Έχω ένα παλιό σπίτι στο χωριό που είχε κτίσει ο πατέρας μου την δεκαετία του ’60. Ψηλοτάβανο, όπως όλα τα κτίσματα εκείνης της εποχής, σε πλαγιά, πολύ κοντά σε μια χαράδρα γεμάτη αιωνόβια δέντρα, είναι ορισμός της απομόνωσης. Τότε που χτίστηκε, το χωριό είχε 800 κατοίκους. Σήμερα έχει 70 γέρους και γριές τον χειμώνα, φτάνει τους 300 τον Δεκαπενταύγουστο.
Όταν το σπίτι έδειξε σημάδια αυτοκατεδάφισης από την φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη, έβαλα κάποια χρήματα και το αναστήλωσα στοιχειωδώς. Μου στοίχησε τρεις φορές περισσότερα απ’ όσα υπολόγιζα, αλλά το σουλούπωσα εξωτερικά, καθάρισα τις αυλές και το έκανα πιο λειτουργικό εσωτερικά, γκρεμίζοντας δυο τοίχους και φτιάχνοντας το μπάνιο.
Όταν το τέλειωσα (μέσα σ’ έναν χείμαρρο διαμαρτυριών της γυναίκας μου ότι πετάξαμε τις οικονομίες μας σ’ ένα κορφοβούνι που θα πηγαίνουμε δυο βδομάδες τον χρόνο), έκατσα σε μια καρέκλα και το μελέτησα πιο μακροσκοπικά το πράγμα. Ναι, είχα κάνει την δέουσα σπονδή στην μνήμη του πατέρα μου και στο χωριό που μεγάλωσα πριν από δεκαετίες, ναι, είχα επενδύσει σ’ ένα σπίτι που θα άντεχε για άλλες τρεις δεκαετίες, ναι, κατείχα πλέον ένα εξοχικό της προκοπής για τα ύστερα γηρατειά μου. Αλλά μετά την πρώτη ικανοποίηση άρχισαν οι σκέψεις και οι υπολογισμοί.
Η περιοχή είναι έρημη από τον Οκτώβριο ως τον Μάιο. Όποιος θέλει, σπάει την πόρτα του σπιτιού και το κάνει γης Μαδιάμ, δίχως να τον πάρει κανείς χαμπάρι. Στο παλιό δεν καταδεχόταν να μπει ούτε δραπέτης της φυλακής που τον κυνηγάνε, θα διάλεγε το επόμενο. Τώρα όμως που το βλέπει ανακαινισμένο και βαμμένο; Επίσης, τα τελευταία χρόνια ο καιρός άρχισε να αγριεύει τον χειμώνα με φοβερές νεροποντές. Η γύρω περιοχή πλημμύρισε δυο φορές και η πλαγιά πάνω από το σπίτι δεν μου εμπνέει πια καμιά εμπιστοσύνη. Θα κατέβουν κανέναν Φλεβάρη οι χείμαρροι και οι λάσπες, θα το σκεπάσουν το σπίτι. Αμ οι φωτιές; Μ’ αυτά που βλέπουμε κάθε χρόνο και ειδικά φέτος, χαζεύω την κατάφυτη χαράδρα δίπλα στο σπίτι και με πιάνει τρομάρα.
Τι μπορώ να κάνω; Όχι πολλά, στην πραγματικότητα μόνο δύο πράγματα. Το πρώτο είναι προσευχηθώ στον καλό θεούλη να μην με κλέψουν, να μην πλημμυρίσω, να μην καώ. Δεν είναι αμελητέες οι πιθανότητες να βγω αλώβητος. Δεν είναι νομοτελειακό κάθε εξοχικό ή αγροτόσπιτο της επικράτειας να γίνει βορά διαρρηκτών, παρανάλωμα του πυρός ή καραβάκι σε κάποιο καινούριο χείμαρρο. Ενδέχεται να την γλυτώσω. Αν όμως το κάνει ο διάολος και είμαι από τους λίγους άτυχους;
Το δεύτερο είναι να πάρω τηλέφωνο μια ασφαλιστική εταιρεία και να ρωτήσω πόσο κοστίζει η ασφάλιση του σπιτιού από κλοπή και φυσική καταστροφή. Το έκανα. Για το συγκεκριμένο σπίτι των 90 τετραγωνικών, μου ζητούν περίπου 150 ευρώ τον χρόνο. Απέκλεισαν κατηγορηματικά τον σεισμό, όλα τα υπόλοιπα τα ασφαλίζουν μ’ αυτό το ποσό. Θραύση κρυστάλλων, κλοπή, καταστροφή από υδραυλικά, από εξωτερική πλημμύρα, καταστροφή από εσωτερική ή εξωτερική πυρκαγιά. Τελικό ποσό αποζημίωσης 100.000 ευρώ σε περίπτωση ολικής καταστροφής.
Εγώ υπέγραψα και σας εξομολογούμαι ότι είμαι λίγο πιο ήσυχος. Σε όσους το είπα στην περιοχή, με βγάλανε τρελό. Μερικοί τρελό και πλούσιο μαζί. Οι πιο καλοπροαίρετοι μου είπαν ότι δεν έχουν 150 ευρώ τον χρόνο και για κάτι τέτοιο, καθότι πολλά 150άρια μαζεύονται και το οικογενειακό εισόδημα δεν φτάνει. Το έγραψα επίσης πριν λίγους μήνες στο fb μου (με αφορμή μια παρόμοια καταστροφή μ’ αυτήν που ζούμε τώρα στην Αττική) κι έπεσαν να με φάνε ως νεοφιλελεύθερο που διαφημίζω την ιδιωτική ασφάλιση. Κατά την μαχητική τους γνώμη, το κράτος πρέπει να διασφαλίσει και την αρχική μου προφύλαξη και την ύστερη ολική μου αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής. Κι εγώ θα θελα να ‘μαι όμορφος, ματσωμένος και εικοσάρης αιωνίως.
Δεν έχω όρεξη να τσακώνομαι για τα αυτονόητα. Διότι στο δικό μου μυαλό, είναι ντιπ παράλογο να πληρώνει κανείς αδιαμαρτύρητα 300-400 ευρώ τον χρόνο για την ασφάλιση ενός αυτοκινήτου που κάνει 15.000 ευρώ, αλλά να αρνείται να πληρώσει 150 ευρώ για ένα σπίτι που κάνει 100.000 ή 150.000 ευρώ. Είναι απλά μαθηματικά. Εντάξει, όσο καθόμαστε ασφαλείς στο καφενείο και συζητάμε για τις ιδεολογικές παραμέτρους της δημόσιας και ιδιωτικής ασφάλισης, μπορούμε να λέμε ό,τι μας κατέβει.
Όταν όμως έρθει φωτιά ή η πλημμύρα και το κράτος δώσει 6.000 αποζημίωση στον κάθε πληγέντα, ο μεν της δημόσιας ασφάλισης θα ουρλιάζει στα κανάλια και θα καταψηφίσει τον πρωθυπουργό (τον Τσίπρα αν είχε σπίτι στο Μάτι, τον Κυριάκο αν είχε στην Βαρυμπόμπη), αλλά ο «νεοφιλελεύθερος» που έχει ασφαλίσει το σπίτι του θα πάρει 100.000 ευρώ και θα το ξαναχτίσει. Ο άλλος ο «προοδευτικός» θα μείνει με την πικρία του, την ιδεολογία του και το νοίκι του (πλέον).