα πόδια τους. Οπως και να την ακούσουν, θα έχουν αντίρρηση. Αυτοί είναι λάτρεις μιας άλλης, αόριστης, αόρατης, νεφελώδους, φαντασιακής, αλλά πάντως «καλύτερης και πιο αληθινής» Ιστορίας από αυτήν που ξεβράζουν με ειλικρίνεια τα ντοκουμέντα και οι πηγές. «Η Ιστορία είναι κυρίως υποθέσεις, το υπόλοιπο είναι προκαταλήψεις» είχε επισημάνει ο Ντιράν. Αμ δεν είχε κάνει καμιά βόλτα σε ελληνικό καφενείο το Αμερικανάκι. Τότε θα καταλάβαινε ότι ειδικά η ελληνική Ιστορία είναι σαν το νερό. Παίρνει το σχήμα του Ελληνάρα που την παραλαμβάνει για να την κάνει σαν τα αξύριστα μούτρα του.
Η «άλλη» αυτή Ιστορία, της οποίας οι καφενόβιοι Νεοέλληνες δηλώνουν εραστές, βολοδέρνει στο αχανές οικόπεδο της διεθνούς συνωμοσιολογίας, της ασυνάρτητης ημιμάθειας και της ατεκμηρίωτης αυτοκολακείας. Δηλαδή, της βολικής εθνικής μυθολογίας. Στη σύγχρονη Ελλάδα, αλίμονο στον ιστορικό επιστήμονα που, αψηφώντας την αυτόκλητη Εκκλησία του Δήμου, θα αποτολμήσει να κριτικάρει τους εθνικούς μύθους και να αμφισβητήσει τα ιστορικά μας στερεότυπα.
Θα φτύσει το γάλα της μάνας του από τα διάφορα κουτσαβάκια του Διαδικτύου, της πλατείας, της επίσημης πολιτικής και του ράσου, που έχουν κατασκευάσει μιαν αποσπασματική ιστορία στα μέτρα τους και την υπερασπίζονται με τον φανατισμό τζιχαντιστή. Μία μόνο αμυδρή ελπίδα έχει ο ιστορικός. Να τα πει τόσο μπερδεμένα και με τόση επιστημονική ορολογία, ώστε οι πολλοί να μην καταλάβουν τι ακούν και οι λίγοι να βγάλουν μόνοι τους (και στα κρυφά) τα συμπεράσματα τους.
Στην απόληξη των Βαλκανίων όπου ζούμε, δεν υφίσταται το ιστορικά αυτονόητο. Μήτε το πολύπλοκο, μήτε το πολυσχιδές ή το πολυεπίπεδο. Εκαστος εξ ημών κινείται πάνω σε ράγες ιστορικής απολυτότητας, κοντολογίς –ιστορικά αγράμματοι όντες– διχαζόμαστε επί της Ιστορίας μας ευκολότερα απ’ όσο αναπνέουμε. Τσακωνόμαστε φανατικά και αενάως, δίχως εν τέλει να μαθαίνουμε τίποτα. Και την πληρώνουν πρωτίστως οι έντιμοι και οι τολμηροί, πάει να πει οι πραγματικοί επιστήμονες της Ιστορίας.
Η χώρα βρίθει από ανώνυμους ιστοριογράφους που διαδίδουν ό,τι κατεβάσει η γκλάβα τους, όποιος όμως αποτολμήσει να βάλει την υπογραφή του κάτω από κείμενο Ιστορίας, την έχει βάψει. Γίνεται βορά ενός κοπαδιού φανατικών, φύρδην-μίγδην υπερπατριωτών, ψεκασμένων και σχολαστικών, που αποτελούν την κατάρα της ιστορικής διήγησης, γραφής και γνώσης. Κι αν δεν εμφανιστούν με την πρώτη (εκπομπή), μη βαυκαλίζεστε, ακονίζουν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζονται να σκάσουν μύτη.
Τούτων δοθέντων, πού πας, ωρέ καημένε μου, Στάθη Καλύβα;